Το «One Piece» είναι μια γιαπωνέζικη σειρά κόμικ (μάνγκα) και κινουμένων σχεδίων (άνιμε) με πάνω από τριάντα χρόνια συνεχόμενης ιστορίας και χιλίων κεφαλαίων και επεισοδίων που συνεχίζουν μέχρι και σήμερα. Η άκρως καρτουνίστικη παρουσίασή του και η συνάμα γειωμένη και σουρρεαλιστική ιστορία του είναι τα σήματα-κατατεθέν της σειράς και οι κύριοι λόγοι που έγινε ένα τόσο μεγάλο φαινόμενο παγκοσμίως. Ετσι, όταν το Netflix ανακοίνωσε πως θα επιχειρούσε να το μεταφέρει σε live-action σειρά, πολλοί αντιμετώπισαν την είδηση με δυσπιστία, περιμένοντας άλλη μια «πατάτα» σαν τις υπόλοιπες μεταφορές άνιμε της πλατφόρμας -όπως το πιο πρόσφατο «Cowboy Bebop» πέρυσι.
Διαβάστε ακόμη: Η ζωηρή Οδύσσεια του «One Piece»
Τελευταία μέρα Αυγούστου, και μετά από κυκλοφορία τριών μόνο τρέιλερ το ένα καλύτερο από το άλλο, τα οκτώ μονόωρα επεισόδια της σειράς κυκλοφόρησαν στο Netflix. Και, στην έκπληξη πολλών, ήταν πολύ καλά. Φαν και μη έσπευσαν να τα δουν, προκαλώντας τους σέρβερ του Netflix να «πέσουν», πρώτη φορά που το καταφέρνει αυτό σειρά. Oσοι το είδαν, είχαν πολλά πράγματα να πουν, και τα περισσότερα ήταν ομόφωνα θετικά. Eχοντας δει και οι ίδιοι την σειρά, θα συμφωνήσουμε. Το Netflix κατάφερε να βρει τον πυρήνα που κάνει το franchise τόσο αγαπητό, χτίζοντας όμως μια άλλη, αρκετά διαφορετική βάση γύρω του, κάνοντας την σειρά όχι μόνο μια μεταφορά που δεν αναπαράγει απλώς το αρχικό κείμενο, αλλά το επανερμηνεύει με τέτοιο τρόπο που καταφέρνει να σταθεί και στα δικά της πόδια ως μια από τις καλύτερες πρόσφατες σειρές της πλατφόρμας.
Η σειρά ακολουθεί την ίδια βασική πλοκή με το manga και το anime.
Σε έναν φανταστικό κόσμο 90% νερό, με πολλά ανεξερεύνητα ακόμα μέρη, θαλάσσια τέρατα, και μια στρατιωτική Παγκόσμια Κυβέρνηση να τον διοικεί με σiδηρά πυγμή μέσω του Ναυτικού, ο κόσμος συνταράσσεται με την δημόσια εκτέλεση του «Βασιλιά των Πειρατών», Γκολντ Ρότζερ. Στα τελευταία του λόγια στο πλήθος, αναφέρει πως αφήνει τον αμύθητο θησαυρό του, το επώνυμο «One Piece», σε όποιον καταφέρει να τον βρει πρώτος. Νέοι και παλιοί πειρατές αγωνίζονται στο να τον βρουν, οδηγώντας σε μια νέα Εποχή Μεγάλων Πειρατών. 22 χρόνια μετά, με το «One Piece» να έχει φτάσει πλέον θρυλική κατάσταση, ο νεαρός Μόνκι Ντ. Λούφι (Ινάκι Γκοντόι) αποφασίζει να αρχίσει το δικό του πειρατικό ταξίδι, εξοπλισμένος μόνο με το όνειρό του να γίνει «Βασιλιάς των Πειρατών» και το μυστηριώδη λαστιχένιο σώμα του.
Ο πρώτος κύκλος της σειράς ακολουθεί τα τέσσερα πρώτα μέλη του πληρώματός του: ο κυνηγός επικηρυγμένων Ρορονόα Ζόρο (Μακένιου), που παλεύει με τρία σπαθιά και ονειρεύεται να γίνει ο καλύτερος ξιφομάχος στον κόσμο, η κλέφτρα Νάμι (Εμιλι Ραντ), πλοηγός του πληρώματος που θέλει να χαρτογραφήσει όλον τον κόσμο, ο σκοπευτής Ούσοπ (Τζέικομπ Ρομέρο Γκίμπσον), ένας καλόκαρδος αλλά δειλός νέος που θέλει να γίνει γενναίος πολεμιστής της θάλασσας σαν τον πατέρα του, και ο οξύθυμος μάγειρας Σάντζι (Ταζ Σκάιλαρ), ο οποίος θέλει να ανακαλύψει το Μεγάλο Μπλέ, μια μυθική έκταση του ωκεανού που συγκεντρώνονται συστατικά από όλες τις θάλασσες του κόσμου.
Η σειρά δημιουργήθηκε από τους Ματ Oουενς και τον Στίβεν Μαέντα, με τον δημιουργό του manga, Εϊτσίρο Oντα, να είναι στενά εμπλεκόμενος με την παραγωγή. Ως εκ τούτου, η σειρά κατάφερε να αποτυπώσει όσο πιο πιστά γίνεται τον χαρακτήρα της ιστορίας του manga, χωρίς ωστόσο να μιλάμε για πιστή μεταφορά. Το «One Piece» κυκλοφορεί σε εβδομαδιαία βάση κεφαλαίων 20 σελίδων από το 1997, και ως εκ τούτου έχει περισσότερο χρόνο στην διάθεσή του να απλώσει και να εμβαθύνει την ιστορία, με τα γεγονότα της πρώτης σεζόν να αποτελούν τα πρώτα 95 κεφάλαια του μάνγκα -και 44 μισάωρα επεισόδια του anime, που είναι μεταφορά ένα προς ένα.
Καθώς η μεταφορά τόσων κεφαλαίων σε μόλις 8 επεισόδια μιας ώρας είναι απλά αδύνατον. Οι δημιουργοί, οπότε, έκαναν κάτι πολύ σωστό: βρήκαν τα βασικά στοιχεία της ιστορίας αυτών των κεφαλαίων, τα αναδιοργανώσανε και έβαλαν μέσα και στοιχεία από αργότερα, αλλά σχετικά στοιχεία της ιστορίας και απλά δικά τους. Ετσι, αντί για την πρακτική του manga, που κατά βάση ακολουθεί την ιστορία του πληρώματος με την ενίοτε παρεκτροπή σε άλλους χαρακτήρες, η σειρά μπλέκει και αναπτύσσει παράλληλα ιστορίες περιφερειακών χαρακτήρων, όπως του δόκιμου ναυτικού Κόμπι (Μόργκαν Ντέιβις), φίλου του Λούφι, και κάνει το κάθε επεισόδιο να νιώθει πιο ζωντανό και πλούσιο. Παράλληλα, διατηρεί το ελπιδοφόρο και περιπετειώδες αίσθημα του μάνγκα άθικτο, κάτι το οποίο αποτελεί ένα αίσθημα δροσιάς στο ολοένα πιο μουντό και κυνικό τηλεοπτικό τοπίο.
Το αποτέλεσμα είναι μια πιο συμπυκνωμένη εκδοχή της ιστορίας, αλλά διόλου λιγότερο πλούσια. Το κάθε επεισόδιο δείχνει το πόσο όλοι οι εμπλεκόμενοι ήξεραν ακριβώς τι έκαναν, και το έκαναν με αγάπη και πίστη στις ικανότητές τους και στην ιστορία που μεταφέρουν. Γνωρίζοντας ότι η ιστορία του «One Piece» είναι φτιαγμένη με άλλα κριτήρια από ότι μια live-action αμερικάνικη σειρά, οι δημιουργοί βρήκαν τι θα λειτουργήσει με τα τελευταία κριτήρια, και άλλαξαν ότι δεν θα λειτουργούσε το ίδιο καλά με εναλλακτικές εκδοχές, οι οποίες όμως διατήρησαν το αρχικό πνεύμα. Για παράδειγμα, οι πρώτες δύο αναμετρήσεις του πληρώματος με εχθρικούς πειρατές είναι σχεδόν εντελώς διαφορετικές από την αρχική ιστορία, ωστόσο ταιριάζουν με το παρουσιαστικό και τις ικανότητές των αντιπάλων τους.
Βέβαια, ο κόσμος του «One Piece» αποτελεί επίσης πρόκληση για μεταφορά σε live-action. Καθώς είναι άκρως καρτουνίστικος λόγω της ελευθερίας που παρέχει το μελάνι στο χαρτί, μια επίσης επανερμήνευση ήταν αναγκαία. Ως αποτέλεσμα, πολλοί χαρακτήρες χάνουν τα πιο καρτουνίστικα αλλά εμβληματικά στοιχεία τους, όπως ο Ούσοπ και η μακριά μύτη του ή ο Σάντζι και τα σπιράλ στην άκρη των φρυδιών του. Ωστόσο, οι περισσότεροι ευτυχώς προσαρμόζονται επαρκώς, δημιουργώντας μια πολύ καλή ερμήνευση των μοναδικών σχεδίων τους, όπως στην περίπτωση του Ζεφ (Κρέγκ Φέρμπας)
Η σειρά είναι γυρισμένη με τον κλασικό αμερικάνικο τρόπο, ο οποίος, απίστευτα καλός σε στοιχεία όπως τα κοστούμια, τα σκηνικά (όλα φτιαγμένα στο χέρι) και τα πρακτικά εφέ που φέρνουν πλάσματα όπως τους Ψαράνθρωπους και τα τηλεφωνικά σαλιγκάρια στην ζωή. Γνωρίζοντας ποια στοιχεία μπορούσαν να μεταφερθούν και ποια όχι, οι δημιουργοί έτσι κατάφεραν να δημιουργήσουν έναν κόσμο παράλληλα πιστό στο manga, αλλά και αρκετά διαφορετικό και προσαρμοσμένο στα αμερικάνικα πρότυπα. Σε συνδυασμό με την μοναδική μουσική επένδυση, τις πιστευτές ερμηνείες και αλληλεπιδράσεις του καστ, και τις καθαρές επιρροές από άλλα live-action πειρατικά μέσα, όπως τους «Πειρατές της Καραϊβικής» και το υποτιμημένο «Black Sails», η σειρά δημιουργεί έναν πιστευτό, μοναδικό κόσμο, καταφέρνοντας να επαναλάβει την ισορροπία αληθινού και «παράξενου» που επικρατεί στο manga.
Βέβαια, η σειρά δυστυχώς δεν είναι χωρίς σφάλματα. Αν και σεναριακά και υποκριτικά είναι άρτια, σκηνοθετικά δυστυχώς θέλει αρκετή δουλειά. Αν και μάχες και συναισθηματικές σκηνές είναι κατά βάση καλογυρισμένες, πολλές φορές καταφεύγουν σε πολύ εμφανές CGI. Αν και σε περιπτώσεις όπως του Λούφι, ο οποίος είναι κυριολεκτικά φτιαγμένος από λάστιχο, δεν υπάρχουν πολλές εναλλακτικές, χρησιμοποιείται και σε στιγμές που μπορούσαν κάλλιστα να καταφύγουν σε πιο πρακτικά μέσα. Επίσης, υπάρχουν μερικά πολύ κακογυρισμένα πλάνα, με υπερβολικό κοντινό στον ηθοποιό και διαστρέβλωση στον φόντο, τα οποία βγάζουν τον θεατή εκτός από την εμπειρία, ειδικά με το πόσο συχνά χρησιμοποιούνται. Τέλος, και ίσως το πιο εμφανές, η σειρά έχει πολύ «ξεπλυμένη» και σκοτεινή εικόνα σε πολλά σημεία.
Το «One Piece» είναι μια σειρά που την χαρακτηρίζει το έντονο χρώμα και η ισορροπία πολύ σκοτεινών στιγμών με πολύ αστείων, με έναν πάντα οπτιμιστικό χαρακτήρα. Αν και το σενάριο καταφέρνει να τα μεταφέρει, σε συνδυασμό με την παραγωγή που παραμένει πιστή στα χρώματα, οι προσπάθειες του μοντάζ να την φέρουν στην ίδια ευθεία οπτικά με σχεδόν κάθε «σοβαρή» σειρά των τελευταίων ετών, όπου το χρώμα και το φως είναι άγνωστες έννοιες αποτελεί απλά προσβολή στις προσπάθειες της παραγωγής να φέρει έναν τόσο ζωηρό κόσμο στην ζωή.
Συνοπτικά, αν και παρουσιαστικά θέλει λίγο παραπάνω δουλειά, η σειρά αποτελεί ίσως την καλύτερη αμερικάνικη προσπάθεια μεταφοράς anime μέχρι τώρα. Παρά τις δυσκολίες που φέρει η ίδια η πηγή στο να γίνει live-action, μια ομάδα εμφανών θαυμαστών μπρος και πίσω από την κάμερα, σε στενή συνεργασία με τον δημιουργό, απέδειξε ότι δεν ήταν αδύνατον. Η σειρά δεν επιχειρεί να μεταφέρει κυνικά γεγονότα από το αρχικό προϊόν με σκοπό την νοσταλγία -αντιθέτως, δεν φοβάται να παραλείψει και αρκετά. Επιχειρεί να μεταφέρει το πνεύμα της, κατανοώντας πως αυτό ήταν που την ανέδειξε, και πως μόνο με αυτό θα φέρουν νέους θαυμαστές. Σημειώνοντας ήδη τεράστια νούμερα στην πλατφόρμα, και με την ανακοίνωση δεύτερης σεζόν να αναμένεται μάλλον σύντομα, φαίνεται πως η ομάδα ολοκλήρωσε επιτυχώς την αποστολή της.