Ηταν το έτος 1964, ο Ψυχρός Πόλεμος κι η αντικομμουνιστική υστερία στην Αμερική βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους, οι διπλωματικές σχέσεις μετάξύ Δυτικού κόσμου και Σοβιετικού μπλοκ ακροβατούσαν σε τεντωμένο σκοινί, καθώς αμφότερες οι πλευρές προχωρούσαν ανένδοτες στον πυρηνικό εξοπλισμό, κι η απειλή ενός Τρίτου και ολοκληρωτικά καταστροφικού Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ η ανθρωπότητα δεν είχε ακόμα καλά καλά συνέλθει από τον Δεύτερο, ήταν πλέον ορατή, όταν ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ, ένας ήδη μεγάλος σκηνοθέτης που έμελλε να γίνει ο σπουδαιότερος στην ιστορία, αποφάσισε στα 36 του χρόνια και με την έκτη μεγάλου μήκους ταινία του (έβδομη, αν συνυπολογίσουμε το αποκηρυγμένο Fear and Desire) να αποτυπώσει στη μεγάλη οθόνη το παρανοϊκό κλίμα της εποχής. Με ποιό τρόπο; Όχι με ένα πολιτικό δράμα, ούτε με ένα κατασκοπικό θρίλερ, αλλά με μια πολεμική σάτιρα, επιδεικνύοντας για πρώτη και μοναδική φορά στη φιλμογραφία του ένα προσόν που κανέις μέχρι τότε δεν ήξερε πως διέθετε: μια κατάμαυρη αίσθηση του χιούμορ.
Πενήντα τρία χρόνια μετά, το S.O.S Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα επανέρχεται στις κινηματογραφικές αίθουσες σε πλήρως αποκατεστημένη ψηφιακή κόπια για να δώσει την ευκαιρία σε ένα νέο κοινό να βιώσει σε μεγάλη οθόνη ένα κλασικό και διαχρονικό αριστούργημα του αμερικανικού σινεμα στις διαστάσεις που του αξίζουν.
O Κιούμπρικ εμπνεύστηκε την ταινία του από το μυθιστόρημα Red Alert του Πίτερ Τζορτζ, το οποίο διασκεύασε ελεύθερα, μετατρέποντας το από sci-fi εσχατολογική δυστοπία σε ανελέητη σάτιρα, διατηρώντας όμως ακέραιη και αναδεικνύοντας μάλιστα με τον δικό του μοναδικό τρόπο την προβληματική του βιβλίου για την ευκολία με την οποία μπορεί να επέλθει ένας πυρηνικός όλεθρος.
Ενας μανιώδης αντικομμουνιστής Στρατηγός ο Τζακ Ρίπερ, διοικητής μιας αμερικανικής αεροπορικής βάσης, αποφασίζει ότι ο πόλεμος είναι μια πολύ σημαντική υπόθεση και δεν μπορεί να μένει στα χέρια των πολιτικών. Έτσι εκμεταλλευόμενος ένα απόρρητο σχέδιο επίθεσης με πυρηνικά όπλα εναντίον της Ρωσίας, για το οποίο δεν απαιτείται η έγκριση του προέδρου των ΗΠΑ, στέλνει ένα βομβαρδιστικό Β52 της δικαιοδοσίας του, να βομβαρδίσει με πυρηνικούς πυραύλους συγκεκριμένους, στρατηγικούς στόχους της Σοβιετικής Ένωσης. Στη συνέχεια σφραγίζει το στρατόπεδο του και κλείνει όλες τις διόδους επικοινωνίας με το αεροσκάφος ώστε να μην μπορεί κανείς να ανακαλέσει την επίθεση. Οι υπεύθυνοι της αμερικάνικης κυβέρνησης, πληροφορούμενοι το γεγονός, καλούν έκτατο πολεμικό συμβούλιο και προσπαθούν να επικοινωνήσουν με τη Σοβιετική Ένωση ώστε να ανατραπεί ο επικείμενος πυρηνικός πόλεμος. Οι υπεύθυνοι των δύο χωρών επικοινωνούν μεταξύ τους και έρχονται σε συμφωνία αλλά δεν κατορθώνουν να ανατρέψουν την καταστροφή καθώς, αποκαλύπτεται ότι η Σοβιετική ένωση έχει κατασκευάσει ένα υπολογιστή ό οποίος είναι προγραμματισμένος να πυροδοτήσει πυρηνική αντεπίθεση, ένα σχέδιο ολοκληρωτικής καταστροφής του πλανήτη, στην περίπτωση που θα δεχθεί επίθεση. Ο πρώην Ναζί και νυν ειδικός σύμβουλος επί θεμάτων πυρηνικού εξοπλισμού των ΗΠΑ, Dr.Strangelove, καλείται να δώσει την ύστατη λύση, είναι όμως μάλλον αργά για τη σωτηρία του πλανήτη και του ανθρώπινου πολιτισμού όπως τον ξέρουμε.
Υπόδειγμα σκηνοθετικής δεξιοτεχνίας, πλανοθεσίας κι αφηγηματικού ρυθμού, το «S.O.S. Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα» είναι άλλη μια έκλαμψη της ιδιοφυϊας του δημιουργού της, ένα ακόμα άφογα μελετημένο κι εκτελεσμένο διανοητικό κατσκεύασμα ενός τελειομανούς σκηνοθετη και παραμένει μισό αιώνα αργότερα το ίδιο φρέσκο όπως την εποχη που πρωτοκυκλοφόρησε. Σε μια εποχή αντισοβιετικής προπαγάνδας και υστερίας, ο Κιούμπρικ είχε τη σοφία και τη διορατικότητα να μεταφέρει τον πραγματικό εχθρό εντός έδρας και να καταδείξει ότι αυτός δεν είναι άλλος από την μιλιταριστική παράνοια και καχυποψία και τη μεγαλομανία της εξουσίας. Ολοι οι ήρωές του ανδροκρατούμενου σύμπαντός του, πολύσημα ονοματοδοτημένοι, είναι ουσιαστικά μεγάλα και ανώριμα αγόρια που παίζουν με τα φαλλικά σύμβολα που βρίσκονται διάσπαρτα στην ταινία (από το πούρο του Τζακ Ρίπερ και το λογύδριό του περί σωματικών υγρών μέχρι την ατομική βόμβα που καβαλάει ο αφελής και all American πιλότος του βομβαρδιτικού) προκειμένου να επιβεβαιώσουν τον ανδρισμό τους, ένας θίασος ηλιθίων που δεν μπορούν να δουν πέρα από τον φανατισμό τους και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο βγάζουν τόσο γέλιο, γιατί παίρνουν τον εαυτό τους στα σοβαρά, χωρίς ποτέ να συναισθάνονται τη γελοιότητα των πράξεων και των λεγομένων τους.
Η στενομυαλιά της στρατιωτικής εξουσίας και η ανικανότητα των πολιτικών να επιβάλλουν την τάξη και τον ορθολογισμό στη διεθνή διπλωματική σκηνή μετατρέπονται, έτσι, σε ένα ατέρμονο και σπαρταριστό γαϊτανάκι συνεχών παρεξηγήσεων κι ευτράπελων κι αποτυπώνονται τόσο με εξωφρενικούς διαλόγους και λογοπαίγνια (η ατάκα «Κύριοι, δεν μπορείτε να μαλώνετε εδώ μέσα. Είμαστε στην Αίθουσα Πολέμου!» έχει μείνει κλασική), όσο και με μια deadpan σοβαροφάνεια που εξισορροπεί μαέστρικά τη φάρσα και το σλαπστικ. Τα πάντα ειναι ενορχηστρωμένα στην εντέλεια και αρραγώς δομημένα και οδηγούν μέσα από την ρυθμική και νευρώδη εναλλαγή ανάμεσα στα τρία παράλληλα πεδία δράσης (το αποκλεισμένο από τον παράφρονα στρατηγό στρατόπεδο, την αχανή Αίθουσα Πολέμου, με τον τεράστιο παγκόσμιο χάρτη στον τοίχο να στοιχειώνει το οβάλ τραπέζι των διαπραγματεύσεων, και το βομβαρδιστικό αεροπλάνο), στην αναπόφευκτη κορύφωση, που δεν είναι άλλη από την πυρηνική έκρηξη και την καταστροφή του κόσμου, ξεκαρδιστική μέσα στην τραγικότητά της, ενώ ένας σκηνοθέτης διαβόητος για τις αλλεπάλληλες λήψεις του μέχρι να πετύχει το ιδανικό γι΄αυτόν αποτέλεσμα, όπως ο Κιούμπρικ, δε θα μπορούσε παρά να αποσπάσει τις ερμηνείες που θα ολοκλήρωναν το όραμά του, με πρώτο και καλύτερο τον Πίτερ Σέλερς σε ένα ρεσιτάλ τριών ερμηνειών διαμετρικά αντίθετων μεταξύ τους, και τους Τζορτζ Σ. Σκοτ και Στέρλινγκ Χέιντεν να ακολουθούν.
Σε μια εποχή που τα ηνία της μοναδικής πλέον αυτοκρατορίας του πλανήτη κρατάει ένας ασταθής (στην καλύτερη περίπτωση) Πλανητάρχης, το «S.O.S Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα» είναι όχι μόνο και πάλι επίκαιρο, αλλά δυνητικά προφητικό για το τι περιμένει την ανθρωπότητα όταν αφήνει την τύχη της στα χέρια παράφρονων και μισαλλόδοξων ηγετών. Γιατί, όπως όλα τα σπουδαία κωμικά έργα, έτσι κι η ταινία του Κιόυμπρικ, κρύβει κάτω από σαρδόνιο χιούμορ της το φόβο και την αγωνία της πιθανής της επαλήθευσης.