Φεστιβάλ / Βραβεία

Berlinale 2012: Βέρνερ Χέρτζογκ, Dead Man Walking

στα 10

188 λεπτά συγκλονιστικής εικόνας, 33 συζήτησης. Σε μία ειδική προβολή της 62ης Berlinale, ο Βέρνερ Χέρτζογκ παρουσίασε για πρώτη φορά το ντοκιμαντέρ του «Death Row» (μία σειρά 4 επεισοδίων/πορτρέτων που εστιάζουν σε φυλακισμένους θανατοποινίτες και τις ιστορίες τους) και συζήτησε με το κοινό τις θέσεις του απέναντι στην εις θάνατον καταδίκη και το ρόλο του ντοκιμαντερίστα. Το Flix ήταν εκεί.

Berlinale 2012: Βέρνερ Χέρτζογκ, Dead Man Walking

Μετά την εμπειρία του με την έρευνα για τη θανατική ποινή στο ντοκιμαντέρ «Into the Abyss», ο σκηνοθέτης Βέρνερ Χέρτζογκ αποφάσισε ότι είχε να πει περισσότερα για το θέμα. Σε συμφωνία με το καλωδιακό κανάλι «Investigation Discovery», γύρισε 4 επεισόδια/πορτρέτα ισάρριθμων θανατοποινιτών στα οποία παρουσιάζει τις υποθέσεις τους μέσα από συνεντεύξεις με τους ίδιους, μέλη της οικογένειάς τους, δικηγόρους υπεράσπισης, εισαγγελείς, αστυνομικούς διοικητές, δημοσιογράφους που κάλυπταν τότε τα γεγονότα. Σε κάθε επεισόδιο, οπτικό υλικό από τα αρχεία της αστυνομίας ντύνεται με την αυστηρή φωνή του Χέρτζογκ, ο οποίος περιγράφει τα περιστατικά που οδήγησαν κάθε έναν από τους κατάδικους στην εσχάτη των ποινών. Αυτή η φωνή του, ο άψογος χειρισμός της αγγλικής γλώσσας συνοδευόμενος με τον σήμα-κατατεθέν ωμό και σε στιγμές σαρκαστικό γερμανικό του στόμφο, δίνουν τον τόνο στο ντοκιμαντέρ.

Μ' αυτή την φωνή του και την επιβλητική, σχεδόν δίμετρη, παρουσία του μας καλωσόρισε χθες το μεσημέρι, στο πολιτιστικό «σπίτι» του Βερολίνου, «Haus Der Berliner Festpiele», εξήγησε την τηλεοπτική υφή και συρραφή του ντοκιμαντέρ («θα δείτε 4 επεισόδια των 47 λεπτών, ενδιάμεσα θα υπάρχουν τα credits για το κάθε ένα») και μας άφησε μπροστά από 188 λεπτά συγκλονιστικής αφήγησης και 4 ανθρώπους (ή μάλλον 5 γιατί σ' ένα από τα επεισόδια είχαμε 2 θανατοποινίτες να εξηγούν την κοινή τους υπόθεση) που δεν μπορούμε να βγάλουμε από το μυαλό μας, εγκαταλείποντας την σκοτεινή αίθουσα.

Το θέμα της θανατικής ποινής, η θέση υπέρ/κατά που καλείσαι να πάρεις, ξεπερνά τον άνθρωπο, το έγκλημά του, την προσωπική του ιστορία. Ξεπερνά την ενοχή ή την αθωότητά του. Ο Χέρτζογκ το γνωρίζει και κάνει δύο έξυπνες κινήσεις στον πρόλογο κάθε επεισοδίου: πρώτον, στο σπικάζ των τίτλων που απευθύνεται στον θεατή, επαναλαμβάνει ότι ο ίδιος «ως Γερμανός, οπότε με συγκεκριμμένες ιστορικές καταβολές, είναι, με κάθε σεβασμό στο αμερικανικό σύστημα, ξεκάθαρα εναντίον της θανατικής ποινής». Δεύτερον, στην πρώτη συνάντηση με τον κάθε θανατοποινίτη του δηλώνει: «παρόλο που ταυτίζομαι με τον αγώνα για το αίτημα της απαλλαγής σου, δεν σημαίνει ότι σε συμπαθώ κιόλας...»

Από εκείνο το σημείο ξεκινά μία επιμελής χορογραφία. Οι talking heads αφηγήσεις των κατάδικων, της πλευράς του νόμου, ο συναισθηματισμός των οικογενειών, τα γεγονότα, τα πρωτοσέλιδα, το footage από τις κάμερες της αστυνομίας. Μία συρραφή που βάζει το θεατή από μόνη της σε δαιδαλώδεις σκέψεις: το έκανε/ δεν το έκανε, ποιο σύστημα είναι τόσο αμείλικτο απέναντι στην ανθρώπινη ζωή με την περίπτωση ν α κάνει λάθος, ποια είναι τα δικαιώματα του θύματος, ποια είναι αυτή η Αμερική που γεννά μία τέτοια εγκληματικότητα και την αντιμετωπίζει με τέτοια αδιαλλαξία. Αυτό το τελευταίο κομμάτι είναι και το πιο ενδιαφέρον: το γλίστρημα από την πρώτη καταδίκη προς στην ηλεκτρική καρέκλα είναι ένας πιο σύντομος δρόμος από όσο φαντάζεται κανείς. Κι εκεί κρύβεται η καρδιά του σκότους. Χωρίς να στο επιβάλλει, ο Χέρτζογκ έχει αφυπνήσει την εμπάθειά σου. «Ανήκω στη φυλακή και το γνωρίζω» δήλωσε χαρακτηριστικά ο Τζορτζ Ρίβας, ένας από τους κατάδικους. «Αλλά το να μου δώσουν 13 φορές ισόβια ποινή για κάθε ένα από τα θύματα που κράτησα όμηρους σε μία ένοπλη ληστεία, όταν κανείς δεν κινδύνεψε, ήταν ανελέητο. Αυτό κάνει έναν άνθρωπο να χάσει την ελπίδα του. Και τότε γίνεται πιο επικίνδυνος...» Ο Ρίβας και 6 ακόμα κατάδικοι των φυλακών του Τέξας, απέδρασαν και σε μία εμπλοκή σκότωσαν έναν αστυνομικό. Αυτό τους έφερε όλους στην ηλεκτρική καρέκλα.

Ο Χέρτζογκ δεν παγιδεύεται σε προπαγανδιστικές αφέλειες υπέρ της ανθρώπινης ζωής. Γνωρίζει ότι οι ίδιες οι ιστορίες είναι καθηλωτικές. Το ίδιο το φορμά του ντοκιμαντέρ (ότι έχεις απέναντί σου έναν άνθρωπο που όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους, μπορεί να διαβάσεις ότι δεν υπάρχει πια) κάνει την παρακολούθηση των γεγονότων μία εμπειρία που δοκιμάζει τον ανθρωπισμό σου. «Είναι σύνηθες να προσπαθούμε να εξανθρωπίσουμε τους θανατοποινίτες» δηλώνει μία υπέρμαχη της καταδίκης εισαγγελέας στην κάμερα του Χέρτζογκ, μάλλον με άγνοια κινδύνου. Και εισπράττει φυσικά τον κοφτό σαρκασμό του Γερμανού σκηνοθέτη: «Ξέρετε, δεν προσπαθεί κανείς να τους εξανθρωπίσει. Είναι ήδη άνθρωποι.» Τα λίγα δευτερόλεπτα που η κάμερα παραμένει να καταγράφει τη σιωπή της, μιλούν δυνατότερα και από εξαγγέλματα.

Εκεί όμως κρύβεται και η μοναδική αντίρρηση με την υφή της ταινίας. Μία αντίρρηση που δεν είναι καινούργια, όπως δεν είναι καινούργιο το στιλ του Χέρτζογκ. Το «εγώ» του σκηνοθέτη είναι ενοχλητικά παρόν σε ό,τι κάνει. Η στεντόρια αυτή φωνή που αργόσυρτα επιβάλλεται είτε στον συνεντευξιαζόμενο, είτε στο θεατή έχει καμία φορά αντίστροφα ψυχολογικά αποτελέσματα. Τον ακούμε να τους ρωτάει για τα όνειρα που βλέπουν τα βράδια, αν μπορούν από τα παράθυρά τους να δουν δέντρα, ή τι αισθάνονται όταν βλέπουν τα πουλιά να πετάνε και εκεί μας χάνει. Τεστάρει τα όρια της χειραγώγησης, όταν πληροφορεί έναν κατάδικο ότι επικοινώνησε με τον χρόνια εξαφανισμένο πατέρα του και εκείνος του στέλνει το μήνυμα ότι τον αγαπάει, αλλά μισεί τα εγκλήματά του. Κάθε φορά που παρεμβάλλεται για να πει τη δική του γνώμη, ή να κατευθύνει τη συζήτηση θέλουμε απλά να του ψιθυρίσουμε να σωπάσει.

Ειρωνικά όμως, αναρωτιόμαστε αν κάποιος με λιγότερο θράσος θα μπορούσε να βγάλει τις στιγμές που τελικά καταγράφονται. «Οι θανατοποινίτες έχουν την τάση να μιλούν σαν ιεραπόστολοι» μας εξηγεί όταν παίρνει το μικρόφωνο για να απαντήσει σε ερωτήσεις του κοινού. «Εχεις 20-50 λεπτά μαζί τους, πρέπει αμέσως να τους κάνεις να ανοιχτούν και αν τους χάσεις, έχασες την ευκαιρία σου. Μια φορά μπροστά σε μία τέτοια περίπτωση, είχα κάποιον που μου μιλούσε ρομποτικά και τον αιφνιδίασα κάνοντας την ερώτηση 'πες μου για μία φορά που είδες ένα σκίουρο από το παράθυρο της φυλακής'. Και τότε έλιωσε. Μέσα από αυτή την αφήγηση έσπασε η μάσκα του, η άμυνά του. Είχα μπροστά μου έναν αληθινό άνθρωπο. Κι αυτό, πιστέψτε με, δεν σου το μαθαίνουν σε καμία σχολή κινηματογράφου...»

Ακόμα και σ' αυτό το τελευταίο, η χερτζογκική αλαζονεία είναι παρούσα. Το χειροκρότημα του κοινού την τρέφει. Η συνειδητοποίηση ότι έχει δίκιο σε έχει μετέωρο στην καρέκλα και την κριτική σου. Τον ακούς να μιλάει σχεδόν ναρκισσιστικά για το πόσο εύκολο του είναι να γυρίζει ταινίες (μόνο πέρσι γύρισε 6), πόσο γρήγορα τις κινηματογραφεί, πόσο γρήγορα τις μοντάρει και πώς βρίσκει ενδιάμεσα χρόνο να πρωταγωνιστεί απέναντι στον Τομ Κρουζ.

«Στο μοντάζ αυτού του ντοκιμαντέρ, ξαναάρχισα το τσιγάρο. Κι εγώ και ο μοντέρ μου. Επίσης, ενώ είμαστε χρόνια συνεργάτες και μας είναι πολύ εύκολο να δουλεύουμε 8ωρα, εδώ στις 4 ώρες σταματούσαμε. Μπορεί να προσπάθησα να αφήσω τους συναισθηματισμούς στην άκρη, αλλά δεν σε αφήνει αλώβητο μια τέτοια εμπειρία...».

Και σ' έχει κερδίσει ξανά.

«Γιατί ρωτάτε τους ανθρώπους για τα όνειρά τους κύριε Χέρτζογκ» τον ξαφνιάζει ένας φοιτητής σκηνοθεσίας. «Εσείς, τι όνειρα βλέπετε;»

Για πρώτη φορά η αλαζονεία σπάει με ένα ταραγμένο, μικρό γέλιο. «Τίποτα. Δυστυχώς κάνω ύπνο χωρίς όνειρα. Την τελευταία φορά που είδα κάτι στον ύπνο μου ήταν τόσο βαρετό: έτρωγα ένα σάντουιτς. Οι ψυχαναλυτές μπορεί να πουν ότι από εκεί ξεκινά η ανάγκη μου να είμαι σκηνοθέτης, επειδή δεν ονειρεύομαι. Θα τους πίστευα, αν δε θεωρούσα ότι η ψυχανάλυση είναι η μεγαλύτερη αποτυχία του 20ου αιώνα. Κι επίσης πιστεύω ότι ο 20ος αιώνας ήταν ολόκληρος μία αποτυχία...»

Και το σωφρονιστικό μας σύστημα περίτρανα το αποδεικνύει.

Διαβάστε περισσότερα για την 62η Berlinale