«Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει άλλος τρόπος να χτυπήσεις το σύστημα, παρά μόνο από μέσα. Αν βγεις εκτός συστήματος, ο αγώνας είναι δυσκολότερος και μεγαλύτερος.»
Αν ρωτήσετε οποιονδήποτε νέο Ρουμάνο σκηνοθέτη για το ποια ακριβώς είναι η ευθεία γραμμή που ενώνει το παρελθόν με το παρόν του ολοένα και πιο αναγνωρισμένου νέου ρουμάνικου σινεμά, το όνομα του Μίρτσεα Ντανελιούκ θα αναφερθεί περισσότερες από μια φορές, όχι μόνο ως ένα σύμβολο του τι μπορεί να σημαίνει να είσαι «ανεξάρτητος» ακόμη και μέσα σε μια δικτατορία σαν αυτή του Τσαουσέσκου, αλλά κυρίως γιατί οι ταινίες του 70χρονου σήμερα βετεράνου διατρέχουν την ιστορία του κινηματογράφου της Ρουμανίας ως ανεξίτηλα δείγματα μιας πορείας που φτιάχτηκε πάνω σε ρίσκα και μικρές ή μεγαλύτερες επαναστάσεις.
Για τον Μίρτσεα Ντανελιούκ δεν ήταν εύκολο να κάνει τις ταινίες που ήθελε ούτε κατά τη διάρκεια του κομμουνισμού, ούτε κατά τη διάρκεια της δημοκρατίας. Οταν δηλώνει πως «σε όλη μου τη ζωή πάλευα με τη λογοκρισία και το τίμημα για να κάνω σινεμά είναι οι πληγές που κουβαλάω στο κορμί μου», είναι αδύνατον να μην αισθανθείς ένα δέος για ένα δημιουργό που υπήρξε παρών στην πιο κοσμογονική στιγμή της σύγχρονης ιστορίας, μια από τις πιο σημαντικές επιρροές για το ρουμάνικο σινεμά (και όχι μόνο) και όμως άγνωστος σε ένα μεγαλύτερο κοινό την ίδια ακριβώς εποχή που το ρουμάνικο σινεμά πρωταγωνιστεί διεθνώς ως η πιο δυναμική εθνική κινηματογραφία των τελευταίων χρόνων.
Σκήνή από τη «Μεγάλη Διαδρομή» του 1975, την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία
«Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας υπήρχαν πολλά χρήματα. Το κράτος χρηματοδοτούσε εξολοκλήρου τις ταινίες, απλά ζητούσε ως αντάλλαγμα το να κάνεις προπαγάνδα. Αν ήθελες να αποφύγεις την προπαγάνδα έπρεπε να βρεις τρόπους, να πάρεις ρίσκα. Ηταν μια συνεχής δοκιμασία να μπορέσεις να κάνεις τις ταινίες που ήθελες και να καταφέρεις να ξεφύγεις από τη λογοκρισία χωρίς κανείς να καταλάβει τίποτα. Στο καθεστώς του Τσαουσέσκου ήταν υποχρεωτικό να δουλεύεις. Αν δεν μπορούσες να παίξεις με τους κανόνες, τότε βρισκόσουν άνεργος και εκτός συστήματος, σχεδόν νεκρός. Τα πράγματα όμως δεν ήταν πολύ διαφορετικά όταν μέσα σε ένα βράδυ το καθεστώς κατέρρευσε και ήρθε η δημοκρατία. Ηταν οι ίδιοι άνθρωποι που βρίσκονταν στη κυβέρνηση και για τα πρώτα χρόνια, η κατάσταση ήταν η ίδια: υπήρχαν χρήματα για τις ταινίες αλλά και μια ψευδής αίσθηση ελευθερίας. Η συνέχεια είναι γνωστή. Τα χρήματα για το σινεμά μειώθηκαν τόσο δραματικά που δεν μπορούσες πια να κάνεις σινεμά με την ίδια ευκολία».
Σκηνή από το «Πρόβα με Μικρόφωνο» του 1980
Ανατρέποντας τον παραδοσιακό σοσιαλιστικό ρεαλισμό, ο Μίρτσεα Ντανελιούκ προτίμησε από νωρίς την οδό ενός ανθρωποκεντρικού, βαθιά πολιτικού και ρεαλιστικού - σχεδόν στα όρια του ντοκιμαντέρ - καυστικού σινεμά. H φιλία και η συντροφικότητα στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Η Μεγάλη Διαδρομή» του 1978, η ευθεία κριτική απέναντι στο γραφειοκρατικό παραλογισμό στο «Πρόβα με Μικρόφωνο» του 1980, ο άνθρωπος απέναντι στο σύστημα στο «Κυνήγι Αλεπούδων» του 1980, η αντικαθεστωτική «Κρουαζιέρα» του 1981 και η απόλυτη συνθλιβή του ατόμου μέσα σε ένα απάνθρωπο και εξευτελιστικό καθεστώ στο «Ιάκομπ» του 1988, ολοκλήρωσαν μια ολόκληρη θεματική «αντι-προπαγάνδας» μέχρι την πτώση του κομμουνισμού.
Η πτώση του κομμουνισμού βρήκε τον Μίρτσεα Ντανελιούκ στην ίδια γραμμή ενός κοινωνικού σινεμά που συνέχιζε να δοκιμάζει και να δοκιμάζεται μέσα σε συνεχείς συνθήκες μετάβασης: το μαύρο χιούμορ στη «Συζυγική Κλίνη» του 1993, η «Αγανάκτηση» του 1993 - καθρέφτης μιας εξαντλημένης από την έλλειψη ελευθερίας κοινωνίας, ο «Γερουσιαστής των Σαλιγκαριών» του 1995 για τη διαφθορά που ενώνει τα κενά ανάμεσα στις δύο περιόδους της χώρας.
«Ολες μου οι προσπάθειες ήταν να κάνω ένα σινεμά με απόλυτη ειλικρίνεια και δίκαιη κρίση. Το αν κάποια ταινία θα αντέξει στο χρόνο βασίζεται ακριβώς σε αυτό. Μια καλή ταινία ορίζεται από δύο πράγματα: να μπορεί να διατηρείται φρέσκια μέσα στο χρόνο και να είναι υπόδειγμα μίμησης για τις νεότερες γενιές. Αν και όλες οι προσπάθειες μου μέσα στα χρόνια ήταν να καταφέρω να γλιστρήσω από τη λογοκρισία, νομίζω πως κατάφερα να το πετύχω στις περισσότερες ταινίες μου».
Σκηνή από τον «Γερουσιαστή των Σαλιγκαριών» του 1995
Η γνώμη του για το νέο ρουμάνικο σινεμά και την αναγνώρισή του στο διεθνές φεστιβαλικό και όχι μόνο προσκήνιο δεν είναι κολακευτική: «Δεν έχω μεγάλη εκτίμηση στα Φεστιβάλ. Ξέρουμε πολύ καλά πως δίνονται τα βραβεία και είναι κάτι που βαριέμαι αφόρητα. Κάποιες από τις ταινίες του νέου ρουμάνικου σινεμά είναι καλύτερες από άλλες, αλλά θεωρώ πως η πλειοψηφία τους είναι ταινίες απλοϊκές, κάτι που υπαγορεύουν και τα χαμηλά budget, ταινίες που μοιάζουν ρηχές, που βασίζονται σε μια ιδέα και δεν μιλούν ολοκληρωμένη για την ανθρώπινη κατάσταση».
Οι συμβουλές του, όμως, προς τους νέους κινηματογραφιστές είναι πολύτιμες, προερχόμενες από έναν άνθρωπο που στα δικά του πρώτα βήματα είχε να παλέψει με πολλά περισσότερα από την αγωνία της καλλιτεχνικής έκφρασης: «Ο κάθε νέος δημιουργός πρέπει να μένει πιστός στον εαυτό του και να μην άγεται και φέρεται από τις μόδες της εποχής. Και να μπορέσει να εκμεταλλευτεί όλα αυτά που το σινεμά έχει να προσφέρει στην εκατοντάχρονη ιστορία του. Επίσης να αποφεύγει τα close-ups και τα τράβελινγκ».