Φεστιβάλ / Βραβεία

Ο Γιώργος Λάνθιμος επιστρέφει στις εφιαλτικές διαδρομές του με το «Nimic»

στα 10

Είδαμε το μικρού μήκους φιλμ του Γιώργου Λάνθιμου στην παγκόσμια πρεμιέρα του στο 72ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λοκάρνο.

Ο Γιώργος Λάνθιμος επιστρέφει στις εφιαλτικές διαδρομές του με το «Nimic»

Εναςάντρας και η ρουτίνα της καθημερινότητας. Ετοιμάζει το πρωινό του, χαιρετάει την οικογένειά του, πηγαίνει στη δουλειά του (είναι μέλος ορχήστρας), παίρνει το μετρό. Αλλά κάτι δεν πάει καλά. Είναι ο εαυτός του; Μπορεί ποτέ να είναι κανείς σίγουρος;

Στη διάρκεια της οσκαρικής διαδρομής της «Ευνοούμενης», μιας ταινίας που -ανάμεσα σε ένα τσουβάλι υποψηφιότητες- απέφερε στην Ολίβια Κόλμαν το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, ο Λάνθιμος έκανε ένα μικρό διάλειμμα, σκηνοθετώντας το μικρού μήκους φιλμ που έγραψε μαζί μετον Ευθύμη Φιλίππου. Είναι ίσως απλουστευτικό να διαβάσει κανείς το «Nimic» ως μια ευθεία επιστροφή στο σινεμά του παραλόγου από το ξεκίνημα της συνεργασίας του Λάνθιμου και του Φιλίππου. Οχι μόνο επειδή ακόμη κι η «Ευνοούμενη», μέσα στο πλαίσιο της πιο συμβατικήςαφηγηματικής δομής της, ανέπνεε χιουμοριστικό παραλογισμό. Αλλά κι επειδή ο Λάνθιμος έχει αναπτύξει το στυλ του σε ένα σημείο φορμαλιστικού εφιάλτη που με ένα παράδοξο τρόπο όχι μόνο δεν κρατά τον θεατή σε απόσταση, να θαυμάζει τους μοναδικούς, αυτόνομους κόσμουτου σινεμά του, αλλά τον κάνει κομμάτι της εμπειρίας.

Δείτε ακόμη: Το 72ο Φεστιβάλ του Λοκάρνο στο σπίτι σας!

Nimic

Ωστόσοτο «Nimic» είναι όντως vintage Λάνθιμος-Φιλίππου με ένα πολύ βασικό τρόπο: Φαντάζεται (ονειρεύεται) μια αφηρημένα συμβολική ιδέα και γύρω από αυτή χτίζει ένα σύμπαν εξίσου αναγνωρίσιμο όσο και απόκοσμο, ακολουθώντας την ιδέα μέχρι την όποια κατάληξή της. Σεμια εξαιρετική συνέντευξη που είχε δώσει ο Λάνθιμος τον Φλεβάρη στον κωμικό Μαρκ Μάρον του «GLOW», είχε εξηγήσει πως μέρος της διαδικασίας του με τον Φιλίππου γράφοντας ήδη τον «Κυνόδοντα», ήταν το να σκέφτονται μεμονωμένα συμβάντα σε αυτό τον κόσμο και ναδουν τι λειτουργεί, παρά το να νιώσουν άμεσα την ανάγκη να συνθέσουν μια όποια παραδοσιακή αφήγηση. Το «Nimic» μοιάζει με ένα συμβάν ενός κάποιου τέτοιου παράλογου κόσμου.

Ο άντρας (Ματ Ντίλον, που συνεχίζει τη βασανισμένη του ερμηνευτική αναζήτηση μετά το «Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ») ακολουθεί μια καθημερινή ρουτίνα που δε μοιάζει να τον κάνει και πολύ ευτυχισμένο. Κάθε του κίνηση νιώθεις πως την έχει κάνει χιλιάδες φορές- δεν λειτουργείαπλώς μηχανικά, αλλά περισσότερο σαν από κάποια καταραμένη αίσθηση ευθύνης απέναντι στην καθημερινότητα. Μια μέρα, όπως όλες τις μέρες, βρίσκεται στο μετρό, ρωτάει την ώρα. Μια κοπέλα που βρίσκεται απέναντί του, απαντά επαναλαμβάνοντας την ερώτηση με ένα τρόποπου μοιάζει να αναρωτιέται κι η ίδια τι σημαίνει. (Η Δάφνη Πατακιά είναι ταιριαστά τρομακτική στο ρόλο, σαν εξωγήινος που προσπαθεί να κατανοήσει την συμπεριφορά που συναντά, και που γίνεται ακόμα πιο τρομακτική χάρη στην ταχύτητα με την οποία τα καταφέρνει.)

Το «Nimic» δεν έχει απαντήσεις- δεν έχει καλά-καλά ερωτήσεις. Κανείς εφιάλτης δεν θα μπορούσε εξάλλου να είναι τόσο νοηματικά τακτοποιημένος. Είναι μια απολύτως καλοδεχούμενη ματιά σε γνώριμους κόσμους ενός δημιουργού μέσα από τη σημερινή του ματιά.»

Nimic

Οι ευρυγώνιοι φακοί - σήμα κατατεθέν της «Ευνοούμενης» - εντείνουν κι εδώ την αίσθηση αποσύνδεσης σε αυτό το ανατριχιαστικό παιχνίδι μίμησης που ακολουθεί, τόσο αφηρημένα συμβολικό που καταλήγει βαθύτατα αναγνωρίσιμο. Ενα φιλοσοφικό μονόπρακτο πάνω στην έννοια του εαυτού και στην αίσθηση του ατόμου,που καταφέρνει να αποτυπώσει με αξιοθαύμαστη ακρίβεια το μοναδικό εκείνο συναίσθημα της στιγμής που νιώθεις να αποκολάσσαι από το ίδιο το είναι σου. Οταν πράξεις, κινήσεις και σκέψεις σου μοιάζουν να ανήκουν σε κάποιον άλλον. Σαν μια λέξη που λες δεκάδες διαδοχικές φορές, τόσο αδιάκοπτα και μηχανικά που χάνει πλήρως την έννοιά της. Είναι απλώς αόριστα αναγνωρίσιμες συλλαβές, ήχοι, παραταγμένοι ο ένας μετά τον άλλον.

Το «Nimic» δεν έχει απαντήσεις- δεν έχει καλά-καλά ερωτήσεις. Κανείς εφιάλτης δεν θα μπορούσε εξάλλου να είναι τόσο νοηματικά τακτοποιημένος. Είναι μια απολύτως καλοδεχούμενη ματιά σε γνώριμους κόσμους ενός δημιουργού μέσα από τη σημερινή του ματιά.

Διαβάστε ακόμη: Η Δάφνη Πατακιά μιλάει για την γενναιοδωρία του Γιώργου Λάνθιμου και την μοναδικότητα του Πολ Βερχόφεν