Ο Σορεντίνο χρειάστηκε είκοσι χρόνια και πολλές δεύτερες σκέψεις για να τολμήσει αυτή τη δημιουργική ανάπλαση των εφηβικών του χρόνων στη Νάπολι. Οι πιο κακόπιστοι ίσως πουν ότι η τεράστια επιτυχία του ανάλογου εγχειρήματος του Αλφόνσο Κουαρόν (με το «Ρόμα», επίσης μια παραγωγή του Netflix) δημιούργησε μια κατάλληλη συγκυρία. Για τους υπόλοιπους αρκεί μια απλή υπενθύμιση ότι ακόμα και ο Φεντερικό Φελίνι έπρεπε να φτάσει σε μια ηλικία και ένα επίπεδο καλλιτεχνικής ωριμότητας για να βυθιστεί στο «Amarcord». Εξάλλου, αυτή η ανάγκη να στρέψεις το βλέμμα στο παρελθόν δεν έχει χρονοδιάγραμμα, είναι ορμητική και αυθόρμητη.
Στο «Χέρι του Θεού», πρωταγωνιστής είναι ο Φάμπιο, που όλοι φωνάζουν Φαμπιέτο, ένας ανερμάτιστος έφηβος που δεν ξέρει τι θέλει να κάνει στη ζωή του. Περιτριγυρισμένος από ένα θεότρελο σόι και μια οικογένεια που τον υπεραγαπάει, ο Φαμπιέτο έρχεται σε επαφή με την τέχνη μέσα από τις ακροάσεις του φέρελπι ηθοποιού-αδερφού του, τις βιντεοκασέτες που βλέπει με τον πατέρα του και του κεραυνοβόλου κρυφού έρωτα με μια νεαρή ηθοποιό. Ομως εκείνο το καλοκαίρι η ζωή είναι αλλού: στο γήπεδο. Γιατί εκείνο είναι το καλοκαίρι που το ιταλικό ποδόσφαιρο και η Νάπολι άλλαξαν για πάντα με τη μεταγραφή του Ντιέγκο Μαραντόνα. Κι αυτή η μεταγραφή θα αλλάξει και τη ζωή του πρωταγωνιστή. Με έναν τρόπο που δεν θα μπορούσε να ποτέ φανταστεί.
Ο παροξυσμός με τον θρύλο του ποδοσφαίρου θα οδηγεί τον νεαρό συνεχώς στο γήπεδο και αυτή η εμμονή θα του σώσει τη ζωή, όταν οι γονείς του θα πεθάνουν από διαρροή γκαζιού στο εξοχικό τους. Κι έτσι το «χέρι του θεού» Ντιέγκο Μαραντόνα δεν έβαλε μόνο το διαβόητο γκολ στα προημιτελικά του Μουντιάλ του 1986, αλλά και την πρώτη πινελιά στο πορτρέτο του καλλιτέχνη Πάολο Σορεντίνο σε νεαρή ηλικία.
Αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο σ’ αυτή την αυτοβιογραφική ανασύνθεση των συνθηκών που ώθησαν τον Ιταλό σκηνοθέτη στον κινηματογράφο είναι το προσγειωμένο και λιτό για τα δεδομένα του σκηνοθέτη ύφος. Χιλιόμετρα μακριά από τον αισθητικό μαξιμαλισμό της «Τέλειας Ομορφιάς» και την οπερατική προσέγγιση του βίου των πολιτικών της χώρας του, ο Σορεντίνο κινηματογραφεί με την αναπόφευκτη χαρμολύπη της αναπόλησης όλων αυτών που έχων οριστικά χαθεί. Κι όλων αυτών που κερδήθηκαν στην πορεία.
Οχι πως λείπουν οι στιγμές γνήσιας σορεντινικής τρέλας, ειδικά στο πρώτο, ανέμελο, μέρος. Το σόι του Φάμπιο, άλλωστε, προσφέρει μια ολόκληρη πινακοθήκη από απολαυστικά sui generis χαρακτήρες, που γεμίζουν την οθόνη με την παραξενιά τους. Η χυμώδης θεία με τις έτοιμες να εκραγούν καμπύλες, η βωμολόχα γιαγιά, η αδερφή που δεν βγαίνει ποτέ από το μπάνιο, η ανύπαντρη γεροντοκόρη ξαδέρφη, οι μικροκακοποιοί θείοι αποτελούν όλοι αναπόσπαστο κομμάτι ενός φελινικού σύμπαντος, που δεν είναι δύσκολο να αντιληφθείς πώς επηρέασε το έργο του Σορεντίνο. Μα πάνω απ’ όλα οι γονείς: ο στωικά αισιόδοξος πατέρας (ο πάντα εξαιρετικός Τόνι Σερβίλο στην έκτη συνεργασία του με τον σκηνοθέτη) και η πλακατζού καλόκαρδη μητέρα, ένας μικρόκοσμος αγάπης που χάρη στο σινεμά μπορεί να αναστηθεί ξανά.
Όταν ο Φάμπιο αναγκαστεί να ωριμάσει με τον πιο οδυνηρό και αμετάκλητο τρόπο, δηλαδή την απώλεια, η ταινία αποκτά, σε μια όχι απόλυτα οργανική μετάβαση, πιο ελεγειακούς ρυθμούς και γίνεται ένας αποχαιρετισμός, όχι μόνο στην αθωότητα, αλλά και στη Νάπολι. Κι έτσι η ταινία γίνεται ένα γράμμα αγάπης για τη γενέτειρα του σκηνοθέτη, ένας ύμνος στην τοπική ιδιοσυστασία, στην ντοπιολαλιά, στα ήθη και τα έθιμα, κάποια εκ των οποίων απαιτούν επεξήγηση για να γίνουν κατανοητά από έναν μη Ιταλό θεατή. Τα πανοραμικά πλάνα πάνω από τη θάλασσα, η οποία μοιάζει να αγκαλιάζει την πόλη, οι δρόμοι, τα σοκάκια, κάθε σπιθαμή της Νάπολι, γίνονται συστατικά στοιχεία της προσωπικότητας του καλλιτέχνη, αγκαλιάζουν όχι μόνο αυτό, αλλά κι όλο το μετέπειτα έργο του.
Ενα έργο που έμελε να μετατρέψει τον Πάολο Σορεντίνο από έναν γεμάτο αμφιβολίες νεαρό σε έναν γεμάτο αυτοπεποίθηση καλλιτέχνη, που έφυγε κάποτε με το τρένο για τη Ρώμη, για να γίνει στην πορεία ο σημαντικότερος ίσως Ιταλός σκηνοθέτης της γενιάς του. Γιατί δεν υπάρχει πιο τέλεια ομορφιά από το να πραγματώνεις το πεπρωμένο σου.