Στην πόλη Χομς της Συρίας, δυο νέοι, 20χρονοι άντρες, μάχονται ενάντια στο καθεστώς του Ασσάντ. Ο Μπασέτ είναι εθνικό αστέρι του ποδοσφαίρου, με την υπόσχεση μεγάλης καριέρας – είναι και ακτινοβόλος τραγουδιστής, με φωνή και συναίσθημα που παρασύρει ρυθμικά τεράστια πλήθη. Ο Οσάμα είναι δημοσιογράφος και φωτορεπόρτερ, χαμηλών τόνων ιδεαλιστής και επίμονος πασιφιστής. Οι δυο τους, μαζί με μια συνομήλικη παρέα φίλων και συγγενών, παίρνουν μέρος, καθημερινά, στις ειρηνικές διαμαρτυρίες του 2011 στη γενέτειρά τους, τη Χομς, την οποία ονειρεύονται ελεύθερη και ζωντανή. Κάθε βράδυ μαζεύονται με χιλιάδες κόσμου στις πλατείες και διαμαρτύρονται φωνάζοντας συνθήματα και τραγουδώντας. Μόνο που τα πράγματα αλλάζουν γρήγορα. Ο Μπασέτ κοιτά την κάμερα όταν λέει, σοβαρά και σαν παραδομένος σε μια μοίρα που αποδέχεται καταναγκαστικά: «Με την ειρηνική διαμαρτυρία δε θα νικήσουμε.» Και παίρνουν τα όπλα, μοιάζοντας με παιδιά που παίζουν πόλεμο. Πρώτη μαχαιριά, από τις πολλές της ταινίας.
Αν το «Επιστροφή στη Χομς» ήταν μυθοπλασία, θα ήταν ένα ηρωικό μελόδραμα. Μόνο που είναι η πραγματικότητα την οποία ακολουθεί για τρία χρόνια στην καρδιά της εμπόλεμης Συρίας το βραβευμένο στο Σάντανς ντοκιμαντέρ του Ντερκί. Με μια λιτή, εξομολογητική αφήγηση, η ταινία φέρνει την αίσθηση του πολέμου μπροστά στα μάτια, μέσα στ’ αυτιά, μυρίζοντας καταστροφή, εκρήξεις, θάνατο και μια υποτυπώδη ζωή. Σπάνια η κάμερα μπορεί να αποτυπώσει με τέτοια αμεσότητα τη διαρκή μάχη και τον κίνδυνο. Ταυτόχρονα, δυο ερωτήματα διατρέχουν την ταινία, μέσα από τα στόματα των ηρώων της: «Κάναμε καλά;» αναρωτιούνται οι τόσο νέοι πολεμιστές, παγιδευμένοι σε μια μάχη που και τώρα δεν έχει αποτέλεσμα, παρά μόνο την όλο και μεγαλύτερη καταστροφή. Και, «γιατί κανείς δε μας βοηθά», καθώς οι άντρες, στέλνοντας στον κόσμο φωτογραφίες, κείμενα, videos, μιλώντας στο Skype ζωσμένοι με τα όπλα τους, περιμένουν σωτηρία από το εξωτερικό, η οποία δεν έρχεται με τον τρόπο που έχουν ανάγκη.
Ο Μπασέτ και ο Οσάμα είναι δυο άντρες τόσο ξεχωριστοί και τόσο συνηθισμένοι όσο οι περισσότεροι άντρες της ηλικίας τους σ’ ολόκληρο τον κόσμο, μόνο που βρέθηκαν αναγκασμένοι να υπερασπιστούν τη ζωή και τον τόπο τους: μπορεί η ευχή τους να γίνουν «μάρτυρες» ν’ ακούγεται συχνά, έρχεται όμως σα να προσπαθούν κι εκείνοι να πείσουν τους εαυτούς τους ότι αυτό που κάνουν αξίζει τον κόπο. Ο ρομαντισμός και το πάθος που βγαίνουν από τις λέξεις και τα μάτια τους, αφήνει την κάμερα ανεπηρέαστη. Εκείνη καταγράφει, τόσο τολμηρά δίπλα τους, τις ξεκοιλιασμένες, ριγμένες σα χαρτιά, πολυκατοικίες της Χομς που τόσο πρόσφατα φιλοξενούσαν σπιτικά και οικογένειες. Αποτυπώνει μια καθημερινότητα όπου ο ήχος από τις σφαίρες και τις χειροβομβίδες είναι διαρκές σάουντρακ, χωρίς ανάπαυλα. Κλέβει ματιές στην κόπωση του πολέμου, στον αποκαμωμένο Μπασέτ που αφήνει τα μάτια του να κλείσουν σ’ έναν ολιγόλεπτο ύπνο, ενώ το οπλοπολυβόλο χτυπάει δαιμονισμένα τον τοίχο πίσω από την πλάτη του. Παγιδεύει τη ροή του θανάτου, καθώς ενήλικες και μικρά παιδιά, τη μια στιγμή μιλούν στην κάμερα, γελούν ή αφηγούνται και την άλλη, χωρίς προειδοποίηση, αμετάκλητα, είναι νεκροί, πτώματα στοιβαγμένα σε ομαδικούς τάφους.
Το να βλέπεις τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία στις ειδήσεις, έχει διαφορά από το να τον αντιμετωπίζεις στην οθόνη, στην ταινία ενός ικανού, ευαίσθητου και τολμηρού σκηνοθέτη. Οπως και το να διαβάζεις για την «Επιστροφή στη Χομς» έχει και πάλι διαφορά από το να βλέπεις την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο σε μια ταινία χωρίς διαφυγή. Γιατί αυτό το ντοκιμαντέρ τιμά και το περιεχόμενό του και την τέχνη του. «Το μεγαλύτερο δώρο του Θεού στον άνθρωπο είναι η λήθη,» λέει ο Μπασέτ και μοιάζει να θέλει κι εκείνος να ξεχάσει, ότι αντί γι’ αυτή τη ζωή θα μπορούσε να έχει μια άλλη, όπου θα γινόταν ο διασημότερος τερματοφύλακας της Ασίας κι ο Οσάμα θα δούλευε για το Reuters. Αλλά το «Επιστροφή στη Χομς», που δεν έχει τίποτε το γραφικό και τίποτε το ηρωικό, είναι μια ταινία που σ’ εμποδίζει να ξεχάσεις. Γιατί όσα περιγράφει δεν είναι περασμένα, ούτε κινηματογραφικά: είναι η πραγματικότητα και συμβαίνει τώρα.
To «Επιστροφή στη Χομς» προβάλλεται σήμερα Τετάρτη, 19 Μαρτίου, στις 20.30 στο Ολύμπιον και ξανά την Πέμπτη, 20 Μαρτίου, στις 18.00, στην αίθουσα Σταύρος Τορνές.