«Ο γιος μου μου λέει πάντα: "Το συνειδητοποιείς πως είσαι η τελευταία; Ο τελευταίος μάρτυρας της χρυσής εποχής;" Νέοι άνθρωποι, ακόμη και στο Χόλιγουντ με ρωτάνε: "Ησουν στ' αλήθεια παντρεμένη με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ;". "Ναι, νομίζω πως ήμουν", τους απαντώ. Το συνειδητοποιείς όταν αρχίζεις να θυμάσαι - γιατί δεν ζω στο παρελθόν, αν και το παρελθόν είναι το μεγαλύτερο μέρος αυτού που είσαι που δεν μπορείς να το αγνοήσεις. Αλλά δεν κοιτάζω τα παλιά μου άλμπουμ. Θα μπορούσα να σας δείξω κάποια, αλλά θα πρέπει να ανέβω σε σκάλες και, ξέρετε, δεν μπορώ πλέον.»
Τρία χρόνια πριν, σε μια από τις τελευταίες της συνεντεύξεις στο Vanity Fair, η Λόρεν Μπακόλ επανέλαβε αυτό που υπήρξε το μότο της ζωής της («I am not a has-been. I am a will be») και ξεκίνησε να αφηγείται για εκατομμυριοστή φορά τη ζωή της σαν αυτό να ήταν κάτι συνηθισμένο, κάτι που δεν περιλάμβανε μερικούς από τους πιο μυθικούς ρόλους στην ιστορία του αμερικάνικου σινεμά, μερικές από τις πιο πολύκροτες σχέσεις στην ιστορία των love stories στην πόλη των Αγγέλων, μερικά από τα πιο θρυλικά στιγμιότυπα που γνώρισε ποτέ η βιομηχανία του θεάματος.
Στην πραγματικότητα όλα όσα έκαναν την Μπέτι Τζόαν Περσκ από το Μπρονξ να γίνει η Λόρεν Μπακόλ, συνέβησαν στα 19 της χρόνια, ένα χρόνο μετά από εκείνη την επίσκεψη στο σινεμά όπου μαζί με τη μητέρα της - μια γραμματέα, μετανάστρια από την Ρουμανία που μετά το χωρισμό της με τον Πολωνό συζυγό της άλλαξε το όνομά της σε Μπακόλ και μεγάλωσε μόνη της την κόρη της - και τη θεία της είδαν την «Casablanca» και η Μπέτι δεν μπορούσε να κατανοήσει στο ελάχιστο πως μπορεί μια γυναίκα να είναι τρελή για τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ.
Και όλα συνέβησαν επειδή ο Χάουαρντ Χοκς ήθελε το «δικό» του κορίτσι, ένα φρέσκο πρόσωπο που στα χέρια του θα γινόταν η μεγαλύτερη σταρ της βιομηχανίας. Ο Χοκς θα ζητούσε την Μπέτι Μπακόλ μετά από προτροπή της συζύγου του που την είχε δει στο εξώφυλλο του Harper's Bazaar, σε ένα από τα highlights της καριέρας της ως μοντέλο και θα ξεκινούσε ταχύτατα τη «μεταμόρφωσή» της που περιλάμβανε στην πραγματικότητα μόνο την αλλαγή του ονόματός της σε Λόρεν και την απόφαση πως θα παίξει δίπλα σε έναν από τους δύο σούπερ σταρ της εποχής: ή τον Κάρι Γκραντ ή τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Τελικά η μοίρα θα την έριχνε από την αρχή στα βαθιά, αφού ο Χοκς ετοίμαζε μια διασκευή του «To Have and Have Not» του Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ. Και κάπως έτσι αρχισε ο μύθος...
Η Μπακόλ εμπιστεύτηκε τυφλά τον Χάουαρντ Χοκς, αν και τρόμαζε με τις ιστορίες των προηγούμενων κοριτσιών που είχε αναδείξει (ανάμεσά τους η Καρόλ Λομπάρντ και η Ρίτα Χέιγουορθ), τα αντισημιτικά σχόλια του (της απαγόρεψε να αναφέρει το γενεαλογικό της δέντρο στις συνεντεύξεις της) και τον βίαιο τρόπο με τον οποίο ένας ολόκληρος μηχανισμός ήθελε να την αλλάξει, ξεκινώντας από τα μαλλιά της, τα πυκνά της φρύδια και τα κοφτερά της δόντια. Τίποτα όμως δεν θα τρόμαζε περισσότερο την - πλέον - Λόρεν Μπακόλ από τα πρώτα της βήματα μέσα στο κινηματογραφικό σετ.
«Το μοναδικό πράγμα που έκανε το κεφάλι μου να μην τρέμει ήταν να το κρατάω κάτω, με το πηγούνι χαμηλά σχεδόν μέχρι το στήθος και με τα μάτια ψηλά προς τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ», εξομολογήθηκε χρόνια αργότερα η Λόρεν Μπακόλ, προδίδοντας πως το σήμα κατατεθέν της (το «The Look») που την ακολούθησε από τότε και για πάντα δεν ήταν παρά ο δικός της τρόπος να ξεπεράσει κάθε αναστολή και φόβο και να αφήσει τη femme fatale που ήθελε ο Χοκς να βγει από μέσα της σε όλο της το μεγαλείο.
Το «βλέμμα» της Λόρεν Μπακόλ στο «To Have and Have Not»
Λίγες μόνο εβδομάδες μέσα στο γύρισμα και ο Μπόγκαρτ θα έφτανε ένα βράδυ στο τρέιλέρ της για να της πει καληνύχτα, ορίζοντας την αρχή μιας από τις πιο θυελλώδεις και bigger than life σχέσεις που γνώρισε ποτέ το Χόλιγουντ. Στην αρχή η σχέση τους θα ήταν κρυφή, γιατί ο Μπόγκαρτ ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Μάγιο Μέθοτ - διάσημη για τις «φονικές» εκρήξεις ζήλιας - και ο Χοκς δεν έπρεπε να μάθει ποτέ πως το «κορίτσι» του ανήκε σε κάποιον άλλον. Οταν ο Χοκς θα αντιλαμβανόταν τι ακριβώς συνέβαινε πίσω από τις κάμερες του «To Have and Have Not», θα εξοργιζόταν αλλά θα εκμεταλλευόταν τη χημεία ανάμεσα στους δύο ηθοποιούς του, σίγουρος πως χάνοντας την Μπακόλ κέρδιζε μια ταινία όπως ακριβώς την είχε φανταστεί. Οπως και συνέβη. Το « Το Have and Have Not» βγήκε στις αίθουσες με τεράστια επιτυχία, η Λόρεν Μπακόλ χαιρετίστηκε από τον Τύπο ως μια κοπέλα που «από το τίποτα έγινε ένα συνδυασμός της Γκάρμπο, της Ντίτριχ, της Μάε Γουεστ, της Κάθριν Χέπμπορν», όλο το Χόλιγουντ προσπαθούσε να μάθει να σφυρίζει με τον τρόπο που η ίδια διδάσκει στην ταινία και έξι μήνες μετά ο Μπόγκαρτ θα χώριζε για να ζήσει ελεύθερος τον έρωτά του με τη νέα μεγάλη σταρ της βιομηχανίας.
Με τον Μπόγκαρτ σε publicity still του «Το Have and Have Not»
Η δεύτερη ταινία της, το «Confidential Report» με τον Τσαρλς Μπογιέ ήταν μια αποτυχία («Ο,τι κι αν κάνεις, μην δεις ποτέ αυτήν την ταινία») και επιπλέον η Λόρεν Μπακόλ ήταν πλέον η σύζυγος του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό για τη «χρυσή εποχή» του Χόλιγουντ. «Νομίζω πως πολλοί σκηνοθέτες δεν με σκέφτηκαν ποτέ παρά μόνο ως σύζυγο του Μπόγκι. Και αυτό δεν οδηγεί σε μια μεγάλη καριέρα. Και επίσης δεν πάλεψα ποτέ για μια καριέρα. Φαντάζομαι πως κάτι κερδίζεις και κάτι χάνεις. Ηταν επιλογή μου. Εκτός, βέβαια, αν είσαι φιλόδοξη - που ήμουν πάντοτε - και είναι πολύ δύσκολο να διαγράψεις το όνειρο».
«Τhe Big Sleep»
Με συνολικά μόλις 50 ταινίες στο βιογραφικό της, η Μπακόλ θα έκλεινε τη δεκαετία του '40 κάνοντας τις μεγαλύτερες επιτυχίες της με τον Μπόγκαρτ. στο «The Big Sleep» του Χάουαρντ Χοκς, το «Dark Passage» του Ντέλμερ Ντέιβς και το «Key Largo» του Τζον Χιούστον, ενώ η δύναμη τους ως ζευγάρι (ή πόσο τελικά τους αγαπούσε το κοινό) έχει μείνει στην ιστορία από το γεγονός πως εναντιώθηκαν στη Μαύρη Λίστα του ΜακΚάρθι χωρίς ωστόσο να πληγεί η καριέρα τους. Στα 50s, η Μπακόλ θα κέρδιζε κριτικές για το ρόλο της στο «How to Marry a Millionaire» του Τζον Νεγκουλέσκο, το μετέπειτα κλασικό «Written on the Wind» του Ντάγκλας Σερκ και τις δύο συνεργασίες της με τον Βινσέντε Μινέλι στο «The Cobweb» και το «Designing Woman», μέχρι τη στιγμή που ο θάνατος του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ θα την έβρισκε στα 32 της χρόνια να εγκαταλείψει στην πραγματικότητα το σινεμά και να δοκιμάσει τις αντοχές της φιλοδοξίας της στο θέατρο.
«Designing Woman»
Το κενό του Μπόγκαρτ ήρθε να καλύψει ένας σύντομος και καταστροφικός αρραβώνας με τον Φρανκ Σινάτρα (όταν ο αρραβώνας τους έγινε γνωστός ο Σινάτρα την παράτησε από το τηλέφωνο!) και ένας γάμος με τον ηθοποιό Τζέισον Ρόμπαρντς που διήρκεσε από το 1961 έως και το 1969. Ακριβώς την εποχή όπου η Μπακόλ ξεκίνησε μια δεύτερη καριέρα στο Μπρόντγουεϊ κερδίζοντας δύο βραβεία Tony για το «Applause» του 1970 (το μιούζικαλ που βασίστηκε στο «Ολα για την Εύα» με την Μπακόλ να υποδύεται το μυθικό ρόλο της Μπέτι Ντέιβις) και το «Woman of the Year» (στο ρόλο που είχε παίξει στο σινεμά η Κάθριν Χέπμπορν), συνεχίζοντας ταυτόχρονα και τις εμφανίσεις της στο σινεμά.
Στο θεατρικό «Applause» (1970)
Το 1974 έπαιξε στο «Φόνο στο Οριεντ Εξπρές», το 1976 συνόδευσε τον Τζον Γουέιν στον τελευταίο του ρόλο στο «The Shootist», το 1976 έπαιξε δίπλα στον Τζέιμς Γκάρνερ στο «The Fan», το 1990 έπαιξε ένα μικρό ρόλο στο «Misery» του Ρομπ Ράινερ, το 1994 τίμησε τον Ρόμπερτ Αλτμαν συμμετέχοντας στο all -star cast του «Pret-a- Porter» και το 1996 κέρδισε την πρώτη και μοναδική της υποψηφιότητα για Οσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου για το «Ο Καθρέφτης Εχει Δύο Πρόσωπα» της Μπάρμπρα Στρέιζαντ. Εκείνη τη χρονιά, δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην στοιχημάτιζε πως η Ακαδημία δεν θα έχανε την ευκαιρία να τιμήσει έναν από τους ζωντανούς θρύλους της, αλλά το Οσκαρ πήγε τελικά στη Ζιλιέτ Μπινός για τον «Αγγλο Ασθενή» και η Μπακόλ θα έπρεπε να περιμένει μέχρι το 2009 για να παραλάβει ένα τιμητικό Οσκαρ για το σύνολο της καριέρας της.
Με τον Λαρς φον Τρίερ στα γυρίσματα του «Dogville»
Μετά το τέλος της θεατρικής της καριέρας στα τέλη της δεκαετίας του '90, η Λόρεν Μπακόλ συνέχισε να κάνει σινεμά, φτάνοντας αισίως μέχρι και το 2014, όπου δάνεισε τη φωνή της στην αμερικάνικη μεταγλώττιση της γαλλικής ταινίας κινουμένων σχεδίων «Ernest & Celestine». Ενδιάμεσα έπαιξε μικρούς ρόλους στο «Dogville» και το «Manderlay» του Λαρς φον Τρίερ και το «Birth» του Τζόναθαν Γκλέιζερ. Το 2006 έπαιξε μια εκδοχή του εαυτού της σε ένα απολαυστικό πέρασμα από το τηλεοπτικό «The Sopranos» και δάνεισε για ακόμη μια φορά τη φωνή της σε ένα επεισόδιο του «Family Guy» το 2014.
Η φωνή της... Δεν είπαμε τίποτα για τη φωνή της. Περισσότερο και από το βλέμμα της, η Λόρεν Μπακόλ θα μπορούσε να μείνει για πάντα στην ιστορία και μόνο για τη φωνή της. Βραχνή, αισθησιακή, γεμάτη σιγουριά και ερωτισμό, δεν ήταν μόνο το «new thing» σε ένα ομογενοποιημένο Χόλιγουντ, αλλά και το εργαλείο για μια γυναίκα που δεν κράτησε ποτέ το στόμα της κλειστό. Ούτε όταν δήλωσε «liberal» με κεφαλαίο L, ούτε όταν αντιμετώπισε με κυνισμό και πικρία μια νέα βιομηχανία που «δεν έχει την παραμικρή σχέση με το τότε», ούτε όταν μίλησε ανοιχτά για τα δικαιώματα των γυναικών, ούτε όταν δεν δίστασε να καταστρέψει το αμερικάνικο όνειρο που όλοι πίστευαν πως είχε ζήσει, κρατώντας μόνο την ευχαρίστηση του να είναι ζωντανή σε ένα κόσμο που θα προτιμούσε να την θυμάται ως «has been».
«Δεν νομίζω ότι κανείς που έχει μυαλό μπορεί να είναι ευτυχισμένος. Τι υπάρχει στ' αλήθεια για να είσαι ευτυχισμένος. Αν είσαι ένα σκεπτόμενο ον, δεν υπάρχει τρόπος να διαχωρίσεις τον εαυτό σου από τον κόσμο. Ναι, ίσως ήμουν ευτυχισμένη όταν παντρέυτηκα τον Μπόγκι, αλλά τότε ήμουν πολύ νέα. Μεγάλωσα όχι πραγματικά ευτυχισμένη γιατί ήμουν μοναχοπαίδι και δεν ήμουν μέλος μιας ολοκληρωμένης οικογένειας - αυτό που στην Αμερική θεωρούμε κανονική οικογένεια: έναν πατέρα, μια μητέρα και το παιδί. Και όμως είχα την καλύτερη οικογένεια που κανείς θα ευχόταν να έχει από την πλευρά της μητέρας μου. Οπότε τι νόμιζετε ότι είναι η ευτυχία; Νομίζω πως πρέπει να είσαι αναίσθητος για να είσαι ευτυχισμένος...»
H Λόρεν Μπακόλ πέθανε στα 89 της χρόνια στις 12 Αυγούστου του 2014 από εγκεφαλικό επεισόδιο στο σπίτι της στη Ντακότα που βλέπει το Central Park. Μέχρι και το θάνατό της έλεγε με σιγουριά πως το όνομά της ήταν Μπέτι Μπακόλ: «Το Λόρεν ήταν του Χάουαρντ...»
Tags: ΛΟΡΕΝ ΜΠΑΚΟΛ