Τίποτα απ' όσα θα διαβάσετε στα βιογραφικά ή τις παρουσιάσεις για τα έργα του Γιέσπερ Γιούστ, δεν προετοιμάζουν για το σύμπαν με το οποίο έρχεσαι αντιμέτωπος μέσα από αυτά.
Παίζοντας διαρκώς με τα κινηματογραφικά είδη, τις συμβάσεις τους, το μιούζικαλ και το μελόδραμα και μαζί το θρίλερ και το σινεμά παρατήρησης, αλλά και τελικά με το ίδιο το μέσο του σινεμά, ο Δανός καλλιτέχνης που διστάζει να αυτοαποκαλεστεί κινηματογραφιστής αλλά - μεταξύ μας και τελικά όχι μεταξύ μας - κάνει πιο δυνατό σινεμά από πολλούς άλλους. Δεν παραβιάζει μόνο σταθερές που έχουν να κάνουν από την πατριαρχία και το ματσίσμο μέχρι τη μελαγχολία και την αυτογνωσία, αλλά πάνω στο σώμα του έργου του απλώνονται αρχιτεκτονικές πόλεων και προσώπων, στιγμές πραγματικής queer ανασκολόπησης και χορευτικά που σε ταξιδεύουν από ένα ουρητήριο σε ένα δάσος και από το Buttes Chaumont του Παρισιού σε ένα υπερ-αστικό «Rear Window».
Αυτό που εύκολα θα μπορούσες να περιγράψεις σαν «θλιμμένοι άνθρωποι που τραγουδούν, σφυρίζουν και χορεύουν χωρίς λόγο αλλά με σκοπό», συνοψίζοντας τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές των έργων του με κορωνίδα το «Bliss and Heaven» του 2005, τα δύο «No Man is an Island» του 2003 και του 2004 και «A Vicious Undertow» του 2007, είναι ένας πολύ μεγαλύτερος κόσμος από ανθρώπους που αναζητούν τη σεξουαλικότητα και τον χαμένο τους εαυτό σε ένα διαρκές interaction με το χώρο, επιδιώκοντας αν και ποτέ ενδίδοντας στην επαφή.
Με αφορμή το αφιέρωμα που διοργανώνει το 65ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης στο έργο του, αλλά και το «Interfears», την εγκατάσταση που μπαίνει μέσα στο μυαλό του Ματ Ντίλον που εκτίθεται αυτές τις μέρες στο MOMus της Θεσσαλονίκης, o Γιέσπερ Γιούστ μίλησε στο Flix για την εμμονή του με την «Ολέθρια Σχέση» του Εϊντριαν Λάιν και το σινεμά που συνεχίζει να τον κάνει να αναρωτιέται για τα μεγάλα μυστήρια της ζωής.
The Nameless Spectacle, 2011
Δουλεύω με το μέσο του κινηματογράφου, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι κάνω ταινίες. Χρησιμοποιώ στοιχεία του κινηματογράφου, αλλά σε αφηγηματικό επίπεδο, οι ταινίες μου ανήκουν περισσότερο στο χώρο τον οπτικοακουστικών τεχνών. Σπάνια προβάλλονται σε κινηματογραφικά φεστιβάλ και νιώθω ότι αν προβληθούν μαζί με άλλες, αφηγηματικές ταινίες μικρού μήκους χάνουν το νόημά τους. Νιώθω πως είναι αυτό που είναι όταν τοποθετημένες στον χώρο των τεχνών, εκεί που μπορούν να φέρουν τον θεατή αντιμέτωπο με γνώριμα στοιχεί από το σινεμά, σε ένα τελείως διαφορετικό περιιβάλλον.
Οταν πηγαίνεις σινεμά, αποδράς σε έναν άλλον κόσμο. Φεύγοντας έχεις κερδίσει κάτι, το οποίο δεν έχει να κάνει απαραίτητα με αυτό που είδες στην οθόνη. Οταν αυτός ο κόσμος του σινεμά μεταφέρεται σε μια γκαλερί, σε αναγκάζει να σκεφτείς το σινεμά με έναν άλλο τρόπο.
Στις ταινίες μου έρχεσαι ξαφνικά αντιμέτωπος με μια δυνατή συναισθηματική κατάσταση. Και αυτή είναι η ταινία. Χωρίς να γνωρίζουμε από που προέρχονται αυτά τα συναισθήματα, ποιος τα προκάλεσε, τι θα γίνει μετά. Στο κλασικό σινεμά, ξεκινάς με το μυστήριο και σιγά σιγά αρχίζεις να παίρνεις τις απαντήσεις. Στις ταινίες μου βλέπεις κάτι γνώριμο, αλλά όταν τελειώνουν είσαι μάλλον ακόμη πιο μπερδεμένος, καθώς δεν υπάρχει καμία εξήγηση για ό,τι συμβαίνει. Αυτή είναι και η πρόκληση: να φτιάξω κάθε φορά κάτι πολύ δυνατό μέσα σε πολύ λίγο χρόνο.
Ολες οι ταινίες μου είναι μικρού μήκους γιατί κάπως αφορούν τον κόσμο της τέχνης. Εκεί η θέαση μιας ταινίας είναι τελείως διαφορετική από αυτή σε μια κινηματογραφική αίθουσα. Και η μεγάλη διάρκεια είναι απαγορευτική. Εχω γυρίσει μεγαλύτερης διάρκειας πράγματα, τα οποία όμως στη συνέχεια έχουν κομματιαστεί σε διαφορετικά στοιχεία - πολλαπλές οθόνες, split screens. Σκέφτομαι πως αν κάνω μια ταινία μεγάλου μήκους θα πρέπει να δουλέψω διαφορετικά και όχι απλά μεγαλώνοντας κάποια από τις ταινίες που κάνω ήδη. Αυτό δεν θα λειτουργούσε.
Bliss and Heaven, 2004
No Man is an Island, 2002
Οι ταινίες μου, το έργο μου είναι queer. Αλλά σε περισσότερα επίπεδα από τη στενή έννοια του όρου. Οχι μόνο σε επίπεδο χαρακτήρων, αλλά και σε επίπεδο γλώσσας και προσδοκιών, πραγμάτων που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά. Οταν ξεκίνησα να κάνω ταινίες η συζήτηση για την αντιπροσώπευση μειονοτήτων βρισκόταν ακόμη σε ακαδημαϊκό επίπεδο και τότε δεν υπήρχε καν ο όρος queer. Η ταμπέλα ήταν "ομοερωτικό" σινεμά και τέχνη. Σήμερα το queer είναι ένας όρος αρκετά δημοφιλής που ακουμπάει σε πολλά διαφορετικά πράγματα. Queer είναι ο τρόπος που παίζει με την εικόνα, τον ήχο, το χώρο και το χρόνο.
Είναι σαφές ότι αγαπώ τα μιούζικαλ. Η αφορμή είναι το μουσικό μου παρελθόν που μοιάζει παράξενο αλλά είχε να κάνει με το death metal. Επαιζα κιθάρα και συμμετείχα κάπως καταχρηστικά σε μια μπάντα. Στις ταινίες μου χρησιμοποιώ εντελώς διαφορετική μουσική, αλλά η ένταση του συναισθήματος που θέλω να προκαλέσω είναι η ίδια. Αν ξεχώριζα κάποιο κινηματογραφικό μιούζικαλ αυτό θα ήταν οι ταινίες του Μπομπ Φόσι. Το «All that Jazz» και το «Sweet Charity». Δεν συμβαίνει το ίδιο στην εκδοχή τους στο Μπροντγουεϊ. Γενικά με το θέατρο δεν βρίσκω μεγάλη επαφή.
Στο κλασικό σινεμά, ξεκινάς με το μυστήριο και σιγά σιγά αρχίζεις να παίρνεις τις απαντήσεις. Στις ταινίες μου βλέπεις κάτι γνώριμο, αλλά όταν τελειώνουν είσαι μάλλον ακόμη πιο μπερδεμένος, καθώς δεν υπάρχει καμία εξήγηση για ό,τι συμβαίνει.»
It Will All End in Tears, 2006
A Question of Silence, 2008
Οταν ξεκίνησα να κάνω ταινίες ασχολήθηκα με το θέμα του τι σημαίνει να είσαι άντρας. Η αφορμή ήταν ο Μάικλ Ντάγκλας, γιατί στο πανεπιστήμιο η πτυχιακή μου αφορούσε τις χολιγουντιανές ταινίες των 80s και των 90s που ήταν το αντίθετο από φεμινιστικές. Η «Ολέθρια Σχέση», οι «Αποκαλύψεις», όλες ταινίες στις οποίες ο Μάικλ Ντάγκλας παίζει τον λευκό άντρα που κάνει μια σχέση εκτός γάμου, καταστρέφει τη γυναίκα που γνωρίζει και μετά επιστρέφει νικητής στο σπίτι του. Πειραματίστηκα και με συγκεκριμένες σκηνές από αυτές τις ταινίες, απομονώντας μόνο τον ανδρικό χαρακτήρα και στη συνέχεια προχώρησα κάνοντας ταινίες με άντρες σε αναπάντεχες συνθήκες, σε μια αναζήτηση της επαναδιατύπωσης της έννοιας του ανδρισμού.
Οι γυναίκες ήρθαν στη συνέχεια. Εγιναν πρωταγωνίστριες των ταινιών μου σε μια επόμενη περίοδο, πάλι σε μια αναζήτηση της σεξουαλικότητας τους ή της σεξουαλικής επιθυμίας. Ηταν σαν ο καθρέφτης των πρώτων ταινιών, αλλά σαν να μην άλλαξε κάτι στις θεματικές και τις δικές μου αναζητήσεις .
Ο διαθεματικός κόσμος ήρθε την τελευταία δεκαετία. To «Interfears», με τον Ματ Ντίλον με φέρνει λίγο στα παλιά, αφού εδώ έχουμε πάλι έναν άντρα και την εξερεύνηση των σκέψεων και των συναισθημάτων του. Απλά εδώ δεν γίνεται μέσω του τραγουδιού ή του χορού, αλλά έχοντας συνδεδεμένο τον εγκέφαλό του σε ένα σαρωτή fMRI μπορώ να δω τι συμβαίνει μέσα του. Μοιάζει λίγο με τη χαρτογράφηση του εγκεφάλου ενός ηθοποιού, καθώς αυτός περνά από διαφορετικές συναισθηματικές διακυμάνσεις. Θα το περιέγραφε κανείς ως μυθοπλασία, μόνο που ο σαρώτης είναι όντως συνδεδμένος στο μυαλό του Ματ Ντίλον, οπότε η πραγματικότητα του ίδιου του ανθρώπου έρχεται να διακόψει το fiction.
Από την εγκατάσταση «Interfears» με τον Ματ Ντίλον στο MOMus στη Θεσσαλονίκη
Με τον Ματ Ντίλον στη Θεσσαλονίκη
Αναζητήστε εδώ περισσότερες πληροφορίες για τον Γέσπερ Γιούστ.