
Πέρσι είχαμε παρακολουθήσει ένα αντίστοιχο masterclass με την intimacy coordinator, Ελ ΜακΑλπαϊν. Φέτος, οι Νύχτες Πρεμιέρας, στο πλαίσιο παράλληλων δράσεων του Διαγωνιστικού Τμήματος Ελληνικές Μικρές Ιστορίες, έφεραν στο Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος έναν κορυφαίο καλεσμένο, για να μας μυήσει στην τέχνη του.
40+ χρόνια καριέρας, πάνω από 100 ταινίες, μικρού και μεγάλου μήκους (με τους σπουδαιότερους Ελληνες σκηνοθέτες - εμβληματικούς και νεότερους), διαφημιστικά, μουσικά βίντεο. Διεθνώς πολυβραβευμένος, δύο φορές υποψήφιος για Οσκαρ, μόνιμος συνεργάτης του Γιώργου Λάνθιμου. Ολα αυτά και πολλά παραπάνω δεν μπορούν να αποδώσουν σωστά το ταλέντο, την εμπειρία και την προσωπικότητα του Γιώργου Μαυροψαρίδη - ένα μοντέρ που οι πιστοί του συνεργάτες αποκαλούν «Μάγο».
Στο 4ωρο αυτό masterclass παρουσιάστηκε όπως είναι και στη δουλειά του: με βαθιά γνώση, επιστημονική και φιλοσοφική προσέγγιση στο σινεμά και τη ζωή, και, πάνω από όλα, σεμνότητα, διακριτικότητα, ταπεινότητα. Η δουλειά του μιλούσε από μόνη της.
Διαβάστε τα highlights αυτής της διάλεξης, αλλά και των ερωτήσεων στη συνδιαλλαγή του με το κοινό - από την επιστημονική προσέγγιση «στην αόρατη τέχνη του μοντάζ», μέχρι εφαρμοσμένα παραδείγματα στο σινεμά του Γιώργου Λάνθιμου.
Το masterclass συντόνισε η Αθηνά Ξενίδου (Ray Talent Agency)
Μοντάζ και Νευροψυχολογία: Πώς επηρεάζει ο εγκέφαλος τον κόσμο των ταινιών;
Πώς το μοντάζ κωδικοποιεί την αφήγηση στον θεατή; Η αφήγηση μίας ιστορίας (σε κάθε μορφή τέχνης - από τη λογοτεχνία μέχρι τον κινηματογράφο) πρέπει να είναι αποσπασματική. Το όλο που μάς περιβάλει -ορατό και αόρατο- δεν μπορεί να επικοινωνηθεί. Ο δημιουργός θα σπάσει τη διαδικασία σε κομμάτια που θα ενωθούν με μοντάζ, αλλά θα αφήσει και κενά (cuts) όπου θα επέμβει ο εγκέφαλος του θεατή. Οι σκιές στην οθόνη θα παρέμεναν σκιές, αν δεν τους δώσει νόημα ο θεατής. Εδώ η επιστήμη συναντά την τέχνη - στις διαδικασίες που ακολουθεί ο εγκέφαλος για να κατασκευάσει έναν κόσμο. Το κάνει για μία ταινία γιατί, το ίδιο κάνει και στην πραγματικότητα. Οι νεότερες εξελίξεις στη επιστήμη επιβεβαιώνουν ότι η «πραγματικότητα» είναι μία κατασκευή του εγκεφάλου. Ο κόσμος που βιώνεται εκεί έξω είναι μία ανακατασκευή. Σκεφτείτε όλο αυτό τον κόσμο γύρω σας (εικόνες μυρωδιές υφές) πώς μπορεί να τον αντιληφθεί ένα όργανο όπως ο εγκέφαλος, ενώ είναι κλειδωμένος σε ένα σύνολο σιωπής μέσα στο κρανίο μας;
«The Science of Storytelling» του Γουίλ Στορ Ο Στορ, λογοτέχνης, ακαδημαϊκός, καθηγητής συγγραφής, ασχολήθηκε για μεγάλο διάστημα με την έρευνα αυτής της διαδικασίας, παίρνοντας συνεντεύξεις από νευροψυχολόγους. Ολα κατέληγαν στο ότι ο εγκέφαλος επινοεί έναν κόσμο. Τον γεμίζει με συμμάχους και εχθρούς. Στο κέντρο τοποθετεί τον ήρωα του, το «Υπερεγώ». Μετά λειτουργεί ως επεξεργαστής πληροφοριών για να μπορέσει να δημιουργήσει μία ιστορία. Είναι ο μόνος τρόπος που μπορεί ο άνθρωπος να μεταρέψει το χόος του γύρω κόσμου σε μία απλή κι ενδιαφέρουσα ιστορία. Υπάρχουν μηχανισμοί αφήγησης, μηχανισμοί κατασκευής της πραγματικότητας. Τα μάτια, η ακοή - οι αισθήσεις μεταφέρουν μόνο μερικώς την πραγματικότητα στον εγκέφαλο. Τα αντιληπτικά σύστημα μας συστήματα δεν λειτουργούν εκτός αν υπάρχουν αλλαγές - κίνδυνο ή μία ευκαιρία στον ήρωα. Δεν υπάρχει ήχος εκεί έξω. Δεν υπάρχει χρώμα εκεί έξω. Είναι μία κατασκευή του εγκεφάλου. Αρχίσαμε να βλέπουμε χρώματα προκειμένου να διακρίνουμε τα ώριμα φρούτα από τα άγουρα ή τα σάπια και να επιβιώσουμε. Ο ήχος για να ανιχνεύσουμε τους κινδύνους γύρω μας στη ζούγκλα. Αν οι αισθήσεις μας είναι τόσο περιορισμένες - πώς ξέρουμε τι συμβαίνει στην πραγματικότητα; Γιατί αναπτύξαμε μηχανισμούς «αντιληπτικής προσδοκίας» - ακούμε έναν ήχο και τον συνδέουμε εμείς με κάτι.
Οι νεότερες εξελίξεις στη επιστήμη επιβεβαιώνουν ότι η πραγματικότητα» είναι μία κατασκευή του εγκεφάλου. Ο εγκέφαλος επινοεί έναν κόσμο. Τον γεμίζει με συμμάχους και εχθρούς. Στο κέντρο τοποθετεί τον ήρωα του, το «Υπερεγώ». Μετά λειτουργεί ως επεξεργαστής πληροφοριών για να μπορέσει να δημιουργήσει μία ιστορία. Είναι ο μόνος τρόπος που μπορεί ο άνθρωπος να κατανοήσει το χάος του κόσμου του...»
Το μοντάζ είναι «αόρατη τέχνη» γιατί στηρίζεται στην ασυνείδητη αυτή διαδικασία. Οι μοντέρ εκμεταλλεύονται αυτή τη συμπεριφορά αναγκάζοντας τις αισθήσεις μας να ακολουθήσουν μία τέτοια τακτική αντιληπτικής προσδοκίας. Κι αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό - γιατί σκηνοθέτης και μοντέρ θα αναπτύξουν αυτή τη σχέση με τον θεατή: θα δίνουν «το μερικό» και μετά ο θεατής θα συμπληρώνει τα κενά. Ο εγκέφαλος μας θα ψάξει και θα βρει συνδέσεις ακόμα και σε ασύνδετα πράγματα. Ο θεατής βλέπει την ταινία που θέλει, γιατί κάθε θεατής έχει ένα κόσμο πίσω του κι αυτό πάντα πρέπει να το θυμάται ένας μοντέρ. Αυτό που βλέπουμε επηρεάζεται από συνήθειες, εμπειρίες, τραύματα - δηλαδή με το παρελθόν μας. Είναι συνδυασμός.
Κι ένα πραγματικό έργο τέχνης ξεπερνά και τον καλλιτέχνη και τον θεατή Καθιστά ορατό αυτό που δεν φαίνεται - δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Η περίπτωση του κακού κινηματογράφου ακολουθεί τα εγκεφαλικά κυκλώματα της συνήθειες - για κάποιους είναι επαρκές και απαραίτητο. Ο δημιουργικός κινηματογράφος δεν ακολουθεί την πεπατημένη αλλά δημιουργεί νέα μονοπάτια. Η εικόνα έχει με τον θεατή μία σχέση αντίστιξης, αντιπαραβάλλεται στον δικό του κόσμο. Ο θεατής βρίσκει ένα cut, ένα κενό για να συνδεθεί και να γεμίσει το κενό με την αντίληψή του. Έτσι αυτό που βλέπει συνδέεται με ένα βαθύ αίσθημα κατανόησης της αλήθειας μέσα του.
Ο εγκέφαλος μας θα ψάξει και θα βρει συνδέσεις ακόμα και σε ασύνδετα πράγματα. Ο θεατής βλέπει την ταινία που θέλει, γιατί κάθε ένας μας έχει ένα κόσμο πίσω του -συνήθειες, εμπειρίες, τραύματα. Ο θεατής βρίσκει ένα cut, ένα κενό για να συνδεθεί και να γεμίσει το κενό με την αντίληψή του. Έτσι αυτό που βλέπει συνδέεται με ένα βαθύ αίσθημα κατανόησης της αλήθειας μέσα του...»
Εφαρμογές / παραδείγματα του μοντάζ στο σινεμά του Λάνθιμου
Πολλές φορές μία σκηνή που έπεται σεναριακά έρχεται πρώτη, για να ανοίξει την ταινία Αυτό έχει δύο λόγους να γίνει: συστήνει έναν κόσμο και το κάνει γρήγορα, με οικονομία Στον «Κυνόδοντα», φέραμε μπροστά τη σκηνή με το κασετόφωνο και το μάθημα των νέων λέξεων. Αυτό λειτουργούσε παρουσιάζοντας τους ήρωες, την λοξή τους πραγματικότητα, τον κόσμο τους και το «μήνυμα» (αν κι εγώ και ο Γιώργος σιχαινόμαστε αυτή τη λέξη) της ταινίας: ποιος μάς μαθαίνει τον κόσμο - οι γονείς, η οικογένεια μας.
Στην «Ευνοούμενη» κάναμε το ίδιο - φέραμε μπροστά τη σκηνή με τη Βασίλισσα και τα κουνέλια, τη συνομιλία που έχουν οι ηρωίδες για τα όρια της αγάπης. Με αυτό θέλω να ασχοληθώ - το τραύμα, την αποδοχή, τα όρια της αγάπης.
Στο «Θάνατο του Ιερού Ελαφιού» ξεκινάμε με μαύρο, οπερετική μουσική και κοντινό στην εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς - μια ματωμένη καρδιά που πάλλεται. Μετά με την κάμερα να κοιτά από χαμηλά τον ήρωα χειρούργο του Κόλιν Φάρελ, καταλαβαίνουμε ότι εκείνη την ώρα ο άνθρωπος γίνεται θεός - κρατά τη ζωή κάποιου στα χέρια του. Πριν κάτσω στο μοντάζ κάθε νέας σεκάνς σε αυτή την ταινία, έπαιζα αυτή την πρώτη σκηνή. Με έβαζε στο σωστό mood.
O ρόλος του ήχου στις ταινίες του Λάνθιμου
Από τον «Κυνόδοντα» έβλεπα ότι ο Γιώργος είχε διαθέσεις πειραματισμού και με τον ήχο. Σε μία σκηνή, ο πατέρας ακούει στα walkman του ένα γαλλικό τραγούδι. Εχει σημασία που το ακούει μυστικά, προσωπικά. Μόνο για τον ίδιο επιτρέπεται ο έξω κόσμος στον οποίο ανήκει αυτό το γαλλικό τραγούδι. Εκανα jump cut στον ήχο, μαζί με την εικόνα. Ξαφνικά σιωπή όταν τα παιδιά με δεμένα μάτια παίζουν στην πισίνα και τον κήπο. Οι γονείς κρατούν τα παιδιά τυφλά.
Στην «Ευνοούμενη» από ένα υπέροχο κομμάτι του Βιβάλντι περνάμε σε σιωπή. Αλλά στη σιωπή η νέα ευνοούμενη ζητά από τη Βασίλισσα να χορέψουν. Χορεύουν και σταδιακά ακούγονται οι ήχοι πυροβολισμών και το φτερούγισμα των πουλιών. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η παλιά ευνοούμενη. Κοιτιούνται με τον ήχο των πυροβολισμών. Ενώνουμε την σκηνή στην οποία ανήκουν οι ήχοι - παλιά και νέα ευνοούμενη σε παιχνίδι στόχου. Είναι εμφανής ο ανταγωνισμός.
Ο Λάνθιμος δεν εξηγεί. Νομίζω ότι στον μουσικό μας, Τζέρσκιν Φέντριξ, για τη «Βουγονία» του είπε: «μέλισσες», «υπόγειο», «εξωγήινοι». Και με αυτές τις τρεις λέξεις έγραψε το soundtrack...»
O ρόλος της μουσικής στις ταινίες του Λάνθιμου
Έχουν αλλάξει πολλά - οι πρώτες ταινίες δεν έχουν μουσική, μόνο αν υπάρχει φυσικά μέσα στην ιστορία (ένα ραδιόφωνο, ένα walkman, ένας ήρωας παίζει κιθάρα). Μετά είχαμε ένα library από μουσικές που διαλέγαμε αυτό που έφερνε την τονικότητα που απαιτούσε η σκηνή. Και φτάσαμε στο «Poor Things» που πρώτη φορά είχαμε συνθέτη που έγραφε μουσικό σκορ.
Η μουσική γράφεται πριν το μοντάζ, καμιά φορά πριν το γύρισμα - στο «Poor Things» το μουσικό σκορ είχε γραφτεί 6 μήνες πριν, γιατί καθυστέρησε το γύρισμα (μέχρι να εμπιστευθούν τα στούντιο τον Λάνθιμο). Πάντα υπάρχει μια συνδιαλλαγή με τον τον συνθέτη, ένα «πίσω μπρος» - για να μοντάρεις τα θέματα πάνω στο υλικό σου, στη σωστή τους διάρκεια. Η σχέση εικόνας και μουσικής είναι άρρηκτα δεμένη έτσι. Απορώ σε άλλες ταινίες πώς ο μουσικός γράφει τη μουσική μετά, με έτοιμο μοντάζ. Η ομάδα συνεργατών που έχει συγκεντρώσει ο Λάνθιμος είναι πράγματι ομάδα - δουλεύουμε μαζί, ανταλλάζουμε ιδέες.
Ο μουσικός δεν έχει διαβάσει καν το σενάριο Ο Λάνθιμος δεν εξηγεί. Νομίζω ότι για τη «Βουγονία» του είπε: «μέλισσες», «υπόγειο», «εξωγήινοι» (γελάει) Ακόμα και με μένα όμως δε θα μιλήσουμε ποτέ συγκεκριμένα, δε θα μου πει ποτέ ο Γιώργος τι να κάνω με τη μουσική. Αλλά μπορεί να μου δώσει μία αναφορά - δες αυτή την ταινία του Γκοντάρ, δες τι κάνει με την μουσική και τον ήχο.
Δεν νιώθω σκηνοθέτης, δεν είμαι σκηνοθέτης, δε θα ήμουν καλός. Ένας βοηθός είμαι δεν είμαι δημιουργός. Δημιουργός είναι αυτός που παίρνει μία λευκή κόλλα, το τίποτα, και το γεμίζει εικόνες. Δημιουργός είναι αυτός που παίρνει από το αόρατο και προτείνει κάτι...»
10+1 ερωτήσεις στον Γιώργο Μαυροψαρίδη
25+ χρόνια συνεργασία με τον Γιώργο Λάνθιμο: πώς ανακάλυψαν τον κοινό τους καλλιτεχνικό κώδικα; Από την εποχή των διαφημιστικών που συναντηθήκαμε, συνειδητοποίησα ότι είχα μπροστά μου έναν ευφυή νέο σκηνοθέτη. Ακόμα και σ’ ένα διαφημιστικό, ο Γιώργος είχε άλλη αντίληψη, άλλες ιδέες. Έβλεπα ότι προσπαθούσε να βρει τη δική του γλώσσα. Δεν έκανε μια δουλειά κατά παραγγελία. Πειραματιζόταν.
Κατάλαβε ότι αυτή η νέα κινηματογραφική γλώσσα που έφερνε ο Γιώργος Λάνθιμος θα αντιμετωπιστεί με δυστοκία από τον μέσο θεατή; Μπήκε στον πειρασμό να τη βοηθήσει; Με ενδιαφέρει ο προσωπικός κινηματογράφος - πολλές φορές μου προτείνουν να κάνω κάτι άλλο, πχ σινεμά είδους, και τους λέω ότι εγώ δεν είμαι για σινεμά είδους δεν το κάνω καλά. Εμένα με ενδιαφέρει να βοηθήσω να αναδειχθεί η προσωπική αφήγηση του κάθε σκηνοθέτη. Δύσκολο και με ρίσκο. Στον «Κυνόδοντα», το ζητούμενο ήταν να αρθρώσουμε συνειδητά τη γλώσσα του Λάνθιμου, όχι μόνο σπάζοντας κανόνες, αλλά και δημιουργώντας μια νέα αισθητική φόρμα, που να υπακούει στους δικούς της όρους. Υπάρχει πάντα ρίσκο όταν θέλεις να εισάγεις μία δική σου αφήγηση μία δική σου κινηματογραφική γλώσσα. Στην πρεμιέρα του «Κυνόδοντα» στις Κάννες, κρατούσα την αναπνοή μου τα πρώτα 20 λεπτά για να δω πως θα αντιδράσει το κοινό. Ένα κοινό όμως που ήταν κινηματογραφικά εξειδικευμένο και μορφωμένο - τι έγινε μετά στην Ελλάδα, τα θυμάστε. Κρατούσα την αναπνοή μου γιατί στα 19 πρώτα λεπτά είχαμε δώσει όλους τους κώδικες αυτού του κόσμου. Αν ο θεατής έπιανε το νήμα και συνέχιζε ή τον πέταγε έξω η ταινία, ήταν δική του υπόθεση πια. Δεν μπορούσα να επέμβω, η ταινία παιζόταν στο μυαλό του. Δεν με πειράζει να αντιδράσει ένας θεατής ακόμα και αρνητικά - πολλές φορές η αντίδραση που θέλεις να προκαλέσεις είναι δύσκολη, θες να τον ταράξεις. Να του ανοίξεις όμως έτσι νέους δρόμους στην αντίληψη του.
Προσπαθούμε να συνομιλήσουμε με τον θεατή με μια καινούργια γλώσσα με το σινεμά του Λάνθιμου. Θέλουμε να κάνουμε το κοινό να συμμετέχει, να μπαίνει στις ταινίες με το δικό του τρόπο - έστω κι αρνητικό. Πόσο μπορεί να αντέξει την παραξενιά του Λάνθιμου; Γιατί φυσικά και το ξέρουμε ότι το σινεμά του μπορεί να γίνει ηθελημένα ενοχλητικό.»
Υπάρχει διαφορά αντιμετώπισης στο σινεμά του Λάνθιμου τότε και τώρα; Το κοινό εκπαιδεύεται; Το κοινό εκπαιδεύεται, ναι. Βλέπαμε με Ντένη Ηλιάδη τι γίνεται στην Αμερική με τα νέα παιδιά, που τους έδινες μία 16άρα κάμερα και τι έφερναν πίσω, αλλά αυτά τα παιδιά, γενιές και γενιές, έχουν μεγαλώσει μέσα στο σινεμά - όπως και στη Γαλλία, πχ. Δεν συνέβη το ίδιο στην Ελλάδα, αλλά κάπως βελτιώνονται τα πράγματα. Οι νέες γενιές στην Ελλάδα βλέπουν περισσότερο σινεμά από τους γονείς τους αλλά εδώ υπάρχει και μία ματαίωση: βλέπουν πλατφόρμα. Και δεν είναι το ίδιο. Στην πλατφόρμα υπάρχει ένας κατακερματισμός, μία διάθεση εξυπηρέτησης - θέλεις κωμωδία, πάτα εδώ, θέλεις τρόμο, εδώ. Αυτό ισοπεδώνει την «όποια εκπαίδευση» του μυαλού. Δεν επιτρέπει στον θεατή να ανακαλύψει μόνος του ένα πιο προσωπικό κινηματογράφο. Ένα σινεμά που δημιουργεί νέους κόσμους, τον βουτά σε άγνωστα μονοπάτια, ανοίγει άλλους ορίζοντες.
Η κόπια που είδαν οι Κάννες και επέλεξαν την ταινία, με αυτή που παραδώσαμε τελικά ήταν κατά 30 λεπτά μεγαλύτερη Το μόνο μας μέλημα με κάθε νέο πρότζεκτ είναι η ταινία να φτάσει στο επίπεδο που θα ικανοποιεί τον πάντα ιδιαίτερα απαιτητικό Γιώργο Λάνθιμο και εμένα. Πάντα ψάχνουμε το καλύτερο μέχρι το τέλος. Ακόμα κι όταν ο «Κυνόδοντας» είχε περάσει στο διαγωνιστικό τμήμα «Un Certain Regard» των Καννών, εμείς συνεχίσαμε το μοντάζ, δεν ήμασταν πλήρως ικανοποιημένοι ακόμη. Τελικά κόψαμε μισή ώρα.
Ο Λάνθιμος δεν του εξηγεί τίποτα - δε χρειάζεται Δεν έχει νόημα ένας σκηνοθέτης να μου εξηγεί - δεν το θέλω κιόλας. Ό,τι χρειάζεσαι το βλέπεις στο υλικό, το βλέπεις στο ντεκουπάζ. Όπως λέει κι ο Ταρκόφσκι «πρέπει να ψάξεις εσύ για το θησαυρό». Ακόμα και να χαθείς, δεν πειράζει, γυρίζεις πίσω. Μέχρι τώρα στην πορεία μου με τον Γιώργο δεν έχουμε χάσει χρόνο, δεν έχουμε χαθεί στο υλικό, δεν ακολουθούμε μονοπάτια αδιέξοδα. Έχουμε έναν κοινό κώδικα. Ελάχιστες φορές έχουμε γυρίσει και πίσω. Φυσικά υπήρξαν και κάποιες σκηνές που θέλησαν το χρόνο τους για να φανερωθούν.
Πώς ξεπερνά το προσωπικό του μπλοκάρισμα απέναντι σε μια σκηνή που δεν ξέρει τι να την κάνει Πώς ξεπερνιέται αν έχεις κολλήσει σε μία σκηνή - ειδικά όταν υπάρχει κι ένα deadline, η ταινία πρέπει να προχωρήσει. Όπως οι συγγραφείς παθαίνουν writers’ block, κι εμείς συχνά νιώθουμε αυτή την αδυναμία. Όμως δεν είναι παρά ένα παιχνίδι του μυαλού που προσπαθει να επιβάλλει κάτι στο υλικό. Δεν είναι αυτή η σωστή διαδρομή. Αυτός ο τρόπος, η σκέψη μας, εμποδίζει στην αλήθεια να αναδειχθεί. Πρέπει να μπεις στο υλικό και να δοκιμάζεις χωρίς να σκέφτεσαι - να το κάνεις νατουραλιστικά, αυτόματα. Ο Ταρκόφσκι το αναφέρει: να έχεις εμπιστοσύνη στο υλικό σου, θα σου υποδείξει το δικό του δρόμο χωρίς να παρεμβαίνεις. Το υλικό έχει αυτή την δυνατότητα κι ο μοντέρ πρέπει να σκύψει ταπεινά πάνω στο υλικό. Αυτό θα με οδηγήσει τι να κάνω.
Σημαντικό ο μοντέρ να έχει χρόνο κι ανεξαρτησία Να είναι αυτός κι ο σκηνοθέτης. Όχι πολλοί άνθρωποι στο μοντάζ, όχι πολλές φωνές και γνώμες. Όχι παραγωγοί και στούντιο με notes. Το στουντιακό σύστημα έχει αυτό το θέμα, όμως το καλό με το Γιώργο είναι ότι έχει το final cut. Οταν έρχονται τα notes τα πετάει σε μένα και μου λέει αν βρεις κάτι χρήσιμο, κοίτα το. Δυστυχώς, δεν έχουν όλοι οι σκηνοθέτες αυτή τη δύναμη. Προσπαθούν να ευχαριστήσουν τους παραγωγούς ώστε να έχουν επόμενη δουλειά και παραδίδουν το final cut στο στούντιο. Στο «Monos» ήρθαν παρατηρήσεις και στο τέλος μπήκε άλλος μοντέρ και τις έκανε, γιατί εγώ πλέον δεν συμφωνούσα. Όχι, δεν συνηθίζω να αποχωρώ - πάντα υπάρχει περιθώριο για επικοινωνία. Δεν είμαι αρνητικός στα notes- οι παρατηρήσεις είναι μια χαρά. Tο πρόβλημα είναι οι λύσεις που προτείνουν. Μπορούν να πουν «αυτό δεν μας λειτουργεί», αλλά να επιστρέψουν σε σκηνοθέτη και μοντέρ να το λύσουν. Οι παραγωγοί όμως έρχονται και σου λένε ακριβώς τι να κάνεις με επιμονή και λεπτομέρεια κι αυτό καταντά γελοίο. Νομίζω ότι δουλεύοντας μαθαίνεις και τα όρια σου. Τους φόβους, τις ανασφάλειες πώς θέλεις να δουλεύεις, πόσο είσαι διαθετειμένος να υποστηρίξεις το όραμα σου.
Είμαι προσαρμοστικός άνθρωπος - αν ήμουν νεότερος κι έσκαγε η τεχνολογία του ΑΙ, θα προσαρμοζόμουν. Οι άνθρωποι επηρεαζόμαστε από το περιβάλλον μας - αν βρέχει, θα πάρουμε ομπρέλα. Αν λοιπόν αυτό είναι το νέο τεχνολογικό περιβάλλον, θα ζήσω με αυτό. Τίποτα δεν είναι δεδομένο, οι τρόποι και οι συνήθειες μας δεν θα μείνουν ίδιες για πάντα. Οι δεινόσαυροι έζησαν πολλά εκατομμύρια χρόνια περισσότερα από τον άνθρωπο. Αλλά εξαφανίστηκαν.»
Μοντέρ: είναι ένας δεύτερος σκηνοθέτης; Δεν νιώθω σκηνοθέτης, δεν είμαι σκηνοθέτης, δε θα ήμουν καλός. Ένας βοηθός είμαι δεν είμαι δημιουργός. Δημιουργός είναι αυτός που παίρνει μία λευκή κόλλα, το τίποτα, και το γεμίζει εικόνες. Δημιουργός είναι αυτός που παίρνει από το αόρατο και προτείνει κάτι. Φυσικά έχω διαφωνήσει με σκηνοθέτη πάνω σε μια προσέγγιση, αλλά αν επιμένει θα υποχωρήσω εγώ - δικό του όραμα είναι. Όμως όλα τα προβλήματα, τα λύνει η προβολή. Πάντα προτείνω να δούμε και τις δύο εκδοχές - τη δική του και τη δική μου. Η αλήθεια του υλικού είναι από μόνη της δύναμη.
Γιατί αγαπάει τόσο το σινεμά του Ζαν-Λικ Γκοντάρ και το αναφέρει συχνά στο masterclass Με εμπνέει η ελευθερία του να σπάσει τα δεσμά της συνήθειας. Δεν επαναλαμβανόταν ποτέ. Μας έδειξε ένα καινούργιο συντακτικό. Αυτή η ελευθερία κάνει μια ταινία ακόμα φρέσκια - μπορεί να την ακόμα και μετά από 40 χρόνια και είναι τόσο μοντέρνα που είναι αληθινή. Σου επιτρέπει να την ερμηνεύσεις διαφορετικά κάθε φορά. Το παραδοσιακό σινεμά εξαντλείται, δεν έχει να σου πει κάτι καινούργιο.
Υπάρχουν πρόσφατες ταινίες που τον εντυπωσίασε το μοντάζ; Η τελευταία ταινία που είδα και με εντυπωσίασε το μοντάζ της ήταν το «Το Τέρας» του Χιροκάζου Κόρε-έντα. Hταν κομβικό στο πώς άλλαζε την αντίληψη μέσα από την υποκειμενικότητα των ηρώων. Επίσης αγάπησα την τριλογία του Νταγκ Γιόχαν Χάουγκερουντ (Sex-Love-Dreams).
Ποια η σχέση του με την επέλαση του ΑΙ στη δουλειά του; Ήδη βομβαρδιζόμαστε από προγράμματα μοντάζ, μάς το πλασάρουν. Είμαι ευτυχώς αρκετά μεγάλος και μάλλον θα το γλιτώσω όλο αυτό (γελάει). Κοιτάξτε, δεν είναι έτσι. Είμαι προσαρμοστικός άνθρωπος - αν ήμουν νεότερος κι έσκαγε αυτή η τεχνολογία θα προσαρμοζόμουν. Οι άνθρωποι επηρεαζόμαστε από το περιβάλλον μας - αν βρέχει, θα πάρουμε ομπρέλα. Αν λοιπόν αυτό είναι το νέο τεχνολογικό περιβάλλον, θα ζήσω με αυτό. Τίποτα δεν είναι δεδομένο, οι τρόποι και οι συνήθειες μας δεν θα είναι αυτές για πάντα. Επιχειρήματα «μα τόσα χρόνια το κάναμε αλλιώς» δεν ισχύουν. Οι δεινόσαυροι έζησαν πολλά εκατομμύρια χρόνια περισσότερα από τον άνθρωπο. Αλλά εξαφανίστηκαν.
Το Film Editing Masterclass με τον Γιώργο Μαυροψαρίδη πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Γραφείο Δημιουργική Ευρώπη MEDIA - Creative Europe MEDIA Desk Greece του Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Οπτικοακουστικών Μέσων & Δημιουργίας.
Το 31ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας διεξάγεται φέτος από την 1η έως και τις 12 Οκτωβρίου στους κινηματογράφους Cinobo Οπερα, Αστορ, Αστυ, Δαναός και στο Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Μαρία Κάλλας. Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Φεστιβάλ, στη σελίδα του στο Facebook και το Instagram.