Η ζωή και το έργο του ταλαντούχου ημίθεου της μόδας, αλλά ταυτόχρονα μανιοκαταθλιπτικού θνητού, Ιβ Σεν Λοράν - από τα νεανικά του χρόνια στην Αλγερία, τη μαθήτευση δίπλα στον Dior, την ανεξαρτησία και τον θρίαμβο του προσωπικού του οίκου, όσο η υγεία του κατέρρεε από τους δαίμονές του και πάνω από όλα, την ταραχώδη σχέση του με τον έρωτα και μάνατζερ της ζωής του Πιερ Μπερζέ.
Ο Χαλίλ Λεσπέρ, ο Γάλλος πρωταγωνιστής που τα τελευταία χρόνια έχει περάσει πίσω από την κάμερα («Μην το Πεις σε Κανέναν», «Le Petit Lieutenant»), καταθέτει την πρώτη από τις δύο κινηματογραφικες βιογραφίες που γυρίστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα για τον genius της haute couture, Ιβ Σεν Λοράν (η βερσιόν του Μπερτράν Μπονελό με πρωταγωνιστή τον Γκασπάρ Ουλιέλ θα ακολουθήσει και μάλλον θα προβληθεί στις Κάννες). H συγκεκριμένη κινηματογραφική μεταφορά μάλιστα είχε και την επίσημη έγκριση του Πιερ Μπερζέ, ο οποίος στα 83 του χρόνια διαχειρίζεται ακόμα την περιουσία και την πολιτιστική κληρονομιά του Λοράν, που απεβίωσε το 2008.
Βασισμένο στο βιβλίο του Λοράνς Μπεναΐμ, το σενάριο του Λεσπέρ (συνυπογράφουν οι Ζακ Φιεσί και Μαρί-Πιερ Χαστέρ) έχει ως αφετηρία τα ντροπαλά χρόνια του εύθραστου, ανασφαλούς νεαρού με το δαιμόνιο ταλέντο, ο οποίος μεγάλωσε ως «κακομαθημένος αστός μοναχογιός», διεγνώσθη με μανιοκατάθλιψη και εκτός από τα σκίτσα του όπου έβρισκε καταφύγιο «δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο στη ζωή του». Πράγματι, η ταραχή και η αντικοινωνικότητα του 26χρονου Λοράν που βρέθηκε κληρονόμος του Οίκου Dior θα μπορούσε να βλάψει και το ίδιο του το χάρισμα, για αυτό και η γνωριμία του με τον μελλοντικό του σύντροφο Μπερζέ (έναν έξυπνο επιχειρηματία, ο οποίος τον στήριξε σε όλη του την καριέρα) του έσωσε τη ζωή.
Η ταινία τότε περνάει στα άγρια, αχαλίνωτα χρόνια. Στη δεκαετία του 70, όπου ο Λοράν ανάμεσα στους Καρλ Λάγκερφελντ, Αντι Γουόρχολ, Ζαν Κοκτό, Λούλου ντε λα Φαλέζ κάνει την επανάστασή του απέναντι στην καταπιεσμένη του ανατροφή, την ασθενική φύση και πειραματίζεται με sex, drugs και νέες ριζοσπατικές ιδέες στον κόσμο της μόδας. Αυτή η διπολική του οντότητα, να έχει τον πλήρη έλεγχο της δουλειάς του και να χάνει τον κόσμο αν ο Μπερζέ δεν ήταν στο πλάι του, τεντώνει τα όρια του συντρόφο του και οδηγεί και τον ίδιο πιο βαθιά στην κατάθλιψη και την αυτοκαταστροφή.
Το σενάριο δυστυχώς δεν έχει τρίτη πράξη. Ενώ ο Λεσπέρ χτίζει προσεχτικά τις δύο προσωπικότητες (με έμφαση φυσικά στον εμβληματικό μόδιστρο), δίνει χρόνο και ανάσες στην αφήγηση ώστε σταδιακά να βυθιζόμαστε στην πολύπλευρη και καταραμένη φύση ενός ξεχωριστού ανθρώπου, η δεύτερη πράξη πέφτει στην παγίδα της πικάντικης, σκανδαλοθηρικής απεικόνισης των ξέφρενων 70ς ως σαπουνόπερας, και η τρίτη απλώς τραβάει την πρίζα της ιστορίας. Σαν μισοτελειωμένο φόρεμα που μπορείς να διακρίνεις τις γραμμές και την ποιότητά του, αλλά το στρίφωμα παραμένει με καρφίτσες στη ραφή.
Οσο όμως κι αν το σύνολο της ταινίας καταλήγει σε ένα pret a porter αποτέλεσμα (όχι απαραίτητα κακό, αλλά όχι και αξιομνημόνευτο), οι ερμηνείες είναι υψηλής τέχνης και αισθητικής. Οσο ο Λεσπέρ χάνει το στοίχημα στο να αποδώσει με άποψη, κριτήριο και διορατικότητα την προσωπικότητα του ήρωά του (ίσως οι Γάλλοι να το έχουν τελευταία καταφέρει μόνο με το «Ζωή σαν Τριαντάφυλλο), ο πρωταγωνιστής του Πιερ Νινέ πραγματικά καταπλήσσει. Εκτός από την σοκαριστική ομοιότητα με τον Λοράν, ο νεαρός ηθοποιός έχει αφομοιώσει (κι όχι ξεσηκώσει) τις κινήσεις, τις μανιέρες, αλλά και την πορσελάνινη ψυχοσύνθεση του μόδιστρου, προσφέροντάς μας ό,τι κοντινότερο στο βασανισμένο χαρακτήρα του. Ταυτόχρονα, σε έναν πιο δύσκολο, πιο ήρεμο, πιο σιωπηλό ρόλο, αυτόν του Μπερζέ, ο Γκιγιόμ Γκαλιέν («Εγώ ο Εαυτός μου και η Μαμά») συγκλονίζει. Και οι δύο μέλη της Comedie Francaise, αποδεικνύουν τη υποκριτική στόφα που απαιτεί αλλά και καλλιεργεί η ομάδα στα ταλέντα της.
Κρίμα που στο συνολικό αποτέλεσμα, τέτοιου είδους ερμηνείες μοιάζουν με αξεσουάρ - καταλήγεις να μιλάς για αυτό και όχι το ίδιο το ρούχο.
Tags: berlinale 2014