Με μερικά από τα πιο εμβληματικά μουσικά βίντεο στην ιστορία του μέσου και τρεις μόλις μεγάλου μήκους ταινίες σε διάστημα είκοσι ετών, πρέπει να αισθανόμαστε ευγνώμονες για κάθε εικόνα που βγαίνει από το μυαλό του Τζόναθαν Γκλέιζερ, πόσο μάλλον όταν αυτή έρχεται απρόσμενα και αναπάντεχα, όπως στην περίπτωση του «The Fall», μιας επτάλεπτης μικρού μήκους ταινίας που εμφανίστηκε σαν κεραυνός εν αιθρία και χωρίς καμία προηγούμενη ανακοίνωση ή προώθηση, ούτε καν τίτλους έναρξης και credits, στους τηλεοπτικούς δέκτες του BBC2 την Κυριακή που μας πέρασε, για να συνεχίσει την πορεία της σε επιλεγμένες κινηματογραφικές αίθουσες της Μεγάλης Βρετανίας και στην υπηρεσία streaming στον ιστότοπο του καναλιού (προσβάσιμη, δυστυχώς, μόνο σε αγγλικές IP).
Μόνο μετά από αυτή την πρώτη προβολή ανακοινώθηκε ότι είναι η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του περισπούδαστου Άγγλου σκηνοθέτη έξι χρόνια μετά το αριστουργηματικό «Κάτω από το Δέρμα». Αυτή η ολιγόλεπτη δυστοπική (κυριολεκτική και μεταφορική) κατάβαση στην κόλαση, όμως, υπό τους ανατριχιαστικούς ατονικούς ήχους της Μίκα Λέβι (υπεύθυνης και για το σάουντρακ του «Κάτω από το Δέρμα») και χωρίς ίχνος διαλόγου δεν θα μπορούσε παρά να ανήκει στον Τζόναθαν Γκλέιζερ, έναν σκηνοθέτη που έχει αποδείξει πως ξέρει να οπτικοποιεί τον τρόμο και την απειλή με τον πλέον υπαινικτικό και άφατο τρόπο.
Τίποτα, άλλωστε, δεν παραπέμπει σε έναν σαφή τόπο και χρόνο στο «The Fall». Θα μπορούσε να διαδραματίζεται σε ένα μετα-αποκαλυπτικό μέλλον, όπου η ανθρωπότητα έχει περιέλθει σε έναν νέο πρωτογονισμό, ή σε μια πιο ζοφερή εκδοχή του παρόντος. Σε ένα δάσος μια ομάδα ανθρώπων, που παραπέμπει περισσότερο σε όχλο, προσπαθεί να κατεβάσει δια της βίας έναν έντρομο άνδρα, από το δέντρο στο οποίο εκείνος είναι γαντζωμένος. Κανείς δε φέρει ανθρώπινα χαρακτηριστικά και όλοι φορούν μάσκες που παραπέμπουν στα προσωπεία της αρχαίας τραγωδίας ή στο ιαπωνικό θέατρο Νο. Είναι τα πρόσωπά τους κατεστραμμένα ή είναι κάποιο τελετουργικό; Είναι ο κυνηγημένος μέλος της ομάδας ή κάποιος άτυχος παρίας; Τα κίνητρα, τα αίτια και οι απαντήσεις δεν δίνονται ποτέ. Το μόνο που ακούγεται είναι το απειλητικό θρόισμα των φύλλων και τα δυσοίωνα τύμπανα της Μίκα Λέβι.
Οταν ο άντρας πέσει από το δέντρο, οι υπόλοιποι θα χιμήξουν επάνω του, θα φωτογραφηθούν μαζί του αναμνηστικά σαν να ήταν τρόπαιο κι αφού του περάσουν μια θηλειά στον λαιμό θα τον ρίξουν στον πάτο ενός πηγαδιού που μοιάζει απύθμενο. Η πτώση θα είναι αργή, βασανιστική και ατέλειωτη ή τουλάχιστον αυτή την αίσθηση δίνει, αφού στην πραγματικότητα διαρκεί λιγότερο από ένα λεπτό σε πραγματικό χρόνο. Όμως ο άντρας θα επιβιώσει. Θα βγάλει τη θηλειά από το λαιμό και θα ξεκινήσει την αναρρίχηση προς το στόμιο του πηγαδιού. Κι εκεί θα τελειώσει η ταινία και όλα θα μείνουν μετέωρα. Πάνω στη προοπτική του φωτός στο βάθος του πεδίου θα πέσει το σκοτάδι.
Και κάπως έτσι μένει ο θεατής αποσβολωμένος, προσπαθώντας να καταλάβει τι είδε μόλις. Είναι μια πολιτική αλληγορία; Μια άσκηση ύφους; Ένα κοινωνικό σχόλιο; Ένα «ζέσταμα» του σκηνοθέτη λίγο πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα του νέου, πολυαναμενόμενου project του, της κινηματογραφικής μεταφοράς του «The Zone of Interest» του Μάρτιν Εϊμις, με (καθόλου τυχαίο) θέμα το Ολοκαύτωμα;
Ισως η απάντηση για το τι κρύβεται πίσω από αυτό το «Χαϊκού του τρόμου», όπως το χαρακτήρισε ο Πίτερ Μπράντσο στην Guardian, βρίσκεται στις πηγές έμπνευσης του Γκλέιζερ, όπως τις παρέθεσε ο ίδιος. Μερικοί στίχοι του Μπέρτολτ Μπρεχτ. «Στους σκοτεινούς καιρούς θα τραγουδάμε; Ναι, θα τραγουδάμε για τους σκοτεινούς καιρούς». Μια χαλκογραφία του Φρανσίσκο Γκόγια με τον εύγλωττο τίτλο «Ο Υπνος της Λογικής γεννά Τέρατα». Και κυρίως μια φωτογραφία των δύο γιων του Ντόναλντ Τραμπ να ποζάρουν θριαμβευτικά πάνω από μια νεκρή λεοπάρδαλη την οποία σκότωσαν στο κυνήγι.
Σε μια εποχή που η χώρα του ταλανίζεται από τον λαϊκισμό και την οχλαγωγία του Brexit, o Γκλέιζερ βρήκε σε όλα τα παραπάνω την δημιουργική σπίθα που χρειαζόταν για να πάρει για άλλη μια φορά φωτιά το σκοτεινό του όραμα και κάνει ένα σχόλιο πάνω στην τυφλή και ορμέμφυτη βία της αγέλης, που απανθρωποποιεί τα μέλη της και τα παραδίδει στα χειρότερά τους ένστικτα, δημιουργώντας ένα περιβάλλον στο οποίο δεν υπάρχει λογική, ούτε λόγος. Και τότε η πτώση μοιάζει να μην έχει τέλος, εκτός αν η καθοδική πορεία ανακοπεί από το ίδιο το υποκείμενο, το οποίο συνειδητά θα ξεκινήσει τον αγώνα προς την άνοδο.Το ανοιχτό, αν και μάλλον δυσοίωνο, κλείσιμο της ταινίας αφήνει περιθώρια για το καλύτερο ή το χειρότερο κι επαφίεται στην (απ)αισιοδοξία του κάθε θεατή να το ερμηνεύσει.
Το μόνο που είναι σίγουρο πάντως μετά από αυτό το μικρό δείγμα του τεράστιου ταλέντου του Τζόναθαν Γκλέιζερ και της ανεξάντλητης εικονοποιείας του είναι ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε για το επόμενο σκηνοθετικό του χτύπημα. Ελπίζουμε σε λιγότερο από έξι χρόνια.