Ενα μόλις χρόνο μετά το «Τυχερό Αστέρι», ο Χιροκάζου Κόρε-έντα επιστρέφει στην Ιαπωνια, μετά το σύντομο Κορεάτικο διάλειμμα της προηγούμενης ταινίας του, όπου το σινεμά του δείχνει να βρίσκει και πάλι τον σταθερό βηματισμό του και την επείγουσα συναισθηματικη του δύναμη.

Ξεκινώντας με το ύφος σχεδόν ενός μυστηρίου, το «Τέρας» παίρνει φωτιά μαζί με ένα κτήριο στο κέντρο μιας επαρχιακής πόλης της ιαπωνίας, μια φωτιά που χαζεύει από μακριά ένα νεαρό αγόρι και από πιο κοντά μια μητέρα με τον αγουροξυπνημένο 11χρονο γιο της. Η Σαόρι κι ο Μινάτο θα είναι οι οδηγοί μας στο πρώτο μέρος της ιστορίας η οποία μοιάζει να είναι αυτή των δυσκολιών του Μινάτο να ενσωματωθεί στο σχολείο του, της πιθανά βίαιης συμπεριφοράς του δασκάλου του Χόρι, και της απροθυμίας της διεύθυνσης του σχολείου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.

Ομως σύντομα τα δεδομένα θα αλλάξουν καθώς το φιλμ θα επιλέξει να κοιτάξει τα γεγονότα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, ρίχνοντας ένα άλλο φως σε αυτά που ως εκείνη την στιγμή θεωρούσες δεδομένα και εισάγοντας έναν ακόμη καταλυτικό χαρακτήρα: Τον συμμαθητή του Χοσικάουα που είναι το επίκεντρο των επώδυνων «αστείων» των άλλων παιδιών γιατί «συμπεριφέρεται σαν κορίτσι», αλλά και τον αυστηρό πατέρα του, που προσπαθεί να «γιατρέψει την αρρώστια» του γιου του με ξεσπάσματα βίας.

Το σενάριο, γραμμένο από τον Γιούτζι Σακαμότο (βραβευμένο στις Κάννες) αλλά με την στενή συνεργασία του Κορε-έντα, προσπαθεί ίσως λίγο πιο σκληρά στο πρώτο μισό να στήσει έναν αέρα μυστηρίου και αμφιβολιών για το τι ακριβώς συμβαίνει, μόνο και μόνο για να ανακαλύψεις όταν το φιλμ βρει στο δεύτερο μισό τον σίγουρο βηματισμό του, πως κάτι τέτοιο δεν ήταν ακριβώς απαραίτητο.

Μπορεί το «Monster» να αγγίζει σημαντικά θέματα όπως το bullying, τη σχολική βία, την δυσλειτουργική φύση της οικογένειας, την δυσπραγία και τα λάθη των δομων της εξουσίας, την ομοφοβία, αλλά απογειώνεται αληθινά, όταν επικεντρώνεται στην σχέση των δύο νεαρών πρωταγωνιστών του. Εκεί η απλότητα, το μέτρο και η ανθρωπιά που αποτελεί σήμα κατατεθέν του σινεμά του Κορε-Εντα βρίσκει τον αέρα που χρειάζεται για να αναπνεύσει και η ταινία του σε κερδίζει χτυπώντας κατευθείαν στην καρδιά δίχως μελοδραματισμούς, αλλά με αγάπη καθαρότητα και μια γερή δόση ελπίδας.

Ο Κορε-Εντα σκηνοθετεί για πρώτη φορά μετά το ντεμπούτο του «Maborosi» το σενάριο ενός άλλου και συνεργάζεται επίσης για πρώτη φορά με τον Ριούτσι Σακαμότο που υπογράφει κι εκτελεί την μουσική -πιθανότατα στην τελευταία του δουλειά πριν πεθάνει. Μόνο δύο από τα κομμάτια που ακούγονται στην ταινία γράφτηκαν ειδικά γι αυτή, αλλά ο τρόπος που ενσωματώνονται όλες οι συνθέσεις στο φιλμ είναι υποδειγματικός, προσθέτοντας ένα ακόμη επίπεδο ομορφιάς σε μια ταινία που βρίσκει το αληθινό της νόημα στις μικρές στιγμές της, σε ήσυχες φράσεις («αν κάτι είναι διαθέσιμο μόνο σε μερικούς, τότε αυτό δεν είναι ευτυχία») και στον θαρραλέο τρόπο με τον οποίο επικαλείται την κατανόηση και την αποδοχή ως τον μόνο τρόπο για να κάνεις τα «τέρατα» γύρω ή μέσα μας να σιωπήσουν.