Οταν είσαι παιδί, δεν τριπάρεις όπως οι μεγάλοι: δεν ξέρεις πώς και δεν σ’ ενδιαφέρει (ακόμα) να το διερευνήσεις. Εχεις τους δικούς σου τρόπους. Αφήνεις το μυαλό σου να φύγει στη φαντασία. Απομονώνεσαι απ’ ό,τι δεν έχει ωραία χρώματα ή φωτεινές γεύσεις. Κλείνεις τα μάτια. Ανοίγεις το στόμα, ρίχνεις το μισό φακελάκι space candy και τ’ αφήνεις να κάνουν τις μικρές εκρήξεις τους προς τον ουρανίσκο σου.
Η ηρωίδα του «Cosmic Candy» είναι ένα λίγο μεγαλύτερο κορίτσι, αλλά η ψυχοσύνθεσή της είναι εξίσου εσωστρεφής, επιτρέποντας μόνο αυτές τις μικρές, εσωτερικές εκρήξεις στην απόσταση από τη γλώσσα στον ουρανίσκο – ό,τι άλλο, την τρομάζει, το αποφεύγει. Δουλεύει στους τακτικά οργανωμένους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ, ζει στο τακτικό σπίτι της, τρώει τακτικά συσκευασμένες κονσέρβες. Ωσπου η Πέρσα, η 11χρονη γειτόνισσά της, μένει μόνη της και ζητά βοήθεια. Η Αννα θ’ αναλάβει, απρόθυμα, να προστατεύσει την Πέρσα κι εκείνη θ’ αναλάβει, με ενθουσιασμό που ξεχειλίζει, να βγάλει τη ζωή της Αννας από τα τακτικά της όρια.
Η Ρηνιώ Δραγασάκη, στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, επιλέγει σοφά να κινηθεί σε γαλαξίες που γνωρίζει καλά. Οχι (μόνο) επειδή είναι… «κορίτσι», αλλά επειδή ήδη από τις μικρού μήκους της («Ο Μπαμπάς μου, ο Λένιν και ο Φρέντυ», «Προαύλιο»), έχει δείξει κινηματογραφικά ότι την ενδιαφέρει η μετάβαση από την παιδικότητα στην ενηλικίωση, η διασταύρωση του ρεαλισμού με τη φαντασία, η αγάπη για τα κινηματογρφικά είδη και η αυτόματη αποδόμησή τους.
Με πρωταγωνίστρια τη Μαρία Κίτσου, σ’ ένα ρόλο που προσπαθεί με πάθος να κάνει δικό της, η ταινία ξεκινά με μια ονειρική διαδρομή και δεν αφαιρεί ποτέ αυτή της τη διάσταση. Η διαδρομή των δυο κοριτσιών, της Αννας και της Πέρσας, από μια καταναγκαστική εξοικείωση σε μια διστακτική τρυφερότητα, περνά από τα στάδια που ο κάθε φαν της ποπ και του σινεμά τον ‘80ς αναγνωρίζει με χαμόγελο. Η σχολική γιορτή, με τη Μαντώ Μαυρογένους και τα camp τσολιαδάκια να συμπληρώνουν τον κύκλο γυναικών της ταινίας, το μοντάζ του makeover με τις αλλαγές των ρούχων στο σπίτι, τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα των αντικειμένων, στα χρώματα τσιχλόφουσκας, τακτοποιημένων μέσα στο πλάνο, η παιδική ανεμελιά ενός ζευγαριού γυαλιών ζωγραφισμένων με ανεξίτηλο μαρκαδόρο στο πρόσωπο, μυρίζουν φρεσκαρισμένο με αγάπη παρελθόν.
Ταυτόχρονα, η καθοδήγηση όλων των ηθοποιών κρατά μια διάσταση αλλόκοτου, αμήχανου, σαν κάθε λόγος, κάθε κίνηση, να χρειάζεται να υπερβεί ένα εμπόδιο. Η μουσική αποκτά το δικό της ρόλο, υπονομεύοντας αντιφατικά τις σεκάνς, προκαλώντας μια σκόπιμη ανησυχία, μια διαστρεβλωμένη κωμικότητα.
Αν όλα τα κομμάτια της ταινίας έχουν το λόγο ύπαρξής τους και τη συναισθηματική ένταση ή αποφόρτισή τους, μοιάζουν όλα μαζί να πιέζονται από την επιθυμία της Δραγασάκη να τα φροντίσει όλα, να έχουν όλα ένα στίγμα, να είναι όλα διττά, ή υπερβατικά, ή στιλιζαρισμένα – εδώ είναι που μια πιο έμπειρη σκηνοθετική ματιά, μια μεγαλύτερη κινηματογραφική αυτοπεποίθηση, θ’ άφηνε, ίσως, το σενάριο, τις ερμηνείες και το art direction να πάρουν ανάσες φυσικότητας κι έτσι να κερδίσουν σε βάθος και σε συναισθηματισμό
Ή να τραβήξει μια πιο τολμηρή γραμμή στη φαντασία, που να μην κορυφώνεται σε μια γκροτέσκ σεκάνς στην ελληνική επαρχία των θρύλων και της φρίκης. Σε μια οικειότητα με τη διαδρομή των κοριτσιών που να μην περιγράφεται μόνο, αλλά να προκαλεί αντιδράσεις ενστικτώδεις, αντανακλαστικές, εκρήξεις μικρές που ν’ απλώνονται ολόγυρα. Προς το παρόν, όταν το «Cosmic Candy» τελειώσει, αφήνει στο στόμα μια επιθυμία για κάτι πιο ζωισμένο από ένα χρωματιστό πυροτέχνημα, αλλά μαζί ίχνη από αναμνήσεις, αναγνώριση και γλυκύτητα.