Αν και ο μελοδραματισμός δεν εκλείπει από την δεύτερη μόλις μεγάλου μήκους ταινία του Σαΐντ Ρουσταΐ, το «6.5 Εκτός Ελέγχου» (ή «Just 6.5», όπως είναι ο διεθνής τίτλος του) κατέχει μια απρόσμενη τραχιά ενέργεια, η οποία ξεχειλίζει από την οθόνη ήδη από την (εντυπωσιακή και δραματικά καίρια) εναρκτήρια σκηνή.
Το «μόνο 6,5» άλλωστε του αγγλικού τίτλου αναφέρεται στον αριθμό των εκατομμυρίων χρηστών ναρκωτικών που καταγράφονται ετησίως στο Ιράν και ο Ρουσταΐ, με πάθος, ένταση αλλά και υπερβολή, δε χάνει χρόνο πριν αποκαλύψει στο έπακρο την πλήρη έκταση του προβλήματος.
Από τη στιγμή που το πρωταγωνιστικό του δίδυμο του «καλού και του κακού μπάτσου» έρχεται αντιμέτωπο με μια αυτοσχέδια κοινότητα χρηστών, χτισμένη μέσα σε εγκαταλελειμμένους αγωγούς και σωρούς οικοδομικών υλικών, μέχρι και όταν η κάμερά του βυθιστεί μέσα στα κελιά των φυλακών, τα οποία είναι πλημμυρισμένα από τα πρόσωπα αληθινών χρηστών που βοήθησαν ως κομπάρσοι στα γυρίσματα της ταινίας, ο Ρουσταΐ δηλώνει με βεβαιότητα ότι αυτή η ασυνήθιστη για τον δυτικό θεατή εικόνα του Ιράν, είναι μια σκληρή, θανάσιμη πραγματικότητα.
Με γλαφυρότητα αλλά και αμεσότητα, αυτή η εικόνα αποκαλύπτει μια αμφίρροπη – ηθικά και νομικά – καθημερινότητα, όπου παρά την πιθανή ποινή της θανατικής καταδίκης, οι χρήστες και οι διακινητές ναρκωτικών βρίσκουν τον τρόπο να αυξάνουν τους αριθμούς τους με ταχείς ρυθμούς, και όπου, πραγματοποιώντας ανορθόδοξες και οριακά παράνομες ενέργειες, οι αστυνομικοί κυνηγοί τους δικαιολογούν την ακρότητα των πράξεών τους προβάλλοντας την θεωρητική εντιμότητα των σκοπών τους, μέχρι βέβαια και οι ίδιοι να βρεθούν υπόλογοι μπροστά στη Δικαιοσύνη.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Σαμάντ (ο Πεϊμάν Μοάντι του «Ενας Χωρισμός») και ο Χαμίντ είναι δύο αστυνομικοί που ύστερα από μήνες ερευνών καταφέρνουν επιτέλους να αποκαλύψουν τη δραστηριότητα ενός νεαρού αλλά άκρως αποτελεσματικού άρχοντα του υποκόσμου του Ιράν. Μόνο που ο Νασέρ (ο ανερχόμενος Ναβίντ Μοχαματζαντέχ από το «Σενάριο Που Αναψε Φωτιές») δεν είναι ο απάνθρωπος τύπος που στερεοτυπικά περίμεναν, αλλά ένας άνθρωπος που πάνω του φέρει όλες τις παθογένειες της ιρανικής κοινωνίας αλλά και εκφράζει τις απέλπιδες προσπάθειες του νεαρού πληθυσμού της χώρας για οποιουδήποτε είδους διαφυγή.
Για αυτό και οι μεταξύ τους λεκτικές (και όχι μόνο) αναμετρήσεις ξεπερνούν το σωστό και το λάθος, καταρρίπτουν κάθε απλοποιημένη έννοια αντίπαλης πλευράς και αποκαλύπτουν μια ηθικά περίπλοκη κατάσταση όπου η απόδοση των ευθυνών δεν είναι εύκολη υπόθεση. Δεν είναι τυχαίο που και οι τρεις πρωταγωνιστές της ταινίας, σε όποια πλευρά του νόμου και αν βρίσκονται, καταλήγουν κάποια στιγμή με χειροπέδες στα χέρια. Στο «6.5 Εκτός Ελέγχου» το δίκαιο και το άδικο είναι συνεχώς ρευστά, με τον «νόμο του ισχυρού» να αποτελεί ουσιαστικά την μόνη, απαράβατη σταθερά.
Το καλό είναι ότι ο Ρουσταΐ γνωρίζει πώς να κινηματογραφήσει μια δυναμική εκδοχή της χώρας του, γεμάτη ταχύτητα, ορμή και κινδύνους που δεν είναι άμεσα ορατοί. Ειδικά οι σκηνές που διευρύνουν το κάδρο ή που το πλημμυρίζουν από κόσμο είναι δικαιολογημένα και οι καλύτερες: στο «6.5 Εκτός Ελέγχου» το Ιράν δεν είναι απλά μια πραγματικότητα που περιτριγυρίζει τους πρωταγωνιστές αλλά μια βίαιη, κοινωνικά ταραχώδης πόλη που απειλεί να καταπιεί τους κατοίκους της.
Το κακό όμως είναι ότι η ταινία ατυχώς χάνει τη δύναμή της στα εσωτερικά της πλάνα (αν και οι σκηνές με τους κρατούμενους υπογραμμίζουν την ικανότητα του σκηνοθέτη να αποτυπώνει την ένταση), καθώς ο μελοδραματισμός αλλά και η επαναληψιμότητα του δικαστικού δράματος δεν συμπλέει ιδανικά με μια σαφώς πιο περιπετειώδη αφήγηση, η οποία ανοίγει το φιλμ αλλά σταδιακά δείχνει να σπρώχνεται προς το περιθώριο.
Παρόλα αυτά, ο Ρουσταΐ αξίζει τον έπαινο για την ικανότητά του να παρουσιάζει μια απόλυτα μοντέρνα ταινία σε μια πραγματικότητα που απειλείται συνεχώς από μια οπισθοδρομική παράδοση. Οι ήρωές του δεν μοιάζουν αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο, το πώς όμως μπορούν να δραπετεύσουν προς αυτόν είναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία.