Η ιστορία της Αμερικής, πατέρες και γιοι, ηθικοί κανόνες, νεοϋορκέζικη ένταση και διαφθορά της εξουσίας, τα συστατικά που έχουν χαρακτηρίσει τις ταινίες του Τζέιμς Γκρέι (από τη «Μικρή Οδησσό» και το «Η Νύχτα μας Ανήκει» ως τα πιο πρόσφατα «Κάποτε στη Νέα Υόρκη» και «Ad Astra» μοιάζει να συμπυκνώνονται στο «Armageddon Time», την ιστορία ενηλικίωσης ενός αγοριού (και συμβιβασμού μιας ολόκληρης χώρας) στο Κουινς του '80, μια ελεύθερη αντανάκλαση της δικής του εφηβείας.
Ο Πολ Γκραφ, ένας αεικίνητος, δημιουργικός 13χρονος, μεγαλώνει με την οικογένειά του, Εβραίους ουκρανικής καταγωγής μετανάστες. Οσο η μητέρα του, πρόεδρος του συλλόγου γονέων του δημόσιου σχολείου του, διεκπεραιώνει την καθημερινή ρουτίνα στοργικά αλλά και αμέτοχα, τόσο ο πατέρας του, που με κόπο κατάφερε να μαζέψει κάποια χρήματα ως υδραυλικός, προφανώς πικραμένος από τη ζωή, αφήνεται σε τακτικά βίαια ξεσπάσματα, συνήθως πάνω στον Πολ. Μόνο ο παππούς του, γεμάτος αγάπη, πονηρό βλέμμα και χρήσιμα διδάγματα, προσπαθεί να ενισχύσει την καλλιτεχνική φλέβα του Πολ, αλλά και να του μάθει τις βασικές αρχές της χρυσής τομής ανάμεσα στο συμβιβασμό και την αξιοπρέπεια.
Ο κολλητός του Πολ στο σχολείο είναι ο Τζόνι, το μαύρο παιδί της τάξης. Κι οι δυο ατίθασοι κι οι δυο σκανταλιάρηδες, ο πρώτος από αδιέξοδη δημιουργικότητα, ο δεύτερος από το βαθύ αίσθημα αδικίας που ήδη αναγνωρίζει, χτίζουν το δικό τους σύμπαν, από μουσικές (το κόκκινο και το μπλε άλμπουμ των Beatles που είναι όλη η μουσική που χρειάζεται να ξέρεις), από συλλεκτικά αυτοκόλλητα της NASA κι από φαντασία - μόνο που ο Πολ πάντα τη γλιτώνει κι ο Τζόνι πάντα τιμωρείται. Ακόμα κι όταν δεν πρόκειται, πια, για σκανταλιά, αλλά για ένα αληθινό έγκλημα με αληθινές επιπτώσεις.
Οι προθέσεις του Τζέιμς Γκρέι είναι ξεκάθαρες. Αυτή είναι η ιστορία της γέννησης του Τραμπισμού (άλλωστε η οικογένεια Τραμπ φιγουράρει και στους ήρωες του φιλμ), όπως φαίνεται από το ακριβό ιδιωτικό σχολείο όπου θα πάει και ο ίδιος ο Πολ, έδαφος χρήσιμων γνωριμιών για το μέλλον του, όπως όλη η οικογένεια του επισημαίνει. Οπως φαίνεται κι από τη στάση του συγκρουσιακού πατέρα που, γιος μεταναστών, Εβραίος, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση, γεμάτος αγωνία για το παρόν και το μέλλον, γνωρίζει καλά τη σημασία της κοινωνικής δικτύωσης. Οπως, την ώρα που οι Τραμπ αρχίζουν να κατακτούν την οικονομική σκηνή της Νέας Υόρκης, ο Ντόναλντ Ρέιγκαν διεκδικεί την Προεδρία της Αμερικής, ευαγγελιζόμενος τον νεοφιλελεύθερο συντηρητισμό, την τάξη σε μια χώρα που απειλείται από τον «ηθικό Αρμαγεδδώνα».
Οι προθέσεις του, όμως, αυτές, αποτυπώνονται σ' ένα αδιάκοπα σκοτεινό τερέν, με δυο-τρεις μαεστρικά γυρισμένες σεκάνς (η σκηνή της κατάρρευσης του οικογενειακού δείπνου, ή η πρώτη έκρηξη βίας του πατέρα προς τον Πολ θυμίζουν ότι ο Γκρέι είναι μερακλής και ικανός σκηνοθέτης), με μια παντελή απουσία χαρακτηρογραφίας στους ήρωές του (από ψήγματα στερεοτύπων προσπαθεί ο θεατής να καταλάβει προσωπικότητες και κίνητρα), με ερμηνείες θαυμάσιων ηθοποιών (τόσο στον νευρώδη, κοκκινομάλλη Πολ του Μπανκς Ρεπέτα, όσο και στον πατέρα τού Τζέρεμι Στρονγκ, τη μητέρα τής Αν Χάθαγουεϊ, τον παππού τού Αντονι Χόπκινς) που παίζουν χωρίς υλικό. Σ' ένα σενάριο που κινούμενο οριακά μεταξύ πραγματικότητας και της υποψίας της φαντασίας δεν αποκτά ποτέ αρκετά καθαρά περιγράμματα ώστε να βγάλει νόημα, σαν σβησμένο κείμενο στον πίνακα της τάξης, ένα σενάριο επιπόλαιο που παίρνει πολλά ως δεδομένα. Και σε μια ιδεολογική κατεύθυνση που, θεωρητικά γνωρίζεις ποια είναι, αλλά η διατύπωσή της είναι τόσο φλου που εύκολα γίνεται αμφισβητήσιμη.
Κι έτσι ένα φιλμ που ακούγεται υπέροχο, που βολτάρει στον κόκκο των αναμνήσεων και στους δρόμους της συναρπαστικότερης μητρόπολης και λικνίζεται με μαύρες μουσικές, καταλήγει μερικώς αδιάφορο και μερικώς αντιπαθητικό, σαν μια επανάσταση του καναπέ, μια προσωπική ιστορία που φορτικά θ' ακούσεις ως το τέλος, σαν ένα ανοιχτό φινάλε στο οποίο θέλεις να βάλεις μια ξεκάθαρη τελεία.
Δείτε παρακάτω την ομάδα του «Armageddon Time» στο κόκκινο χαλί της πρεμιέρας της ταινίας