Ο Χιριαγάμα ξεκινάει και τελειώνει τη μέρα του κάνοντας το ίδιο τελετουργικό. Μαζεύει το στρώμα στο οποίο κοιμάται, κάνει τα δόντια του, τριμάρει το μουστάκι του, παίρνει καφέ από το αυτόματο μηχάνημα έξω από το σπίτι του, μπαίνει μέσα στο βαν για τη δουλειά. Καθαριστής των αυτόματων τουαλετών σε μία καλή συνοικία του Τόκιο, είναι σχολαστικός με τη δουλειά του, σχεδόν μια τέλεια παραφωνία στον αυτοματισμό των πάντων, αφού η μέρα του κλείνει πάντα με ένα μπάνιο στα δημόσια λουτρά, ένα φαγητό στην καντίνα και μερικές σελίδες από τα αγαπημένα του βιβλία, με τον Φόκνερ να μονοπωλεί το ενδιαφέρον του.
Στη διαδρομή προς τη δουλειά και προς το σπίτι, ο Χιριγιάμα ακούει τραγούδια από τις συλλεκτικές του κασέτες από τη μεγάλη δισκοθήκη του rock 'n' roll. Από τον Οτις Ρέντινγκ μέχρι την Πάτι Σμιθ και από την Νίνα Σιμόν μέχρι τους. Animals. Και ενίοτε βγάζει και ασπρόμαυρες φωτογραφίες που αρχειοθετεί με προσοχή και τάξη στην ντουλάπατα του. Και εδώ μπαίνει στην εικόνα ο Βιμ Βέντερς, που στα 77 του χρόνια κάνει μια μικρή ανάπαυλα από τα ντοκιμαντέρ που μάλλον έσωσαν τις τελευταίες δεκαετίες της καριέρας του, αφήνει πίσω του ταινίες που έχει ξεχάσει μαζί με τον ίδιο και ο χρόνος («Every Thing Will Be Fine» του 2015, «The Beautiful Days of Aranjuez» του 2016, «Submergence» του 2017) και υπογράφει μια μικρή, μελαγχολική ταινία - καλύτερη από πολλές προηγούμενες του - η οποία ωστόσο τον προδίδει κι αυτή με τους δικούς της τρόπους.
Λάτρης του Τόκιο, όσο όμως και των αναλογικών απολαύσεων (ως γνήσιος παλίος rock 'n' roller ka), ο Βέντερς φτιάχνει στην πραγματικότητα με το «Perfect Days» (με αρχικό τίτλο «Tokyo Toilet») μια ωδή στην απλότητα και το τελετουργικό της, αλλά και μια αφιέρωση στην αυτοδιάθεση, στον τρόπο που ο ήρωάς του έχει επιλέξει να ζει, όπως μαθαίνουμε από ελάχιστες σκόρπιες πληροοφορίες κατά τη διάρκεια της ταινίας, σε αντίθεση με την πρότερη ζωή που έχει εγκαταλείψει.
Λίγη ώρα, ωστόσο, μέσα στο φιλμ και το τελετουργικό έχει πλέον γίνει μια απλή επανάληψη και το πορτρέτο του Χιριγιάμα αποδεικνύεται ναι μεν αινιγματικό, αλλά στεγνό από δραματουργία και πραγματική συναισθηματική έκταση, ποντάροντας περισσότερο στην καλοσύνη και καλή πρόθεση του ήρωά του να απολαμβάνει τις υπηρεσίες που προσφέρει στο δημόσιο χώρο αλλά και τη μοναξιά οτυ - ερμητικά κολλημένος στο προσωπικό του σύμπαν, ακόμη και όταν αυτό τον αποκλείει από κάθε συντροφιά ή επικοινωνία.
Η (μη) τουριστική απεικόνιση του Τόκιο μοιάζει και αυτή προβληματική, με τον Βέντερς να εντυπωσιάζεται ισόποσα από το hi-tech της δημόσιας ανάγκης στο μεταμοντέρνο Τόκιο αλλά και την προφανή ευκολία της αναγωγής ότι οι μεγαλύτεροι ποιητές της ζωής μπορεί να είναι και καθαριστές τουαλετών. Αν προσθέσει κανείς και τα ασπρόμαυρα ιντερλούδια των φωτογραφιών του ήρωα (προφανής αναφορά στον φωτογράφο Βέντερς), ο αργός νωχελικός ρυθμός και η λιτότητα που από ένα σημείο και μετά υπογραμμίζει και την απουσία περιεχομένου, είναι τα μόνα στοιχεία που προδίδουν ανατολική φιλοσοφία, οφθαλμοφανώς τόσο που η αντίστιξη των τραγουδιών από το κλασικό jukebox της ζωής του ήρωα (και του Βέντερς) να ηχεί παλιομοδίτικα. Ισως αυτή ήταν και η πρόθεση του 77χρονου πλέον Βέντερς όταν σε μια σκηνή της ταινίας βάζει την ιδιοκτήτρια ενός εστιατορίου να δηλώνει πόσο ωραία θα ήταν όλα να μην άλλαζαν και στη συνέχεια τραγουδάει το «House of the Rising Sun» με μια κιθάρα στα ιαπωνικά.
Αυτή είναι και η μόνη πραγματικά συγκινητική σκηνή μιας ταινίας που μοιάζει διαρκώς με την (τουριστική κι εδώ στο δικό της βαθμό) προσπάθεια του Βέντερς να αποτίσει φόρο τιμής στον αγαπημένο του Γιασουζίρο Οζου, ενώ θυμίζει σπουδαστή που δουλεύει ένα σχέδιο ταινίας και τελικά επιβραβεύεται επειδή ο ήρωάς του (και ο Κότζι Γιακούσο που τον υποδύεται με πηγαία μελαγχολία) φέρει κάτι από έναν χαμένο ρομαντισμό που δεν ξέρουμε πλέον ποιος τον αναζητά και ποιος θέλει να τον δει έτσι κινηματογραφημένο: σαν τίποτα, αλλά προς το τίποτα.
Ευχαριστούμε την Aegean Airlines για τη βοήθεια πραγματοποίησης του ταξιδιού στο 76ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών.