Ενας 70χρονος φετιχιστής παρακαλεί τον έφηβο Ματ, έναν σημερινό Νταβίντ ντι Ντονατέλο: γάμησέ μου τη μύτη με τα δάχτυλα του ποδιού σου. Ο Ματ παραπονιέται στον ΖιΠε (JP αλλά στα γαλλικά…), γιατί πρέπει πάντα να τους παίρνω από πίσω; Ο επίσης 16χρονος ΖιΠε είναι ερωτευμένος με τον Ματ, αλλά δεν μπορεί να σταματήσει να παίρνει πελάτες για αρκετές εκατοντάδες ευρώ τη φορά, προκειμένου να μπορεί ν’ αγοράζει τα παπούτσια και τα σκέιτ που του αρέσουν. Οι περισσότεροι συμμαθητές τους, μια ευρύτερη παρέα σκέιτερς που περνούν τ’ απογεύματα πίνοντας μπάφους και τα βράδια «δουλεύοντας», βρίσκουν πελάτες στο ίντερνετ, είναι τα ευκολότερα λεφτά που μπορούν να βγάλουν, παρότι δεν τα χρειάζονται, οι μεγαλοαστικές οικογένειές τους έχουν αρκετά. Οταν χορεύουν στα κλαμπ, ιδρωμένοι κι ημιλιπόθυμοι, δεν τους κάνει εντύπωση που ένας μουσάτος μεσήλικας περιφέρεται ανάμεσά τους μυρίζοντας τις μασχάλες και τον καβάλο τους. Γενικά, τίποτα δεν τους κάνει εντύπωση. Είναι αδιάφοροι προς όλα.
Ο Λάρι Κλαρκ ξανακαταγράφει τα σημερινά «Kids» στο Παρίσι, παρότι θα μπορούσε να βρισκόταν στη Νέα Υόρκη ή οπουδήποτε αλλού, άλλωστε οι ήρωές του αντιγράφουν κατά γράμμα την καλιφορνέζικη κουλτούρα. Εξευτελίζει με την κάμερά του τους γηραιούς πελάτες τους, αλλά μοιάζει θλιβερά μ’ αυτούς, καταβροχθίζοντας λαίμαργα τις εικόνες από τα σφριγηλά, νεανικά κορμιά τους, κυρίως χωρίς ρούχα, όταν κάνουν σκέιτ, όταν αράζουν ή όταν κάνουν άφθονο, hardcore σεξ. Ο ίδιος εμφανίζεται στην ταινία, ως πρώην ρόκσταρ και νυν λιώμα αλκοολικός, πεσμένος κάτω στην πλατεία του Palais de Tokyo στο Παρίσι, με τους σκέιτερς να προσπαθούν να πηδήξουν από πάνω του. Μόνο που η απόστασή του από τους ήρωές του δε χρειάζεται τέτοια υπογράμμιση, είναι ορατή σε κάθε του πλάνο.
Ο σκηνοθέτης της νιότης, του εφηβικού αισθησιασμού του περιθωρίου, έχει πια παραμεγαλώσει και οι επιλογές του μοιάζουν γραφικές, όμορφες εικόνες αυτοϊκανοποίησης. Το χάρισμά του για μια μαγική ματιά στο σώμα παραμένει, ακόμα κι όταν στην ταινία παρεμβάλλει υλικά «τραβηγμένα» με τα κινητά κάποιων από τους πρωταγωνιστές του: το μεγαλείο του ως φωτογράφου δεν έχει ξεθωριάσει. Οι δραματικές σκηνές της ταινίας αγγίζουν το γκροτέσκο και το ανόητο, ένα εμβόλιμο ντεφιλέ δικαιολογείται μόνο επειδή το γύρισμα γίνεται στο Παρίσι και η θεοποίηση μιας παρέας επαναστατών χωρίς αιτία, αλλά με αφόρητη βαρεμάρα για τα πάντα, δείχνει παρωχημένη. Η ηδονοβλεψία του Λάρι Κλαρκ που κάποτε αναστάτωνε, τώρα μοιάζει απλώς με μια φευγαλέα λιγούρα. Το κοίταγμά του φέρνει περισσότερο στο μυαλό τον Κένεθ Ανγκερ, με μια φετιχιστική επιμονή που καλύπτει μόνο τη δική του επιθυμία. Και ο μηδενισμός των σημερινών εφήβων παραμένει ανεξερεύνητος, έτοιμος να επικοινωνήσει μόνο με τους συνομήλικούς τους, όπως πρέπει.