Επιστρέφοντας στο διαγωνιστικό του Βερολίνου τέσσερα χρόνια μετά το «A Somewhat Gentle Man», ο Χανς Πετερ Μόλαντ φέρνει ξανά μαζί του τον Στέλαν Σκάρσγκαρντ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά δίνοντάς του το επώνυμο Dickman που όπως μαθαίνουμε στην ταινία, έχει και στην νορβηγική γλώσσα την ίδια σημασία με αυτή στα αγγλικά.
Το επώνυμο δεν είναι η μόνη ατυχία του ήρωα όμως, ο οποίος μπορεί να κερδίζει ένα βραβείο ως «ο πολίτης της χρονιάς» για την αφοσίωση με την οποία καθημερινά καθαρίζει το χιόνι με το τεράστιο εκχιονιστικό μηχάνημα του από έναν επαρχιακό, δρόμο, αλλά πολύ γρήγορα δέχεται ένα πολύ σοβαρό πλήγμα.
Ο γιος του βρίσκεται νεκρός από υπερβολική δόση ναρκωτικών, αν κι εμείς ήδη ξέρουμε ότι δολοφονήθηκε από δύο μπράβους. Οταν κι ο Ντίκμαν ανακαλύπτει πως ο θάνατος του γιου του δεν ήταν ατύχημα, θα αποφασίσει να βρει τους υπεύθυνους και να τους σκοτώσει, γιατί όπως λέει είναι καθήκον ενός πατέρα να παίρνει εκδίκηση για τον θάνατο του γιου του.
Ομως αυτό που στα χαρτιά και στα χέρια ενός Αμερικάνου σκηνοθέτη θα ήταν μια τυπική ταινία εκδίκησης, σε αυτά του Μόλαντ μεταμορφώνεται σε κάτι πολύ πιο περιπετειώδες, αποτελεσματικό κι ενδιαφέρον. Και πάνω απ όλα, αστείο.
Μπορεί η βία να είναι εκεί και μάλιστα χορταστική, τουλάχιστον στην αρχή, όμως γρήγορα αντιλαμβάνεσαι πως κάτι πάει λίγο στραβά στον τρόπο που το φιλμ κοιτάζει τους χαρακτήρες, την αφήγηση , την ίδια τη ζωή. Καθώς η ώρα περνά το χιούμορ γίνεται όλο ένα και πιο σουρεαλιστικό, ή τουλάχιστον μοιάζει τέτοιο σε μια ταινία που δεν δέχεται κανένα από τα κλισέ μια ταινίας είδους στο οποίο υποτίθεται ανήκει.
Γιατί ένας γκάνγκστερ και έμπορος ναρκωτικών μπορεί να έχει προβλήματα με την πρώην γυναίκα του και την ανατροφή του παιδιού του και κακό γούστο στην τέχνη και την αισθητική του σπιτιού του. Γιατί οι αστυνομικοί μπορεί να μην αντέχουν τη θέα του αίματος, ή δυο μπράβοι να κάνουν ανόητες μικρές κουβέντες περιμένοντας να φέρουν εις πέρας μια ακόμη αποστολή, ή και ακόμη να τραγουδούν ένα σαχλό ποπ τραγούδι οδηγώντας.
Μπορεί σαν συνδυασμός, ένα φιλμ που περιλαμβάνει φόνους, απαγωγές, την σέρβικη μαφία και σκοτώνει τον έναν μετά τον άλλο μια σειρά από χαρακτήρες να μην μοιάζει απόλυτα φυσιολογικό να ανήκει στην κατηγορία της κωμωδίας, όμως το μαύρο χιούμορ του Μόλαντ ταιριάζει απόλυτα με το μαύρο φόντο της ιστορίας του. Και σε μια αληθινά αξιοθαύμαστη πράξη κινηματογραφικής ισορροπίας κατορθώνει να μην αφήνει το χιούμορ να αφαιρεί από το φιλμ την δύναμή του και το σκληρό υπόβαθρο πάνω στο οποίο στήνεται η ιστορία του.
Κάπου ανάμεσα στο παράλογο χιούμορ των Μόντι Πάιθον και την μαύρη μα σκληρή κωμωδία του «Αποστολή στη Μπριζ», το «In Order of Disappearence» ανοίγει με την φόρα και την ένταση ενός γιγαντιαίου εκχιονιστικού τον δικό του δρόμο στο σινεμά και δεν σου αφήνει κανένα περιθώριο από το να τον ακολουθήσεις και να απολαύσεις μια αληθινά ξεχωριστή διαδρομή.
Δείτε το τρέιλερ
Tags: berlinale 2014