Ξεκάθαρα ιδιοσυγκρασιακό κι απόλυτα ταιριαστό στο κινηματογραφικό σύμπαν της Τζέσικα Χάουσνερ, το «Little Joe» υποδύεται πειστικά ένα φιλμ είδους, σχεδόν ένα θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, που όμως οδηγεί τον θεατή του σε εντελώς διαφορετικά μονοπάτια από αυτά που μια «κανονική» ταινία αυτής της κατηγορίας θα φιλοδοξούσε να πάει.
Σκηνοθετημένο με απόλυτη ακρίβεια και εξαιρετικά σχεδιασμένο σε κάθε του αισθητική λεπτομέρεια, από την χρωματική του παλέτα έως τα σκηνικά και τα ρούχα των ηρώων του, το φιλμ δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα απόλυτα γοητευτικό μυστήριο, η αποκρυπτογράφηση του οποιου είναι βέβαιο ότι θα προσφέρει διαφορετικά επίπεδα ικανοποίησης στους υποψήφιους θεατές του, άμεσα συνυφασμένα με το πόσο πρόθυμοι είναι να εγκαταλείψουν τις προσδοκίες τους στην είσοδο.
Η ιστορία του διαδραματίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της στους διαδρόμους, τα εργαστήρια και κυρίως τα θερμοκήπια ενός τεχνολογικά εξελιγμένου ερευνητικού κέντρου βιοκαλλιέργειας, στο οποίο γενετιστές και βιολόγοι δοκιμάζουν να δημιουργήσουν καινούριες ποικιλίες φυτών. Η Αλις, μια χωρισμένη ιδιοφυης επιστήμονας, μητέρα του Τζο, ενός νεαρού αγοριού, είναι υπεύθυνη για την δημιουργία ενός παράξενου υβριδίου το οποίο μπορεί να χρειάζεται προσοχή, φροντίδα και ναι, αγάπη για να μεγαλώσει, αλλά που η οσμή του παράγει στον ανθρώπινο εγκέφαλο τις ουσίες εκείνες που γεννούν την ευτυχία.
Ομως όπως συμβαίνει σε κάθε ταινία τρόμου, κάτι θα πάει στραβά και σύντομα, αρχικά μια συνάδελφός της και στη συνέχεια ακόμη και η ίδια η Αλις, θα αρχίσει να υποπτεύεται ότι εκτός από το να κάνει τους ανθρώπους χαρούμενους, η γύρη του φυτού (που στο μεταξύ η Αλις έχει ονομάσει «Little Joe» κι έχει ήδη χαρίσει ένα στον γιο της), αλλάζει και την συμπεριφορά τους, με τρόπους απροσδιορίστους μα καθοριστικούς. Αλλά αντίθετα απ΄ότι συμβαίνει σε κάθε ταινία τρόμου, στο φιλμ της Χάουσνερ η συνέχεια δεν θα έρθει με τρόμο, κορυφώσεις, αγωνία και κάθαρση, αλλά με μια απόλυτη αμφισημία, που θέλει περισσότερο απ΄οτιδήποτε άλλο να κρατήσει τον θεατή στο απόλυτο limbo.
Διότι ακόμη κι όταν χρησιμοποιεί κάποιους από τους μηχανισμούς μιας ταινίας τρόμου, όπως για παράδειγμα μια κάτι παραπάνω από υπαινικτική μουσική επένδυση σε συγκεκριμένες σκηνές, το «Little Joe» το κάνει με τον δικό του ανατρεπτικό, απόλυτα εστέτ τρόπο. Βλέποντας τα credits της ταινίας, ανακαλύπτεις ότι η μουσική ανήκει στην πραγματικότητα στον ιάπωνα συνθέτη Τέιτζι Ιτο, γνωστό κυρίως για τα θέματα που έγραψε στις ταινίες της Μάγια Ντέρεν, την πειραματική σκηνοθέτη την οποία ο Χάουσνερ μετρά ανάμεσα στις μεγαλύτερες επιρροές της.
Και φυσικά δεν παίρνει πολύ χρόνο να αντιληφθείς ότι αυτό που μοιάζει με μια σύγχρονη, εναλλακτική διασκευή του «Invasion of the Body Snatchers» ή ένα κλινικά αποστειρωμένο «Little Shop of Horros», δεν νοιάζεται στιγμή για τους κανόνες του είδους, μα προτιμά να μιλήσει -με απόλυτα συγκρατημένο και αινιγματικό τρόπο- για όσα το ενδιαφέρουν. Και τα οποία καλύπτουν μια εξαιρετικά ευρεία γκάμα, ξεκινώντας από τα «εσωτερικά» όπως η η απόσταση ανάμεσα στην ειλικρινη συναισθηματική μας πραγματικότητα και στην εικόνα μας προς τα «έξω», η ιδιόμορφη αποξένωση του σημερινού ανθρώπου από τις ίδιες του τις ρίζες, για να φτάσει σε πολύ πιο «χειροπιαστά» ζητήματα, όπως η επιστημονική ευθύνη και η γενετική.
Τίποτα από τα παραπάνω όμως δεν είναι προφανές ή αυτονόητο σε μια ταινία που ο δικός της τρόπος να είναι παιγνιώδης είναι να παραμένει ως το τέλος απόλυτα κρυπτική και που οι απολαύσεις που προσφέρει είναι αδιόρατες και λεπτές όπως η οσμή ενός λουλουδιού. Το αν η δική της μυρωδιά θα φέρει στους θεατές της «ευτυχία», είναι αναμφίβολα κι απόλυτα στην περίπτωση του «Little Joe», θέμα προσωπικού γούστου και «κινηματογραφικής γενετικής προδιάθεσης».
Tags: Κάννες 2019