Η καινούρια ταινία του Σαΐντ Ρουσταΐ μετά το «Just 6.5», ξεκινά δυναμικά, σε ένα θορυβώδες εργοστάσιο λαμαρίνας όπου οι μηχανές σταματούν απότομα με την εισβολή οπλισμένων φρουρών. Οι εργάτες στέλνονται σπίτια τους δίχως να πληρωθούν κι ενώ οι περισσότεροι αντιδρούν και η βία αρχίζει να παίρνει το πάνω χέρι, ο Αλιρεζά μαζεύει τα πράγματά του και φεύγει αφήνοντας τους άλλους να παλέψουν για τα δικαιώματά του, όπως τον κατηγορεί ένας συνάδελφός του.
Ο οποίος φυσικά έχει δίκιο, αφού όταν ο Αλιρεζά επιστρέψει στην οικογενειακή φωλιά -υποτίθεται για διακοπές- το φιλμ θα σκιαγραφήσει το άσχημο πορτρέτο τόσο του ίδιου, όσο και των τριών χαραμοφαήδων αδελφών του, του καταπιεστικού πατέρα τους, της εξίσου τοξικής μητέρας του και φυσικά της βαθιά απογοητευμένης, γεμάτης οργή σαραντάρας αδελφής τους. Η Λέιλα είναι η μόνη η μόνη που δουλεύει σε μια κανονική δουλειά, που συντηρεί τους πάντες και προσπαθεί να τους κρατήσει ενωμένους, νιώθωντας ένα μείγμα βαθιά πικρίας και γονιδιακής αγάπης για αυτό το freak show που αποκαλεί οικογένεια.
Θα είναι εκείνη που δοκιμάσει να οργανώσει τους άβουλους αδελφούς τους στο να στήσουν μαζί μια επιχείρηση, σε μια ταινία που φέρνει τους τέσσερις «λεβέντες» αντιμέτωπους με μια σειρά από δοκιμασίες και την ίδια μπροστά στην πραγματικότητα μιας κοινωνίας που δεν είναι φτιαγμένη για γυναίκες και μιας οικογένειας στην οποία σχεδόν όλοι αντιπαθούν και περιφρονούν τους άλλους.
Στην διάρκεια της αληθινά εξαντλητικής, σχεδόν τρίωρης διάρκειας του φιλμ, οι αντοχές της Λέιλα θα δοκιμαστουν και η ταινία θα περιγράψει την άνοδο της θερμοκρασίας, την συμπυκνούμενη οργή της απέναντι στα παράσιτα που αποτελούν την οικογένειά της και σε μια κοινωνία που δεν της δίνει όσα πιστεύει ότι αξίζει. Μόνο που θα το κάνει με τον πιο προφανή και μεγαλόστομο τρόπο, με το δράμα να δείχνει υπερβολικό, τον ρυθμό να χάνει στροφές και τις καταστάσεις να δείχνουν συχνά κατασκευασμένες, σχεδόν ψεύτικες.
Κι ακόμη χειρότερα όταν το φιλμ επιχειρεί να χρησιμοποιησει το χιουμορ ώς σαρκαστικό κοινωνικό νυστέρι, κάτι που κάνει συχνά, το αποτέλεσμα είναι σαν κακή, παλιομοδίτικη ελληνική τηλεόραση: Φτηνά αστεία, χτυπήματα κάτω από τη μέση για εύκολα γέλια. Στην διάρκεια του φιλμ υπάρχουν στιγμές που το στόρι βρίσκει κάτι από την δύναμη και την διαπεραστικότητα που θα ήθελε, αλλά αυτές είναι λίγες και έρχονται πολύ αργά για να κάνουν την ώρα που θα περάσεις στο ασφυκτικό αγκάλιασμα αυτής της οικογενείας να αξίζει.