«Νορβηγία» του Γιάννη Βεσλεμέ - Διεθνές Διαγωνιστικό / Ρομαντικό μέχρι το μεδούλι και εικαστικά απαστράπτον το ντεμπούτο του Γιάννη Βεσλεμέ είναι μια new wave φαντασμαγορία για όλα όσα αξίζει να μας κρατούν... πεθαμένους. Με έναν ακαταμάχητα γοητευτικό τρόπο που δεν εξαντλείται στην άρτια σκηνογραφική του υπόσταση, σε επιμέλεια του ίδιου του δημιουργού του, ούτε στις εκατομμύρια μικρές λεπτομέρειες που χτίζουν το οικοδόμημα μιας underground Αθήνας που ζει ταυτόχρονα στα βαθιά «παπανδρεϊκά» 80s και σε ένα κόσμο που μοιάζει βγαλμένος από ένα σκοτεινό κόμικ γραμμένο πριν από το χαρτί πάνω σε ένα ηλεκτρισμένο συνθεσάιζερ, το σινεμά του Γιάννη Βεσλεμέ είναι χειροποίητο και συναρπαστικό. Στην επίσημη ελληνική πρεμιέρα της ταινίας (μετά το ντεμπούτο της στο Κάρλοβι Βάρι), ο Βεσλεμές συζήτησε με το κοινό σε ζεστή και ενθουσιώδη ατμόσφαιρα. Σε ερώτηση εάν το σινεμά του αποτελεί παρωδία του σινεμά του Νίκου Νικολαΐδη, ο Γιάννης Βεσλεμές απάντησε γελώντας, «Είμαι κι εγώ μεγάλος θαυμαστής του Νικολαΐδη, πολλοί και τότε θεωρούσαν ότι ο ίδιος σε κάποιες ταινίες παρωδούσε τον εαυτό του. Δεν ξέρω πώς ονομάζεται το είδος του σινεμά που κάνω, σίγουρα δεν παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά, παρότι θέλει να πει κάτι πολύ σοβαρό.» Διαβάστε ολόκληρη την κριτική του Flix για τη «Νορβηγία» εδώ. M.K.
«Πλευρικοί Ανεμοι» («Ιn the Crosswind») του Μάρτι Χέλντε - Διεθνές Διαγωνιστικό Εσθονία, Ιούνιος του 1941. Η Ερνα ζει με τον άντρα της Χέλντουρ και την μικρή τους κόρη Ελίντε στο αγροτόσποιτό τους στην εξοχή. Ο Χέλντουρ είναι στρατιωτικός της Εσθονικής Εθνοφρουράς και είναι αυτός που θα της μεταφέρει τα ανησυχητικά νέα: ο Σοβιετικός στρατός του Στάλιν καταφθάνει για να εκκενώσει τα χωριά και τις πόλεις. Η μοίρα των κατοίκων της Βαλτικής, άγνωστη - αν και οι πρώτες φήμες για εξορία στη Σιβηρία δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας. Οι γείτονες και οι φίλοι της Ερνα εγκαταλείπουν τα σπίτια τους. Εκείνη αποφασίζει να μείνουν. Οταν οι Σοβιετικοί φθάνουν στην πόρτα τους, ο Χέλντουρ συλλαμβάνεται (και μετά εκτελείται), η Ερνα με την μικτή Ελίντε τσουβαλιάζονται σε τρένα που οδεύουν στον παγωμένο Βορρά και στα καταναγκαστικά έργα που εξόντωσαν εκατομμύρια «εχθρών του λαού» - κρατουμένων που άφησαν την τελευταία τους πνοή στα «κολχόζ» (συνεταιριστικά σοβιετικά αγροκτήματα). Το μόνο που κρατά την Ερνα ζωντανή είναι τα γράμματα που γράφει στον άντρα της Χέλντουρ. Πρόκειται για αληθινά γράμματα και υπαρκτά πρόσωπα, γιατί αυτή είναι μία αληθινή ιστορία. «Νομίζω ότι οι ζωές μας σταμάτησαν. Ο χρόνος σταμάτησε. Ημουν ακίνητη για χρόνια» λέει η Ερνα σ' ένα από τα γράμματά της, μεταφέροντας την αίσθηση του κλεμμένου χρόνου της ζωής των κρατουμένων, το σταμάτημα της καρδιά σου ως αποτέλεσμα της αποκοπής σου από όσους αγαπάς, την ψυχή που έχει εγκαταλείψει το αποστεωμένο σου κορμί - έχει μείνει πίσω, στην αυλή σου με την αγριομηλιά, να απλώνει τα ρούχα ενώ το κοριτσάκι σου παίζει με τη φούστα σου. Από αυτή τη φράση ο Χέλντε αντλεί την έμπνευσή του και παίρνει μία γενναία απόφαση για την αισθητική και τη φόρμα της ταινίας: θα τη γυρίσει ασπρόμαυρη, σε steadicam μονοπλάνα (το κάθε ένα χρειάστηκε 6 μήνες προετοιμασίας και 1 μέρα γύρισμα), με τον κινηματογραφικό φακό να γλιστρά υγρά και ληθαργικά ανάμεσα στους ανθρώπους που παραμένουν ακίνητοι μέσα στα τοπία - σαν άψυχα αγάλματα, σα ζωντανά ταμπλό ενός βίαιου πίνακα απαράμιλλης ομορφιάς. Διαβάστε ολόκληρη την κριτική του Flix για το «Πλευρικοί Ανεμοι» εδώ.
«Itsi Bitsi» του Ολε Κρίστιαν Μάντσεν – Ανοιχτοί Ορίζοντες, Ειδικές Προβολές / Στη Δανία του 1962, όπως και σ’ ολόκληρο τον κόσμο, οι νέοι επαναστατούν, διεκδικώντας την ελευθερία τους και τον τρόπο αυτοδιαχείρισής της. Ανάμεσά τους, ο Εϊκ Σκάλοε, ρομαντικός, ενθουσιώδεις, λαίμαργος για τη ζωή και γεμάτος νεανική αφέλεια, είναι έτοιμος να δοκιμάσει τα πάντα και το τίποτα για να καλύψει τις αναζητήσεις του. Μέχρι να γνωρίσει την Ιμπεν: την κοπέλα που θα ερωτευτεί καθολικά και παράφορα και θα στηρίξει πάνω της ολόκληρη τη (σύντομη) ζωή του. Η Ιμπεν δεν είναι πρόθυμη για αποκλειστικότητα κι όσο εκείνη μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα σε διάφορους άντρες, κινήματα και είδη ναρκωτικών, ο Εϊκ γυρίζει τον κόσμο, γνωρίζει την ηρωίνη και την οριεντάλ φιλοσοφία, ιδρύει το μνημειώδες συγκρότημα-πυροτέχνημα Steppeulvene (τους Δανούς Steppenwolf χίπιδες με τα progressive rock anthems) και κάνει ένα τελευταίο ταξίδι στο Νεπάλ, από το οποίο δεν επιστρέφει ποτέ. Ο Ολε Κρίστιαν Μάντσεν του «Flammen & Citronen» και του «Superclassico» κάνει ένα ιδιαίτερα σκανδιναβικό biopic και, ταυτόχρονα, μια φωτεινή καταγραφή της εποχής της νεανικής ελευθερίας του ’60. «Ολα είναι ναΐφ. Ομορφα και χαζά ταυτόχρονα», λένε ως τσιτάτο οι ήρωες της ταινίας και θα μπορούσαν μ’ αυτή τη φράση να περιγράφουν και το ίδιο το φιλμ. Μια πλούσια παραγωγή με συναρπαστική εικόνα και με την πάντα ιντριγκαδόρικη γοητεία της δεκαετίας των παιδιών των λουλουδιών, κοντοστέκεται ανάμεσα στο δράμα και στην κομεντί και επιλέγει και τα δυο, αποδυναμώνοντας την επίδρασή της. Αφθονη μουσική, ιδιαίτερα πολύς Ντίλαν, κάτι από «Ζιλ και Ζιμ», απλόχερο σεξ και ιλιγγιώδη ενσταντανέ με ναρκωτικά, λίγο animation και πολλή νοσταλγία για τη «χαμένη γενιά», συνθέτουν μια ταινία ελαφρώς χαζοχαρούμενη αλλά, παρόλ’ αυτά, κυρίως λόγω του περιεχομένου της και της ελκυστικής προσωπικότητας του Σκάλοε, γοητευτικής. Μην αναρωτηθείτε όταν δείτε το ζευγάρι να εγκαθίσταται στο αθηναϊκό ξενοδοχείο «Ερμής»: οι ελληνικές σκηνές είναι γυρισμένες στην Κροατία. Λ.Γ.
«Πολκ» των Νίκου Νικολόπουλου και Βλαδίμηρου Νικολούζου – Ελληνικές Ταινίες, Κυρίως Πρόγραμμα / Το 1948, στο κέντρο του εμφυλίου, στη Θεσσαλονίκη δολοφονήθηκε ο Αμερικανός δημοσιογράφος του CBS, Τζορτζ Γουόσινγκτον Πολκ, ο οποίος βρισκόταν στην Ελλάδα για να καλύψει τον εμφύλιο, με κείμενα επικριτικά και για τις δυο πλευρές αλλά και για την ανάμειξη της Αμερικής. Ανάμεσα στα μυστηριώδη της δολοφονίας του, το στοιχείο στην αστυνομική αναφορά: λίγο πριν πεθάνει, ο Πολκ είχε γευματίσει με αστακό και μπιζέλια. Μετά πυροβολήθηκε εξ επαφής στο σβέρκο και πετάχτηκε στον Θερμαϊκό. Αυτή την ισχνή ιστορία με τις τεράστιες προεκτάσεις παίρνουν ως αφορμή οι Νικολόπουλος και Νικολούζος και στήνουν έναν αφαιρετικό υπαρξιακό συλλογισμό με έμφαση στη φόρμα, στην εικόνα και στην εγκεφαλική της ερμηνεία. Η ταινία ξεκίνησε ως μικρού μήκους (προβλήθηκε στις προηγούμενες Νύχτες Πρεμιέρας) και, στη συνέχεια, αναπτύχθηκε για να φτάσει τα 72 λεπτά. Μια σειρά από σταθερά πλάνα, εσωτερικών χώρων, ανθρώπων σε διαλόγους ή μονολόγους, αστικά και υπαίθρια τοπία, σαν tableaux vivants, υπαινίσσονται τα γεγονότα και επενδύουν στο χτίσιμο μιας αίσθησης απορίας και αγωνίας, ενός ανθρώπου που, γνωρίζοντας το ρίσκο των πράξεών του, είναι ήδη νεκρός πριν δολοφονηθεί. Ο Θανάσης Γεωργίου κρατά, σιωπηλά, τον κεντρικό ρόλο και περιβάλλεται από τους Ηλέκτρα Νικολούζου (στο ρόλο της Ρέας Κοκκώνη, συζύγου του Πολκ), Αλέξανδρο Λογοθέτη, Ιερώνυμο Καλετσάνο και Αλέξανδρο Μαυρόπουλο. Εικόνες αισθητικής τελειότητας, εξαιρετικά φωτισμένες, διακόπτονται από παύσεις, διάλογοι επαναλαμβάνονται εντείνοντας το συμβολικό τους νόημα, η κάμερα κινείται μόνο όταν παρατηρεί τον Πολκ, ήδη νεκρό, μουλιασμένο στο νερό του τάφου του, να τρώει το τελευταίο του γεύμα, με συνείδηση του κοντινού του μέλλοντος/πρόσφατου παρελθόντος. Είναι γεγονός ότι για να σταθεί μια ταινία τόσο φορμαλιστική στην κινηματογραφική αίθουσα, πρέπει να έχει κατακτήσει, εκτός από ένα απλόχερο budget, μια τέλεια σεναριακή δομή και μια πυκνότητα που να μην αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης της ελλειπτικότητάς της. Ωστόσο, στην πρώτη τους ταινία, ο Νικολόπουλος κι ο Νικολούζος πετυχαίνουν ένα προκλητικό εικαστικό πείραμα, ένα φιλμ έτοιμο να γαργαλίσει τα μάτια και τη σκέψη, μια υπόσχεση μεταμοντέρνων αξιώσεων. Λ.Γ.
«Κουμίκο, η Κυνηγός του Θησαυρού» («Kumiko the Treasure Hunter») των Ντέιβιντ και Νέιθαν Ζέλνερ - Ανοιχτοί Ορίζοντες / Από το Φεστιβάλ του Σάντανς στο Forum του Βερολίνου και τώρα στη Θεσσαλονίκη, μια παράξενη, πρωτότυπη, σαρωτική ταινία με τη Ρίνκο Κικούτσι σε ρόλο εναλλακτικού κονκισταδόρ. Η Κουμίκο ζει στο Τόκυο, είναι μια υπάλληλος γραφείου, μια «office lady» όπως είναι ο επίσημος και τόσο σεξιστικός τίτλος της κι έξω από αυτό, είναι ένα τίποτα. Το σπίτι της είναι κακοπαθημένο κι ακατάστατο όπως και η ζωή της, το κανελί κουνέλι που ζει μαζί της είναι η μόνη ύπαρξη που αναγκαστικά φροντίζει. Η Κουμίκο φορά κάθε μέρα τα ίδια ρούχα, μαύρα κι ένα κόκκινο παλτό που την κάνει να μοιάζει με την κοκκινοσκουφίτσα. Ποιος είναι ο λύκος που καραδοκεί; Ενάντια στην εικόνα της, η Κουμίκο έχει μεγαλεπήβολα σχέδια για τη ζωή της. Σαν άλλος κονκισταδόρ που με οδηγό ένα φθαρμένο χάρτη αναζητά το μεγάλο θησαυρό, η Κουμίκο ψάχνει για τα δικά της λάφυρα, κυριολεκτικά, που θα τα βρει στη Μινεσότα. Επειδή ο δικός της «χάρτης» είναι το «Fargo» των αδελφών Κοέν που ξαναβλέπει ασταμάτητα σε μια φθαρμένη βιντεοκασέτα. Αφού ο Στιβ Μπουσέμι θάβει μια βαλίτσα με λεφτά δίπλα σ’ ένα φράχτη στα χιόνια κι αφού η ταινία βασίζεται σε πραγματική ιστορία, γιατί να μην είναι η Κουμίκο εκείνη που θα φτάσει μέχρι εκεί και θα τον διεκδικήσει; Σ’ αυτόν τον ιδιόμορφο συνδυασμό ιαπωνικού υπαρξισμού, αμερικανικού πραγματισμού και εικαστικού μινιμαλισμού, επέλεξε κι ο Αλεξάντερ Πέιν να βάλει την υπογραφή του ως executive producer – όχι απλώς έξυπνη συνεργασία, αλλά και κατανοητή, ειδικά μόλις η Κουμίκο αρχίζει να περπατά στους απέραντους, άδειους δρόμους της Αμερικής και της μοίρας της. Διαβάστε ολόκληρη την κριτική του Flix για το «Κουμίκο, Η Κυνηγός του Θησαυρού» εδώ. Λ.Γ.
Διαβάστε ακόμη:
- Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2014: Ημέρα 1η, η Τελετή Εναρξης με το απουσιολόγιο στο χέρι
- Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2014: Ημέρα 2η, από τον Νικολάι Κόστερ Βαλντάου του «Game of Thrones», στο «Magical Girl», την έκπληξη από την Ισπανία
- Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2014: Ημέρα 3η, όσα ενώνουν τους ανθρώπους με το ζωικό βασίλειο στον «Γύπα» και τον «Αμνό»
- Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2014: Ημέρα 4η, από την Αριάν Λαμπέντ στο «Φιντέλιο - Η Οδύσσεια της Αλίκης» μέχρι το «Μοdris» και το μανιφέστο του Ραμάν Μπαχράνι κατά των τραπεζών με το «99 Homes»
- Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2014: Ημέρα 5η, όπου η «Βασίλισσα Αντιγόνη» του Τηλέμαχου Αλεξίου συναντά το «Ολόδικός σου» του Νταβίντ Λαμπέρ σ' ένα παιχνίδι σεξουαλικότητας και μοναξιάς
Διαβάστε αναλυτικά το πρόγραμμα του 55ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εδώ