Η ομάδα του Flix στο 60ό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι οι Λήδα Γαλανού, Πόλυ Λυκούργου, Μανώλης Κρανάκης, Δημήτρης Δημητρακόπουλος, Τάσος Χατζηευφραιμίδης, Ρόμπυ Εκσιέλ, Θοδωρής Δημητρόπουλος.
Το νεοσύστατο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με τον εύγλωττο τίτλο «Γνωρίστε τους Γείτονες», αποτλείται από πρώτες ή δεύτερες ταινίες από την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, που ορίζεται από τη νότια όχθη του Δούναβη, τις ακτές της Αδριατικής και της Μαύρης Θάλασσας και φτάνει μέχρι τις εκβολές του Νείλου. Με έμφαση στη «γνωριμία» των ανθρώπων και των πραγμάτων στην ευρύτερη «γειτονιά», της Ελλάδας, οι ταινίες του τμήματος κοιτάζουν τον κόσμο, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το Φεστιβάλ, με μια ξεχωριστή και νεωτερική καλλιτεχνική ματιά.
Το Flix βλέπει καθημερινά όλες τις ταινίες του «Γνωρίστε του Γείτονες» και σας μεταφέρει τις εντυπώσεις του.
Τλαμές (Tlamess) του Αλά Εντίν Σλιμ | 2019, Τυνησία, Γαλλία
Χρειάζεται να διαθέτεις υπερβολικό θάρρος (και θράσος) για να τοποθετήσεις στην ταινία σου έναν τεράστιο μαύρο μονόλιθο και ακόμα περισσότερο ταλέντο για να μην προκαλέσει αυτή η αναφορά στον Κιούμπρικ τον καγχασμό. Παραδόξως, όμως, αυτό είναι ένα ήσσονος σημασίας ατόπημα για τον Τυνήσιο Αλά Εντίν Σλιμ, ο οποίος στήνει στο «Τλαμές», τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, μια από τις πιο αμετροεπείς και ανερμάτιστες αλληγορίες της πρόσφατης μνήμης, ένα υπερφιλόδοξο συνονθύλευμα (πες το και αχταρμά) από συμβολισμούς και «μηνύματα», που ελάχιστα μόνο προκαλούν την όποια γοητεία (αυτό σημαίνει ο τίτλος στα τυνησιακά), αντιθέτως κουράζουν, πονοκεφαλιάζουν κι ενδεχομένως εξοργίζουν (ή προκαλούν το γέλιο) με την επιτήδευσή τους. Ένας στρατιώτης λιποτακτεί από την αντιτρομοκρατική μονάδα του στα βάθη της ερήμου μετά την αυτοκτονία ενός συμπολεμιστή του και την είδηση του θανάτου της μητέρας του. Κυνηγημένος από τη στρατονομία, καταφεύγει γυμνός και λαβωμένος στο δάσος, όπου αναγεννιέται ως σοφός σαμάνος και μαζί με την έγκυο γυναίκα ενός πλούσιου επιχειρηματία, την οποία απαγάγει, σχεδιάζει να δημιουργήσει μια νέα ανθρωπότητα από την αρχή. Κι ενώ το πρώτο μέρος είναι εξαιρετικό στην αποτύπωση της κενότητας του μιλιταριστικού τρόπου ζωής που οδηγεί τον ήρωα στη φυγή και στη ρήξη με τις συμβάσεις του πολιτισμού, το δεύτερο μέρος παραδίδεται αμαχητί στην υπερφίαλη εξωφρενικότητα. Είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι ο Εντίν Σλιμ διαθέτει ταλέντο, το πραγματικά ανεξάντλητο όραμά του, ωστόσο, χρειάζεται μια γερή δόση πειθαρχίας, αφηγηματικής οικονομίας και αυτοσυγκράτησης. Τ.Χ.
Οροσλάν (Oroslan) του Ματιάς Ιβανίσιν | 2019, Σλοβενία, Τσεχία
Πώς είναι το «Να ζήσουμε να τον θυμόμαστε» στα σλοβένικα; Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα προσπαθεί να δώσει ο Ματίας Ιβανίσιν με το «Οροσλάν», την πρώτη του απόπειρα στη μεγάλου μήκους μυθοπλασία, μετά από μια πολυετή κι επιτυχημένη θητεία στην τεκμηρίωση. Σε ένα απομονωμένο χωριό της Σλοβενίας ο θάνατος του Οροσλάν, ενός προσφιλούς, αλλά και μοναχικού κατοίκου, θα προκαλέσει αναστάτωση και θα βυθίσει στη θλίψη τους συγχωριανούς του, ελάχιστα όμως από αυτά τα συναισθήματα θα βγουν στη μεγάλη οθόνη, καθώς ο σκηνοθέτης, επηρεασμένος σαφώς από την προηγούμενη ντοκιμαντερίστικη εμπειρία του, προτιμά να κινηματογραφήσει τα πάντα ελλειπτικά και από απόσταση, στήνοντας έναν ισχνό αφηγηματικό ιστό μόλις 72 λεπτών, που περισσότερο υπονοεί παρά ανατέμνει, ενώ παρουσιάζει τη ζωή του μακαρίτη μέσα από μια καλειδοσκοπική αφήγηση των ιστοριών και των αναμνήσεων των συγγενών, γνωστών και φίλων του, οι οποίες όμως μόνο ακροθιγώς ιχνηλατούν το (όποιο) αποτύπωμα άφησε ο εκλιπών σ’ αυτούς. Η κάμερα του Ιβανίσιν καταγράφει με ρεαλισμό και αμεσότητα τη ζωή στο χωριό και όλες τις μικρές και καθημερινές τελετουργίες των κατοίκων, εμπλουτίζει με δόσεις σουρεαλιστικού χιούμορ και μια ανεπαίσθητη μελαγχολία τους διαλόγους και τις μαρτυρίες των ερασιτεχνών ηθοποιών του, η απειρία των οποίων δίνει μια ακόμα διάσταση φρεσκάδας και γνησιότητας, όλα, όμως, παραδίδονται τελικά στη λήθη, παρά τις άκρως ενδιαφέρουσες κινηματογραφικά μορφές των χωριανών, που παραμένουν δραματουργικά αναξιοποίητες, και μια υποδόρια ευαισθησία για το «τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη σου ζωή» του όλου εγχειρήματος. Τ.Χ.
Ανήκειν (Aidiyet) του Μπουράκ Τσεβίκ | 2019, Τουρκία, Καναδάς, Γαλλία
Ενας άντρας αφηγείται ψυχρά και με σχεδόν δημοσιογραφική λεπτομέρεια πώς αυτός και η σύντροφός του σκότωσαν τη μητέρα της που δεν ενέκρινε τη σχέση τους. Η εικόνα δεν είναι αυτό που περιμένεις. Κάθε στιγμή της αφήγησης εικονογραφείται από το μέρος στο οποίο συνέβη η διαδοχή των αποτρόπαιων γεγονότων. Αδεια κτίρια, υπαίθρια πάρκινγκ, εμπορικά κέντρα, βωβά σκηνικά ενός εγκλήματος που όσο περνάει η ώρα γεμίζουν από τη φαντασία του θεατή. Ενα πρώτο τέλος ή μια καινούρια αρχή και η κάμερα συναντά τους δύο εραστές το πρώτο βράδυ που γνωρίστηκαν. Οι ανώφελες συζητήσεις, το φλερτ και όλα όσα θα τους ενώσουν δεν μπορούν πια να ιδωθούν ως ένα απλό love story που γεννιέται. Ο,τι έχει προηγηθεί χρωματίζει τη γνωριμία τους με το σκοτάδι μέσα στο οποίο που ανά πάσα στιγμή μπορεί να βυθιστεί η ανθρώπινη φύση. Στο «Ανήκειν» που ιδανικά παίζει με το απαρέμφατο μιας λέξης που διαχρονικά αλλά και ειδικά τα τελευταία χρόνια αποτελεί το ζητούμενο των σύγχρονων κοινωνιών, ο Τούρκος Μπουράκ Τσεβίκ αντιστρέφει τους όρους ενός «πειραματικού» σινεμά, αφού το πείραμα δεν υπάρχει για ανατρέψει τη σύμβαση αλλά για να την υπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο. Πόσες φορές νιώσατε μια ανατριχίλα βλέποντας απλά άδεια κτίρια σε νευρική διαδοχή; Και πόσες φορές σκεφτήκατε για τον (όχι και τόσο) τυχαίο κύκλο των πραγμάτων βλέποντας ένα αγόρι και ένα κορίτσι να φλερτάρουν; Σε μια ιδανική μείξη λιτής, σύγχρονης και πρωτοπόρας στην ουσία της σκηνοθετικής ιδέας, ο νεαρός Μπουράκ Τσεβίκ εμπνέεται από μια αληθινή ιστορία και παραδίδει ένα δικό του δοκίμιο πάνω στο έγκλημα και την τιμωρία, με όρους αντιστραμμένους αλλά δύναμη κλασική πίσω από τα παραπλανητικά φαινόμενα. Κερδίζοντας σίγουρα τη δική του θέση στο «ανήκειν» σε μια νέα γενιά δημιουργών που θα πρωταγωνιστήσουν στο μέλλον. Μ.Κ.
Αφρική (Africa) του Ορεν Γκέρνερ | 2019, Ισραήλ
Σε ένα χωριό στη Δυτική Οχθη, ο Μεΐρ, ένας συνταξιούχος μηχανικός, χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του, όταν ενημερώνεται ότι δεν θα αναλάβει την οργάνωση του τοπικού φεστιβάλ μετά από δεκαετίες σε αυτό το πόστο. Ο Μεΐρ διοχετεύει την απογοήτευσή του σε ένα φιλόδοξο πρότζεκτ χειρωνακτικής εργασίας, σε μια προσπάθεια να ξανανιώσει χρήσιμος και ζωντανός. Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ορεν Γκέρνερ χρησιμοποιεί την πραγματική του οικογένεια για να θολώσει τα όρια ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία (και κυρίως να αναρωτηθεί με ρίσκο πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση). Το έχει ξανακάνει και στις μικρού του μήκους ταινίες που τον ωρίμασαν για να φτάσει μέχρι την «Αφρική», την ταινία δηλαδή που βάζει τους γονείς του να υποδυθούν ένα ζευγάρι στο Νιρίτ του κεντρικού Ισραήλ το οποίο έρχεται αντιμέτωπο με το... χρόνο. Με ένθετες εικόνες από ένα ταξίδι στην Αφρική που όντως πήγαν οι γονείς του Γκέρνερ, το φιλμ που σε πιάνει σιγά σιγά από το λαιμό και σε πνίγει από τρυφερότητα και ειλικρίνεια, ξετυλίγεται σαν ένα οδοιπορικό στην καθημερινότητα ενός ανθρώπου που αρνείται να δεχτεί ότι έχει γεράσει και μιας κοινωνίας που θα έδινε τα πάντα για να μην διαταράξει τίποτα από την τακτοποιημένη της ρουτίνα. Τι γίνεται όμως όταν τα «άγρια ζώα» φτάνουν στην αυλή σου; Και δεν είσαι πια στην Αφρική; Ησυχο σαν σονάτα, αστείο όσο είναι πάντα το να βλέπεις οικογένειες από την κλειδαρότρυπα, άβολο όσο η σύγκρουση δύο γενεών, συγκινητικό όσο κάθε πράξη συμφιλίωσης με το θάνατο, αφοπλιστικό σαν ένα ριάλιτι που αρνείται να κατασκευάσει την αλήθεια του. Μ.Κ.
Ο Εγκληματίας (Borotmokmedi) του Ντμίτρι Μαμούλιγια | 2019, Γεωργία, Ρωσία
Ο Γεωργιανός Ντμίτρι Μαμούλιγια, εκτός από σκηνοθέτης και σεναριογράφος, είναι καθηγητής και θεωρητικός της λογοτεχνίας και αυτό καθίσταται αμέσως αντιληπτό από τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, μια υπερφιλόδοξη και συναρπαστική κινηματογραφική σπουδή πάνω στον Αλμπέρ Καμί και στον Φίοντορ Ντοστογιέφσκι, η οποία προσπαθεί να συγκεράσει την «γλυκιά αδιαφορία του σύμπαντος» του πρώτου με μια ηθική προσέγγιση της νοηματοδότησης της ύπαρξης μέσα από το έγκλημα και τη νομοτελειακή τιμωρία, όπως την αποτύπωσε στο μνημειώδες έργο του ο δεύτερος. Με φόντο το άγριο και αφιλόξενο καυκάσιο τοπίο, η σκληρότητα του οποίου μοιάζει να έχει εντυπωθεί στις ψυχές των κατοίκων της περιοχής, ο Μαμούλιγια αφηγείται την ιστορία του Γκιόργκι, ενός μοναχικού μηχανουργού σε ορυχείο στα περίχωρα της Τιφλίδας, ο οποίος θα γίνει ο μοναδικός μάρτυρας της μαφιόζικης δολοφονίας ενός διάσημου ποδοσφαιριστή. Μαγνητισμένος και συγκλονισμένος από το έγκλημα, ο Γκιόργκι δεν θα ειδοποιήσει την αστυνομία, ούτε θα αποκαλύψει αρχικά τίποτα στην οικογένεια του που αποτελείται από την αδερφή και την ανιψιά του, αλλά θα επιστρέψει επανειλημμένα στον τόπο του εγκλήματος, θα ξαπλώσει μάλιστα στο σημείο που κειτόταν το πτώμα του άτυχου θύματος, αναζητώντας να ζήσει πάλι εκείνο το αρχικό ερέθισμα. Αυτή η εμμονή θα αποκτήσει ακόμα πιο σκοτεινές διαστάσεις, οι οποίες αναζωπυρώνονται από την εκτεταμένη δημοσιογραφική κάλυψη των ερευνών, όταν η δική του αυτοσχέδια αναζήτηση των δολοφόνων οδηγήσει και τον ίδιο στο φόνο, μια τυφλή και αναίτια (;) έκρηξη βίας, που αποτελεί συνάμα την αποδραματοποιημένη και αναπόφευκτη κορύφωση ενός σκιώδους βίου μέσα σε ένα ηθικά αδιάφορο σύμπαν. Χωρισμένο σε τέσσερα κεφάλαια, που επιτείνουν τη λογοτεχνικότητα του όλου εγχειρήματος, αυτό το χρονικό της γενεαλογίας ενός εγκλήματος ξεδιπλώνεται σαν μια τελετουργικη και πένθιμη πομπή για μια ήδη νεκρή χώρα και μετατρέπεται σε ένα παλίμψηστο φιλοσοφικών, ψυχολογικών και κοινωνιολογικών ερμηνειών και αναλύσεων πάνω στο δωρικό και αδιαπέραστο πρόσωπο του πρωταγωνιστή Γκιόργκι Πετριασβίλι, σε ένα «Εγκλημα και Τιμωρία» για μια πιο κυνική και κενή εποχή. Τ.Χ.
Ο Πύραυλος του Στέφανου Σιταρά | 2019, Ελλάδα, Ιταλία
Ο Στάθης, γνωστός για τη μυθομανία του, αναγκάζεται να αποδείξει στους φίλους του την ύπαρξη ενός «απόρρητου πυραύλου» (που μόνο εκείνος ξέρει), προκειμένου να μην τους χάσει. Με μια έμφυτη έφεση στους φυσικούς διαλόγους, την κωμωδία και τη διεύθυνση των ηθοποιών-φίλων του, ο Σιταράς αποφεύγει μονομιάς τα κακώς κείμενα κάθε μικρής, χειροποίητης ταινίας που φτιάχνει μια παρέα στον ελεύθερό της χρόνο. Ο «Πύραυλος» παραμένει άτεχνος και αυτοσχεδιαστικός και είναι λίγες στιγμές που ξεφεύγει περισσότερο από το ήδη παραπάνω από το μέσο όρο παρόμοιων προσπαθειών που έχουμε δει πολλές φορές τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό do it yourself σινεμά. Εκεί όμως, στο λίγο παραπάνω από το μέσο αυτό όρο, είναι μια υπέροχη ταινία που σε κάνει να γελάς, να αγωνιάς, να εκπλήσσεσαι, να μελαγχολείς και να γυρίσεις αναπόφευκτα κάπου πίσω, όταν έκλεισες τη δική σου πόρτα στην εφηβική αθωότητα και κατάλαβες επιτέλους πως αυτό που είναι το πιο σημαντικό δεν είναι να δείξεις στους άλλους αυτό που εσύ βλέπεις για να σε πιστέψουν, αλλά να είσαι τόσο σίγουρος για αυτό που έχεις δει ώστε κανείς να μην έχει καμία αμφιβολία ότι το είδες. Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για την ταινία. Μ.Κ.
Δε Θέλω να Γίνω Δυσάρεστος, Αλλά Πρέπει να Μιλήσουµε για Κάτι Πολύ Σοβαρό του Γιώργου Γεωργόπουλου | 2019, Ελλάδα
Ο Αρης είναι ένας 35χρονος που μεγάλωσε με τη βεβαιότητα ότι η ζωή του ανήκει. Αυτό το γνωστό δικαίωμα/προνόμιο που κουβαλούν αβίαστα στο βλέμμα και τη συνείδησή τους μερικοί άνθρωποι. Σταδιακά κέρδισε την εμπιστοσύνη του ιδιοκτήτη του εργοστασίου που εργάζεται, ανέβηκε στην πυραμίδα εξουσίας, και τώρα περιμένει να πάρει τα κλειδιά της διεύθυνσης. Αν όμως στην επαγγελματική του ζωή έδειξε πίστη, πειθαρχία κι επιμονή, στην προσωπική του έφευγε. Αφηνε πίσω σχέσεις, υποσχέσεις, συντρόφους. Ολες οι πρώην του αισθάνονται προδομένες. Ενας άντρας που φροντίζει με επιμέλεια το bonsai δεντράκι που κρατά στο κομοδίνο του, αλλά όχι τις γυναίκες που κρατά αγκαλιά στο κρεβάτι του. Ενα γύρισμα της τύχης όμως τον φέρνει αντιμέτωπο με το παρελθόν και τον εαυτό του. Γίνεται φορέας ενός νέου κι άκρως επικίνδυνου ιού, που οι γιατροί ακόμα δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν. Ο ιός μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή, μεταλλάσσεται γοργά και καταλήγει θανατηφόρος, αλλά μόνο για τις γυναίκες. Η viral επιδημία έχει εξαπλωθεί μέσα σε λίγες μέρες σε όλο τον κόσμο - γυναίκες πεθαίνουν στους δρόμους, στα αυτοκίνητα, στα γραφεία. Οι άντρες όχι. Παραμένουν μόνο φορείς. Ο Αρης είναι η μοναδική ελπίδα για τη δημιουργία ενός εμβολίου. Αρκεί, γυρνώντας προς τα πίσω, να ξανασυναντήσει όλες τις γυναίκες της ζωής του και να ανακαλύψει ποια σύντροφός του τον κόλλησε αρχικά. Εκείνες τον μισούν. Εκείνος, δεν θέλει να γίνει δυσάρεστος, αλλά πρέπει να μιλήσουν για κάτι πολύ σοβαρό. Οκτώ χρόνια πριν, ο Γιώργος Γεωργόπουλος είχε αποδείξει με το «Tungsten» το διορατικό, καυστικό του βλέμμα, παρασύροντάς μας σ' ένα Αποκαλυπτικό οδοιπορικό σε μία Αθήνα που η πίεση και η βία χτυπά υψηλές θερμοκρασίες. Σήμερα, επιστρέφει για να αποδείξει ότι είναι πράγματι ένας αξιόλογος χειριστής της κινηματογραφικής γλώσσας. Κατασκευάζει ένα δυστοπικό σύμπαν και παραδίδει μία καυστική κατάμαυρη κωμωδία που λέει τα πιο σοβαρά, δυσάρεστα πράγματα για την ανθρώπινη φύση και τις μοντέρνες σχέσεις. Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για την ταινία. Π.Λ.
Γάτα Μέσα στον Τοίχο (Cat in the Wall) των Μίνα Μιλέβα, Βεσέλα Καζακόβα | 2019, Βουλγαρία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία
Η Ιρίνα, μια ανύπαντρη μητέρα από τη Βουλγαρία, μένει στις εργατικές κατοικίες στα προάστια του Λονδίνου. Οπως είναι αναμενόμενο, η ζωή της είναι κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή: οι προσπάθειες να αξιοποιήσει το πτυχίο Αρχιτεκτονικής που έφερε από την πατρίδα πέφτουν στο κενό, καθώς η δουλειά στο μπαρ και οι καθημερινοί καβγάδες με τους γείτονες την απομακρύνουν ολοένα περισσότερο από τα όνειρά της. Ωσπου, μια μέρα, κάνει την εμφάνισή της μια αδέσποτη γάτα, η οποία μοιάζει να γίνεται μέλος της «οικογένειας», πριν τη διεκδικήσουν με τη σειρά τους ένας ένας όλοι οι κάτοικοι του κτιριακού συγκροτήματος. Είναι κάτι παραπάνω από φανερή η προσπάθεια των Μιλέβα και Καζακόβα (από τη Βουλγαρία με έδρα το Λονδίνο, προϋπηρεσία στο ντοκιμαντέρ και ουσιαστικά «ανεπιθύμητες» από τη βουγλαρική κυβέρνηση για τις αποκαλύψεις τους γύρω από τη διαφθορά του κομμουνιστικού κόμματος) να καταγράψουν γλαφυρά τη σημερινή πραγματικότητα στο Λονδίνο του Brexit, του gentrification και άλλων έννοιών που αποκτούν κάθε λεπτό διαφορετικό νόημα. Λέγοντας γλαφυρά, εννοούμε και με υστερία και υπερβολή στο ρεαλισμό και μια συνεχή «καταγγελία» και με «φορετά» ψεύτικα τελικά τσιτάτα γύρω από την παγκοσμιοποιήση, το χαμένο όνειρο του σοσιαλισμού, τη νέα τάξη των πραγμάτων παγκοσμίως. Αυτό δεν αφαιρεί από την ταινία την ενέργειά της και την πιστότητα στην τρυφερή χαρτογράφηση της ελπίδας για μια νέα ζωή σε έναν τόπο που ωστόσο αλλάζει πιο γρήγορα απ' όσο προλαβαίνεις να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου. Δεν τη βοηθάει όμως να εκμεταλλευτεί την αλληγορική ιδέα με τη «γάτα στον τοίχο» που δίνει και τη μυθοπλαστική ανάσα στην θεωρητικά ντοκιμαντερίστικη υφή της υπόλοιποης ταινίας και να γίνει και το πραγματικά ανανεωτικό πορτρέτο της σύγχρονης πολυπολιτισμικής κοινωνίας, παραμένοντας διαρκώς σε εκείνο το χώρο που βρίσκονται οι ταινίες που νιώθεις ότι τις έχεις ξαναδεί και σε μια καλύτερη εκδοχή τους. Μ.Κ.
Καθημερινές Γυναίκες (Simple Women) της Κιάρα Μάλτα | 2019, Ιταλία, Ρουμανία
Για όποιον νιώθει ότι το σινεμά των '90ς, το ανεξάρτητο αμερικάνικο, η στιλιζαρισμένη ανεμελιά, η νουβέλ βαγκ όπως φιλτραρίστηκε μέσα από τον απολαυστικό κυνισμό του Χαλ Χάρτλεϊ, είναι μια αδικοχαμένη στιγμή ευτυχίας, αυτή εδώ είναι η ταινία του. Η Ιταλίδα Κιάρα Μάλτα φροντίζει για το υπαρξιακό σίκουελ του «Simple Men», της ταινίας του Χάρτλεϊ του 1992, εκείνης που ανέδειξε τη Ρουμάνα ηθοποιό Ελίνα Λόουενσον σε it girl μέσα από ένα σχηματικό χορευτικό νούμερο και μερικές κομψότατες κρίσεις επιληψίας. Η ηρωίδα της ταινίας, Ιταλίδα σκηνοθέτης (η αυτοαναφορικότητα ως κύβος του Ρούμπικ) που πάσχει από επιληψία (υποδύεται η Τζασμίν Τρίνκα με αξεσουάρ που την προσομοιάζουν με τη Μάλτα), έχει μεγαλώσει με τη Λόουενσον ως ίνδαλμα. Οταν θα τη γνωρίσει πραγματικά (η Ελίνα παίζει τον εαυτό της), θα θελήσει να κάνει τη ζωή της ταινία, αλλά η επαφή της πραγματικότητας με το μύθο θα φέρει απρόσμενα αποτελέσματα, άλλες φορές ισοπεδωτικά κι άλλες απογειωτικά. Οι «Καθημερινές Γυναίκες» είναι ένα φιλμ που δεν στέκεται στα πόδια του ως αυτόφωτη ταινία: η θεματική της διασημότητας, της χρυσής παγίδας της επιτυχίας, έχουν διατυπωθεί πολλές φορές στο σινεμά με πιο ενδιαφέροντα τρόπο. Ομως ως ένα meta αφιέρωμα στην εποχή της υπέροχης κινηματογραφικής ανωριμότητας, ως ένα φιλμ που ταξιδεύει χέρι-χέρι με την παράδοση και τη χάρη από την οποία ξεπήδησε, αποτελεί ένα τρυφερό, μελαγχολικό παιχνίδι μ' ένα πολύ πρόσφατο παρελθόν που βλέπει τα σημάδια του να χάνονται άδοξα. Λ.Γ.
Αντάρτης (Guerilla) του Γκιόργκι Μορ Καρπάτι | 2019, Ουγγαρία
H ομορφιά της φύσης και το πιο φρικτό πρόσωπο του πολέμου πάνε χέρι χέρι στο ντεμπούτο του Ούγγρου Γκιόργκι Μορ Καρπάτι που διαδραματίζεται τον Αύγουστο του 1849, όταν οι αυστριακές δυνάμεις πνίγουν στο αίμα την εξέγερση των Ούγγρων κατά της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Ο ήρωας της ταινίας -ένας άντρας που έχει αποφύγει τη στράτευση- αναζητά απεγνωσμένα τον αδελφό του κι όταν τον βρίσκει τραυματισμένο θα μείνει μαζί του και με τους συμπολεμιστές του μέχρι εκείνος να αναρρώσει, κατασκευάζοντας μια δική του αλήθεια για τον αληθινό ρόλο του στον πόλεμο. Ο «Αντάρτης» δεν είναι σε καμία περίπτωση μια τυπική πολεμική ταινία, αλλά μάλλον μια υπαρξιακή ταινία παρατήρησης για τη φύση, αυτή που μας περιβάλλει, αυτή του ανθρώπου και φυσικά του πολέμου. Λιτή αλλά και σκληρή σε ίσες δόσεις, αινιγματική και γοητευτική, η ταινία του Μορ Καρπάτι προβάλλει σαν μια ενδιαφέρουσα μελέτη σε ένα σινεμά είδους και μια υπόσχεση για ένα ενδιαφέρον κινηματογραφικό μέλλον. Λ.Γ.