Ρεαλιστικό και σαν μύθος μαζί, το πρώτο φιλμ του Δήμου Αβδελιώδη απλώνεται μέσα στο χρόνο και το χώρο με τον ίδιο ναίφ λυρισμό που το έκανε να ξεχωρίζει στο μισό της δεκαετίας του ’80, όταν έμοιαζε ιδιαιτέρως τολμηρό να γυρίσει κάποιος μια ταινία για ένα καλοκαίρι στη Χίο έτσι όπως το αφηγείται και κυρίως το ζει ένα παιδί.

Τόσο απλά, τόσο απέριττα. Οσο η ιστορία δύο μικρών αγοριών που χωρίζουν μόλις τελειώσει το σχολείο, ξανασυναντιούνται μέσα στο καλοκαίρι και ζουν τη μεγάλη περιπέτεια προς την ενηλικίωση μέχρι να έρθει ξανά το φθινόπωρο.

Το «Δέντρο που Πληγώναμε» είναι μια καθαρόαιμη παιδική ταινία. Αλλά δεν φέρει ούτε ίχνος από την υποτιμητική χροιά που μπορεί να χαρακτηρίζει το είδος – αντίθετα καταφέρνει, με αφοπλιστική ευκολία τόσο στην κατασκευή του όσο και στην ουσία του να γίνει μια ταινία σημάδι στη μνήμη ακόμη και όσων δεν έζησαν ποτέ μια παρόμοια παιδική ηλικία, ένα ελληνικό κι όμως μαζί διεθνές αποτύπωμα για τα χρόνια εκείνα που όλες οι αισθήσεις σε πρωτοφανή εκρήγορση δεν έχαναν ήχο, ανεπαισθητη κίνηση και υποψία περιπέτειας που να μην κατανάλωναν με αχόρταγη διάθεση.

Ο Αβδελίωδης στήνει μικρές βινιέτες καλοκαιρινής ραστώνης και μαζί «κλέβει» εικόνες πραγματικής ζωής από τα (δικά του) καλοκαίρια στη Χίο. Χωρίς ιστορία, αφηγείται μια στιγμή ενηλικίωσης πίσω στη δεκαετία του ’60 και μαζί ένα μελαγχολικό αντίο στην αθωότητα, έτσι όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στα αιχμαλωτισμένα πουλιά ενός κυνηγού, στο πρώτο τσιγάρο, στην πρώτη αγοραπωλησία «ψυχής», στον πρώτο άδοξο έρωτα και φυσικά στα μαστιχόδεντρα που την εποχή του «κέντου» (έτσι ονομάζεται το «κέντημα», το τρύπημα των δέντρων που ξεκινάει κάθε αρχή Ιουλίου στο νησί) δακρύζουν σαν να συμμετέχουν κι αυτά σε μια γιορτή του κύκλου της ζωής και της φύσης.

Από τον ιταλικό νεο-ρεαλισμό στον ποιητικό ρεαλισμό των αδελφών Ταβιάνι και από το στακάτο σωματικό σινεμά του Ζακ Τατί και του Τσάρλι Τσάπλιν σε μια κινηματογραφική ελευθερία (άλλοτε και ερασιτεχνισμός) που νιώθεις πως κάνει το «Δέντρο που Πληγώναμε» μια ρευστή εικόνα, ο Αβδελιώδης είναι το ίδιο αυθόρμητος και «περιπετειώδης» με τους μικρούς ήρωές του, ο Φίλιππος Κουτσαφτής φωτίζει σαν να νιώθεις στα χείλη σου το χώμα της Χίου, οι Γιώργος Χελιδονίδης και ο Κώστας Φούντας μοντάρουν άτεχνα, σχεδον σπασμωδικά θέλοντας να συλλάβουν τη στιγμή και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου ανακατεύει τα συνθεσάιζερ του ’80 με έναν ακατανίκητο λυρισμό για να δημιουργήσει ένα στρώμα πάνω στο οποίο νιώθεις τη συγκίνηση να αναβλύζει με την ίδια δύναμη της μαστίχας από τα δέντρα.

Πραγματικά, μοιάζει δύσκολο να φανταστείς πως μοιάζει σήμερα το ντεμπούτο του Αβδελιώδη στα μάτια ενός παιδιού που θα παραξενευτεί από την απλότητα μιας ταινίας που αγγίζει τα όρια του αρχετυπικού προκειμένου να αντέξει στο χρόνο και το χώρο. Το ίδιο, όμως, συνέβη και το 1987 σε μάτια παιδιών και ενηλίκων - απόδειξη τελικά ειρωνική για μια δίκαια κεκτημένη διαχρονικότητα.

[Μαζί με το «Δέντρο που Πληγώναμε» προβάλλεται και η μικρού μήκους ταινία του Δήμου Αβδελίωδη «Αθέμιτος Ανταγωνισμός» που κέρδισε το 1982 το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας.]