Γεννημένος στο Ιράν, ο Σιαμάκ Ετεμάντι ήρθε στην Ελλάδα στα 23 του χρόνια και ζει ήδη ακόμη 25 στην Αθήνα, πολιτογραφημένος πριν από Ιρανός ή Ελληνας, ένας πολίτης του κόσμου και ένας δημιουργός που μετά από μια επιτυχημένη διαδρομή στη μικρού μήκους (με συμμετοχές και διακρίσεις σε διεθνή φεστιβάλ), παρουσιάζει στo Πανόραμα της Berlinale την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το «Pari», μια διεθνή συμπαραγωγή και μαζί μια δική του αντεστραμμένη επιστροφή στις ρίζες.
Στο κέντρο του «Pari» (διαβάστε εδώ τη γνώμη μας για την ταινία) βρίσκεται η Παρί, μια γυναίκα από το Ιράν που φτάνει μαζί με τον μεγαλύτερο σε ηλικία άνδρα της στην Αθήνα προκειμένου να αναζητήσουν το γιο τους που έχει μετακομίσει στην πόλη δύο χρόνια πριν, αλλά τα ίχνη του έχουν εξαφανιστεί. Η διαδρομή της Παρί θα είναι αποκαλυπτική, όχι μόνο για όλα όσα θα ανακαλύψει για τον γιο της, αλλά κυρίως για τον εαυτό της.
Συναντήσαμε τον Σιαμάκ Ετεμάντι μια μέρα μετά την παγκόσμια πρεμίερα του «Pari» στο Πανόραμα του 70ού Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου και μιλήσαμε μαζί του - χωρίς spoilers - για τη διαδρομή της πρώτης του ταινίας.
Το 70ο Διεθνές Φεστιβάλ του Βερολίνου διεξάγεται από τις 20 Φεβρουαρίου ως την 1η Μαρτίου 2020. Το Flix βρίσκεται ήδη εκεί. Διαβάστε όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζετε στο ειδικό τμήμα του Flix που ανανεώνεται συνεχώς.
Με την πρωταγωνίστρια του, Μελίκα Φορουτάν και τον υπεύθυνο του Πανοράματος της Berlinale, Μάικλ Στουτζ στην πρεμιέρα του «Pari»
Πώς θα περιέγραφες την εμπειρία της πρώτης ταινίας μεγάλου μήκους;
Μας πήρε χρόνο, ε; Νομίζω πως το σημαντικότερο είναι ότι μαθαίνεις συνεχώς. Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζεις είναι να συνεργάζεσαι ουσιαστικά με τους ανθρώπους που σε βοηθούν να κάνεις την ταινία, που είναι και ταινία τους, την ίδια στιγμή που εσύ συνεχίζεις να αναζητάς το δικό σου όραμα. Είναι η δουλειά σου, η ευθύνη σου να οδηγήσεις τα πράγματα εκεί όπου έχουν τελικά λόγο ύπαρξης.
Ηταν δεδομένο πως η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία σου θα είχε σχέση με το Ιράν;
Νομίζω ναι. Καμία από τις μικρού μήκους ταινίες μου δεν έχει την παραμικρή σχέση με το Ιράν, αλλά στην πρώτη μεγάλου μήκους νιώθεις πως θες να μιλήσεις για κάτι προσωπικό. Πιστεύω ότι ένας από τους λόγους που κάνουμε σινεμά, είναι ότι μαθαίνουμε καινούρια πράγματα και για τον έξω κόσμο αλλά και για τον εαυτό μας.
Πώς ξεκίνησε η ιδέα του «Pari»;
Από μια υπόθεση. Η μητέρα μου έρχεται συχνά και με επισκέπτεται στην Ελλάδα - είμαι στην Αθήνα τα τελευταία 25 χρόνια. Είναι μια μεγάλη κυρία, που δεν γνωρίζει παρά μόνο λίγα αγγλικά. Σκέφτηκα τι θα γινόταν αν μια μέρα έφτανε στο αεροδρόμιο και δεν υπήρχε κανείς να πάει να την πάρει. Στα περσικά υπάρχει μια ρήση που λέει ότι μια μητέρα για το παιδί της «σηκώνει βουνά». Ετσι ξεκίνησε η ιστορία μιας μητέρας που θα σηκώσει βουνά προκειμένου να μάθει τι έχει απογίνει ο γιος της...
Και ήταν από την αρχή σχεδιασμένο να μοιάζει σαν ένα roller coaster. Από τη στιγμή που αυτή γυναίκα φτάνει στην Αθήνα δεν σταματάει παρά μόνο στη σκηνή του φινάλε.
Η μεταφορά που είχα πάντα στο μυαλό μου είναι πως αυτή η γυναίκα είναι σαν να πέφτει στο ποτάμι. Από τη στιγμή που πέσεις στο ποτάμι, πρέπει να κολυμπήσεις, να προσπαθήσεις να μην πνιγείς, να πιαστείς απ' όπου μπορείς για να μην βγεις από το δρόμο, να φτάσεις στη θάλασσα.
Ολοι οι χαρακτήρες της ταινίας, ενώ κινούνται στα όρια του γραφικού ως μέρος μιας υποκουλτούρας, φέρουν μια μικρή ευπρόσδεκτη μετατόπιση προς κάτι πιο ανθρώπινο, πιο σύνθετο. Ποια ήταν η εσωτερική πυξίδα που σε έκανε να μην παρεκκλίνεις από αυτή τη ματιά;
Θέλαμε όλοι οι χαρακτήρες να είναι αληθινοί. Οπως ακριβώς η Παρί είναι μια γυναίκα από το Ιράν και φέρει τα κλισέ που όλοι θεωρούμε ότι είναι οι γυναίκες από το Ιράν, έτσι και κάθε χαρακτήρας φέρει τα κλισέ του. Οταν το δουλεύεις λίγο παραπάνω, και με την έρευνά σου και με τους ηθοποιούς σου, βλέπεις ότι υπάρχει και κάτι που τους κάνει να είναι πιο αληθινοί. Είχα στο μυαλό μου, στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού που φέρει ένα στοιχείο υπαρξιακό, πως κανένας δεν είναι ακριβώς καλός η κακός. Ολοι βρίσκονται σε μια περίεργη ισορροπία. Και αντλώντας στοιχεία από την περσική κλασική ποίηση, ιδιαίτερα τους Σούφηδες, είναι σαν να υπάρχει μια πρόνοια. Οσο δύσκολη κι αν είναι η ζωή σου, όσο σκοτεινά κι αν είναι τα μονοπάτια σου, κάπου πας. Εφόσον είσαι αληθινός, κάπου θα σε βγάλει. Και αντίστοιχα, οι άνθρωποι που συναντάς, το πάρε-δώσε μαζί τους θα έχει ένα στοιχείο διαφορετικό. Ο τρόπος με τον οποίο αντιστέκεται η Παρί απέναντι στον οποιονδήποτε έχει κακή πρόθεση, τον κάνει να την εκτιμά.
Η ταινία έχει διαρκώς επικίνδυνες σκηνές. Πόσες φορές έκανες πίσω;
Ομολογώ πως τολμήσαμε και σπρώξαμε τα πράγματα μέχρι τέλους. Σε στιγμές φοβηθήκαμε. Η αλήθεια είναι πως ό,τι γυρίσαμε μπήκε και στην τελική κόπια της ταινίας.
Στα γυρίσματα στην Αθήνα, μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας Κλαούντιο Μπολιβάρ
Η Αθήνα απεικονίζεται σαν μια ζωντανή κόλαση, σε μια εποχή που πολλοί θέλουν να πιστέψουν πως μπαίνουμε σε μια πιο φωτεινή περίοδο της χώρας.
Αγαπώ πολύ την Αθήνα. Είναι η πόλη που ζω. Και το κομμάτι που ονομάζουμε σπλάχνα της πόλης, υπήρξε πάντα για μας το πιο κινηματογραφικό. Είναι το κομμάτι που θα βρεθεί η Παρί κατά τη διάρκεια της αναζήτησης του γιου της. Ενα δεύτερο στοιχείο ήταν ότι θέλαμε αυτή η ιστορία να είναι μια αληθινή ιστορία και ο τόπος παίζει καθοριστική σημασία. Ταυτόχρονα όμως δεν είναι ντοκιμαντέρ. Είναι περισσότερο μια αντανάκλαση του εσωτερικού κόσμου της πρωταγωνίστριας. Η αλήθεια είναι ότι εγώ δεν βλέπω καθόλου την Αθήνα στην ταινία ως κόλαση. Βλέπω την απεικόνισή της περισσότερο ως μια σκοτεινή περιπέτεια. Και η πόλη, όπως και οι χαρακτήρες δεν είναι μόνο ένα πράγμα. Είναι και σκοτεινή και φαντασμαγορική. Είναι, για να επιστρέψουμε και πάλι στους σούφηδες, μια πόλη - δώρο για αυτό που χρειάζεται εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή η Παρί. Προσπάθησα να δω και τους χαρακτήρες και την πόλη με αγάπη.
Υπάρχει ένα διαρκές ντιμπέιτ γύρω από το σεβασμό τόσο της γυναίκας μουσουλμάνας που θέλει να σπάσει την παράδοση και να βγάλει το μαντήλι από το κεφάλι όσο και της γυναίκας που στηρίζει την επιλογή της να φοράει το μαντήλι και να μένει προσκολλημένη στην παράδοση. Εσύ που στέκεσαι σε αυτή τη συζήτηση;
Εγώ στέκομαι στην επιλογή. Εγώ νομίζω ότι ο κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει όσο περισσότερες ελευθερίες μπορεί να του προσφέρει ένα σύστημα και μια χώρα για να μπορέσει να κάνει αυτό που θέλει να κάνει. Αυτή είναι η δική μου θέση. Η μεγάλη αναζήτηση μέσα στην ταινία ήταν πάντα το θέμα της ταυτότητας. Τι είμαστε τελικά, αν δεν είμαστε όλα αυτά που οι άλλοι λένε ότι είμαστε. Αν δεν μένουμε στην πατρίδα που γεννηθήκαμε, αν δεν μιλάμε τη μητρική μας γλώσσα, αν ακόμη και η ιδιότητα σου ως μητέρα ή ως πατέρας δεν ισχύει πια, ποιος είσαι; Θεώρησα πως ο χαρακτήρας πρέπει να περάσει αυτά τα στρώματα της αλλαγής για να δούμε τι άλλο μένει, όταν χάσεις τα πάντα.
Πόσο προσωπική είναι η ιστορία της Παρί;. Ηρθες στην Ελλάδα κάνοντας το δικό σου ταξίδι σε μια ξένη χώρα.
Νομίζω ότι πάντα γράφουμε πράγματα που είμαστε εμείς. Υπάρχουν πράγματα του εαυτού μου σε όλους τους χαρακτήρες της ταινίας. Ηρθα 23 ετών στην Ελλάδα και μένω ήδη 25 χρόνια στη χώρα. Προσπάθησα μέσα στη μιάμιση ώρα της ταινίας να συμπυκνώσω τη δική μου ιστορία αλλά με έναν πιο ουσιαστικό τρόπο. Οχι τόσο πολύ ως την ιστορία ενός πρόσφυγα που φτάνει σε μια ξένη χώρα και πρέπει να αντιμετωπίσει δυσκολίες αλλά σε ένα πιο υπαρξιακό επίπεδο: όταν ζεις έξω από τον τόπο σου, δεν μιλάς τη γλώσσα σου, όταν δεν είσαι αυτός που ήσουν και βρίσκεσαι κάπου χωρίς καμία προστασία και καμία στήριξη.
Σκηνή από την ταινία
Εσύ με τι χρειάστηκε να παλέψεις για να βρεις τη δική σου ταυτότητα μέσα στις πατρίδες σου;
Συνεχώς παλεύεις. Παντού βρίσκεις ανθρώπους που σκέφτονται και φέρονται σαν και σένα και με αυτούς θα αισθανθείς ότι είσαι μια οικογένεια. Αυτό που είναι η μεγάλη πρόκληση είναι η σχέση σου με τη Γη. Και το εννοώ και κυριολεκτικά και μεταφορικά, το ξερίζωμα που λέμε. Η σχέση που έχω εγώ με την Ελλάδα, με το χώμα, είναι μια σχέση που είναι πολύ πιο δύσκολο να αναπτυχθεί και αισθάνομαι ότι αυτό είναι μια πρόκληση που αντιμετωπίζεις μέχρι το τέλος της ζωής σου. Δεν είναι δεδομένο. Το προσπαθείς με όλους τους τρόπους. Σαν να είσαι ένα υιοθετημένο παιδί. Και η αγάπη μπορεί να είναι ακόμη πιο ουσιαστική, ακριβώς επειδή τίποτα δεν είναι δεδομένο.
Τι σε συνδέει πιο πολύ με το Ιράν;
Πηγαίνω κάθε δύο χρόνια στο Ιράν, αλλά πιο πολύ με επισκέπτεται στην Ελλάδα η μητέρα μου. Δεν έχω πια σχέση και με τη γη του Ιράν, μετά από τόσα χρόνια στην Ελλάδα. Παραμένει ισχυρή η σχέση μου με τη μητρική γλώσσα, η οποία όμως, εφόσον δεν την χρησιμοποιείς είναι κάτι που σε αφήνει, δεν είναι δεδομένο ότι πάντα μιλάς τη γλώσσα σου. Πέρα από τις δυσκολίες, αυτό που θεωρώ σημαντικό είναι ότι οι άνθρωποι που ζουν εκτός των πατρίδων τους, όταν μιλάνε την γλώσσα τους μιλάνε μια κάπως πιο καθαρή γλώσσα. Δεν χρησιμοποιούν εκφράσεις της καθημερινότητας. Σαν κάτι να καθαρίζει. Και αυτό λειτουργεί και μεταφορικά. Είναι η σχέση που αποκτάς με την βαθιά κουλτούρα σου, την ποίηση, η σχέση που αποκτάς με τα πράγματα μπορεί να είναι πιο ουσιαστική. Και τα πράγματα μοιάζουν πιο καθαρά, πιο λιτά.
Με τους (από αριστερά προς τα δεξιά) παραγωγό Κωνσταντίνο Κοντοβράκη, ηθοποιό Σαμπάζ Νασίρ, ηθοποιό Μελίκα Φορουτάν και τον παραγωγό Γιώργο Καρναβά
Το 70ό Διεθνές Φεστιβάλ του Βερολίνου διεξάγεται από τις 20 Φεβρουαρίου ως την 1η Μαρτίου 2020. Το Flix βρίσκεται ήδη εκεί. Διαβάστε όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζετε στο ειδικό τμήμα του Flix που ανανεώνεται συνεχώς.