Το 1932, ο αεροπόρος Τσαρλς Λίντμπεργκ ήταν ένας από τους πιο διάσημους ανθρώπους στην Αμερική: ωραίος, επιτυχημένος, πλούσιος, βασιλιάς των ουρανών, πολιτικοποιημένος, με κοινωνική δράση, η ενσάρκωση του αμερικανικού ονείρου στην πιο λαμπερή της εκδοχή. Οταν ο μικρός του γιος, ενάμιση έτους, έπεσε θύμα απαγωγής και, δυο μήνες αργότερα, παρά τις επίμονες έρευνες της αστυνομίας, βρέθηκε νεκρός, η χώρα και ολόκληρος ο κόσμος πένθησε την απώλεια.
Την ίδια εποχή, ο Τζέι Εντγκαρ Χούβερ ήταν ο διευθυντής του Γραφείου Ερευνών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, του πρόγονου του FBI, αποφασισμένος να κάνει τα πράγματα με το δικό του τρόπο και να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο προβολής για τη βελτιστοποίηση του τομέα του.
Με αφορμή την αποτυχία των αρχών να εντοπίσουν τους απαγωγείς του μικρού Λίντμπεργκ, ο Χούβερ διεκδίκησε και πέτυχε την επιβολή του «Νόμου Λίντμπεργκ», γνωστού και ως Ομοσπονδιακού Νόμου για την Απαγωγή.
Σύμφωνα με αυτόν, το FBI, ως ομοσπονδιακό όργανο του νόμου, απέκτησε τη δυνατότητα να καταδιώκει και να συλλαμβάνει απαγωγείς σε οποιαδήποτε Πολιτεία βρίσκονταν μαζί με το θύμα τους. Μέχρι τότε, οι αρχές μπορούσαν να πιάσουν εγκληματίες μόνο όσο βρίσκονταν μέσα στην Πολιτεία όπου διέπραξαν το έγκλημά τους. Γι’ αυτό και όλοι έσπευδαν να φτάσουν σε μια άλλη Πολιτεία, γιατί εκεί κανείς δεν μπορούσε να τους συλλάβει.
Η επικύρωση του Νόμου Λίντμπεργκ ήταν το πρώτο βήμα για ν’ αποκτήσει το FBI μοναδικό, ομοσπονδιακό κύρος μέσα στην Αμερική. Σε συνδυασμό με το δικαίωμα που απέκτησαν οι πράκτορες να οπλοφορούν, αλλά και την καταχώρηση στα αρχεία τους των δακτυλικών αποτυπωμάτων των πολιτών για πρώτη φορά, το FBI γρήγορα μεταμορφώθηκε σε εθνική νέμεση, όπως και παρέμεινε μέχρι σήμερα.
Ο Τζέι Εντγκαρ Χούβερ πέτυχε αυτές τις αλλαγές μόνο με το πείσμα του – και με την εκβιαστική δύναμη που ήδη είχε αρχίσει να εξασκεί – και διαμόρφωσε προσωπικά το σύστημα αστυνόμευσης στην Αμερική.
Δείτε στο παρακάτω clip από το «J. Edgar» τον Λεονάρντο ΝτιΚάπριο ως Χούβερ να παίζει στα δάχτυλα τη συναισθηματική νοημοσύνη των Αμερικανών νομοθετών.
Διαβάστε περισσότερα για το «J. Edgar»: