
Η μέρα έχει ήδη μεγαλώσει, τα χοντρά πανωφόρια έχουν ήδη μπει στις ντουλάπες για μήνες, ο ήλιος λάμπει σχεδόν καθημερινά — ήρθαν ξανά οι μέρες του BCN Film Fest, του μεγάλου κινηματογραφικού φεστιβάλ της Βαρκελώνης. Πάντα πολύ κοντά στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου, του Sant Jordi, στις 23 Απριλίου. Καθόλου τυχαία, αφού το πλήρες όνομα του φεστιβάλ είναι Festival Internacional de Cinema Barcelona Film Fest – Sant Jordi — για τους φίλους, απλά BCN Film Fest από εδώ και πέρα.
Το φεστιβάλ άνοιξε την αυλαία του με την προβολή της ταινίας «Bob Trevino Likes It» της Τρέισι Λέιμον. Μια ζεστή, αληθινή ιστορία για τη δύναμη της ανθρώπινης σύνδεσης και τις απροσδόκητες φιλίες. Η Λίλι Τρεβίνο (την υποδύεται η Μπάρμπι Φερέιρα, που έτυχε εκδηλώσεων λατρείας από το κοινό), μια νεαρή γυναίκα που αναζητά τον αποξενωμένο πατέρα της στα κοινωνικά δίκτυα, καταλήγει να επικοινωνεί κατά λάθος με έναν άγνωστο, τον Μπομπ Τρεβίνο (τον υποδύεται ο Τζον Λεγκουιζιάμο), ο οποίος μοιράζεται το ίδιο όνομα με τον πατέρα της. Η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους γεφυρώνει το συναισθηματικό κενό που έχει αφήσει ο πραγματικός της πατέρας (French Stewart), ένας άνθρωπος εγωκεντρικός και απόμακρος, ίσως όχι από το υλικό που φτιάχνονται οι γονείς. Η ταινία, βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα από τη ζωή της σκηνοθέτιδας, ισορροπεί ανάμεσα στο αστείο και το συναισθηματικό, το χιούμορ και τη συγκίνηση, προσφέροντας μια αυθεντική ματιά στη σημασία των ανθρώπινων σχέσεων και της αποδοχής. Οι πρωταγωνιστές της ταινίας με τις ερμηνείες τους καταφέρνουν να μας παρουσιάσουν δύο χαρακτήρες απόλυτα ρεαλιστικούς, με βάθος και ειλικρίνεια, καθιστώντας την ταινία μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές του φεστιβάλ.
Jουer Avec le Feu
Το μεγάλο βραβείο του φεστιβάλ κέρδισε η ταινία «Jouer Avec le Feu» των αδελφών Ντελφίν και Μιριέλ Κουλέν. Οι δύο δημιουργοί υπογράφουν και το σενάριο, σε συνεργασία με τον Λοράν Πετιτμανζάν. Η ταινία καταπιάνεται με την άνοδο της ακροδεξιάς και του φασισμού στην κοινωνία μας και επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία της μέσα από την καθημερινότητα μιας απλής γαλλικής οικογένειας. Ενας πατέρας εργάτης (Βενσάν Λαντόν), δύο γιοι: ο μεγαλύτερος, αθλητικός και εξωστρεφής (Μπενζαμάν Βουαζάν), ο μικρότερος, εσωστρεφής και υπόδειγμα μαθητή (Στεφάν Κρεπόν). Οι βίοι τους εξελίσσονται αντίθετα, με τον έναν να παρασύρεται προς τον φανατισμό και τον άλλον να προοδεύει, παλεύοντας με την προσωπική του ταυτότητα. Ο πατέρας, στη μέση, προσπαθεί να ισορροπήσει και να στηρίξει και τους δύο. Μια οικογενειακή ιστορία που μοιάζει με εκατομμύρια άλλες στην Ευρώπη του σήμερα.Η προβολή ήταν ανοιχτή για το κοινό. Δίπλα μου κάθισε ένα ζευγάρι Καταλανών, γύρω στα πενήντα. Ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες πριν ξεκινήσει η ταινία. Μόλις άναψαν τα φώτα, ο άντρας με ρώτησε σχεδόν με λαχτάρα: «Σου άρεσε;». Απάντησα καταφατικά και του ανταπέδωσα την ερώτηση. «Πολύ», μου είπε. Τον ρώτησα αν έχουν παιδιά. «Ναι, δύο. Στην ηλικία των γιων της ταινίας». «Να προσέχετε» ήταν το μόνο που μπόρεσα να του πω σφίγγοντας του δυνατά το χέρι. Δεν του είπα ότι αυτά τα πράγματα μπαίνουν σιωπηλά στο σπίτ και το φίδι επωάζει το αυγό του πολύ ύπουλα.Καταπληκτικές οι ερμηνείες και των τριών πρωταγωνιστών, με τον Βενσάν Λαντόν και τον Μπενζαμάν Βουαζάν να ξεχωρίζουν. Θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν κερδίσει τα βραβεία πρώτου ρόλου. Δείτε την ταινία όπου την πετύχετε — και ας φροντίσουμε, όσο και όπως μπορούμε, να μείνουν οι φασίστες έξω από κάθε γειτονιά.
Paternal Leave
Το βραβείο σκηνοθεσίας κέρδισε η Αλίσα Γιουνγκ για το «Paternal Leave». Μια ταινία βαθιά συναισθηματική χωρίς ίχνος συναισθηματικού εκβιασμού, κάτι σπάνιο και πολύτιμο. Αν αγαπήσατε το «Aftersun» της Σαρλότ Γουελς, θα εκτιμήσετε σίγουρα και αυτό το ακατέργαστο διαμαντάκι εξ Ιταλίας. Το «Aftersun» είναι πιο «φτιαγμένο», πιο μελετημένο στους ρυθμούς, τη μουσική, το συναίσθημα. Το «Paternal Leave» είναι πιο αγνό, πιο ακατέργαστο, λιγότερο ωραιοποιημένο. Μια δεκαπεντάχρονη Γερμανίδα αναζητά τον πατέρα της στην Ιταλία. Συναντιούνται, συγκρούονται, γνωρίζονται, συνδέονται. Παράλληλα, ο πατέρας προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή τη σχέση με τη μικρή του κόρη και τη νέα του οικογένεια, που και μ' αυτή τα έχει κάνει μαντάρα. Σαν ένα road movie που μένει στάσιμο σε έναν τόπο — με πλάνα που θυμίζουν Τζιμ Τζάρμους και πρώιμο Βιμ Βέντερς. Εξαιρετικοί στις ερμηνείες τους η Τζούλι Γκραμπενχένριχ και ο Λούκα Μαρτινέλι. Η δημοσιογραφική προβολή έγινε νωρίς το πρωί, την επομένη ενός επικού τελικού Copa del Rey ανάμεσα σε Μπαρσελόνα και Ρεάλ Μαδρίτης. Λίγο πριν ξεκινήσει η ταινία, όλοι μιλούσαν για τον τελικό. Οταν άναψαν τα φώτα, κανείς δεν τον θυμόταν, έστω για λίγο.
Μικρά Πράγματα Σαν κι Αυτά
To «Μικρά Πράγματα Σαν κι Αυτά» του Βέλγου Τιμ Μίλαντς ήρθε και τάραξε τα νερά του φεστιβάλ. Μια ταινία που απογειώνεται με την εύθραυστη μα μεγαλειώδη ερμηνεία του Κίλιαν Μέρφι, ως Μπιλ Φέρλονγκ, πατέρα μιας αγαπημένης οικογένειας με πέντε κόρες και εργατικού ανθρακωρύχου που παλεύει καθημερινά. Πρόκεται για το αρχέτυπου καλού πατέρα και τίμιου, εργατικού Ιρλανδού. Η ταινία βασίζεται σε δεκάδες χιλιάδες αληθινές ιστορίες και αφιερώνεται σε περισσότερες από 56 χιλιάδες νέες γυναίκες που εστάλησαν στα ιδρύματα που διαχειρίζονταν μοναχές, γνωστά ως Magdalene Sisters Asylums «μετάνοια και κοινωνική αποκατάσταση» την περίοδο ανάμεσα στο 1922 και το 1998. Μια μεγάλη κηλίδα στη σύγχρονη ιστορία της Ιρλανδίας. Ο Μπιλ ανακαλύπτει σιγά σιγά πράγματα και καταστάσεις απέναντι στα οποία δεν μπορεί να μείνει αμέτοχος. Κάνει τη μεγαλύτερη κίνηση αλληλεγγύης, βάζοντας τον εαυτό του, την οικογένειά του, στη θέση των άλλων. Κάπως έτσι αποφασίζει ότι πρέπει να δράσει, σιωπηλά, ήσυχα, εσωτερικά. Oλη η ταινία βασίζεται στο σκαμμένο μα φωτεινό του πρόσωπο, στο βλέμμα και στις σιωπές του. Σίγουρα άξιζε το βραβείο πρώτου ρόλου. Τριγύρω το σκηνικό πάντα σκοτεινό, αλληγορία για την κοινωνία και την κατάσταση. Εξαιρετική στο ρόλο της η μεγάλη Εμιλι Γουότσον. Από τους τίτλους έναρξης ένα πράγμα, μια ταινία στριφογύριζε στο μυαλό μου. To σπαρακτικό «The Magdalene Sisters» του Πίτερ Μάλαν από το 2002, τόσο μα τόσο κοντά στα γεγονότα. Καταστάσεις που πρέπει να θυμόμαστε για να μην αφήσουμε ποτέ να επαναληφθούν. Η ταινία βέβαια συνομιλεί και με το «Alumbramiento» (2024) του Πάου Τεϊσιντόρ που καταπιάνεται με πολύ παρόμοιες καταστάσεις στην Ισπανία του Φράνκο και παρουσιάστηκε πέρσι στο φεστιβάλ με μεγάλη επιτυχία και βραβεία.
Η ταινία «Louise Violet», φιλμ από τη Γαλλία που έκανε ιδιαίτερη αίσθηση στο φετινό φεστιβάλ, καταγράφει τις προσπάθειες μιας νεαρής δασκάλας — της Λουίζ Βάιολετ, την οποία υποδύεται με δυναμισμό και ευαισθησία η Αλεξάντρα Λαμί. Από την αστική άνεση του Παρισιού, μεταφέρεται σε μια απομονωμένη γωνιά της γαλλικής υπαίθρου εκατό χρόνια μετά την Επανάσταση, με αποστολή όχι απλώς να λειτουργήσει ένα σχολείο, αλλά να πείσει και μια σκεπτικιστική, εν πολλοίς αναλφάβητη τοπική κοινωνία να στείλει τα παιδιά της στα θρανία. Η σύγκρουση με τις παγιωμένες αντιλήψεις, την πατριαρχία και την τοπική εκκλησιαστική εξουσία είναι αναμενόμενη. Η αφήγηση ακολουθεί μια γνώριμη, ίσως και υπερβολικά προβλέψιμη διαδρομή — μετωπική αντιπαράθεση, σταδιακή προσέγγιση, προσωπική αποκάλυψη, τελική επικράτηση της ιδέας. Θα μπορούσε να εμβαθύνει περισσότερο στις εσωτερικές αντιφάσεις των χαρακτήρων, ωστόσο κερδίζει σε δύναμη μέσα από την υποδόρια ένταση και την επιμονή στο πρόσωπο και το βλέμμα της Λαμί. Μια ανατροπή σχετική με το παρελθόν της ηρωίδας προσθέτει βάθος και ανατροφοδοτεί τη διαλεκτική της πλοκής Στο υπόβαθρο, η Γαλλία του 19ου αιώνα παλεύει για τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας — για δημόσια, δωρεάν και υποχρεωτική εκπαίδευση, για ένα ενιαίο, κοσμικό κράτος. Η ταινία προβάλλει αυτή την πολιτική μετατόπιση με σεβασμό και διακριτικότητα, χωρίς διδακτισμό. Πολύ καλές οι ερμηνείες τόσο της Αλεξάντρα Λαμί όσο και του Γκρεγκορί Γκαντεμπουά, που υποδύεται τον τοπικό άρχοντα και άτυπο αντίπαλό της. Αμφότεροι τιμήθηκαν με τα βραβεία πρώτου ρόλου. Παρότι οι ερμηνείες τους είναι αξιοπρόσεκτες, υπήρξαν φέτος ακόμη πιο τολμηρές και συγκινητικές παρουσίες. Ωστόσο, η βράβευσή τους δεν μοιάζει αδικαιολόγητη.
Loveable
Το «Loveable» της Λίλια Ινγκολφσντότιρ είναι μία ακόμη ταινία που σκηνοθετείται και γράφεται από γυναίκα και επικεντρώνεται στη ζωή μιας σύγχρονης και πολύπλοκης γυναίκας. Η Μαρία, την οποία ενσαρκώνει η Χέλγκα Γκούρεν, είναι μια μητέρα που έχει δύο παιδιά από προηγούμενη σχέση, καθώς και δύο παιδιά από τον σύζυγό της, με τον οποίο προσπαθεί να διαχειριστεί μια δύσκολη και γεμάτη προκλήσεις σχέση. Αυτή η πολυδιάστατη οικογενειακή κατάσταση αποτελεί τον βασικό άξονα της ταινίας, αφού η Μαρία αναγκάζεται να ισορροπήσει την προσωπική της ζωή με τις υποχρεώσεις της ως μητέρα, σύζυγος και εργαζόμενη γυναίκα. Το «Loveable» παρακολουθεί την πτώση μιας σχέσης που ξεκίνησε με ενθουσιασμό, αλλά καταλήγει να αποκαλύπτει τις σκοτεινές πλευρές της, καθώς η Μαρία ανακαλύπτει τον εαυτό της και τις ανάγκες της, εν μέσω οικογενειακών εντάσεων. Η ταινία επικεντρώνεται στη διαδικασία της αυτογνωσίας και της προσωπικής αναζήτησης, ενώ θέτει ερωτήματα σχετικά με τις θυσίες που απαιτούνται στην πορεία για αυτοβελτίωση. Η ιστορία είναι γεμάτη συναισθηματική ένταση, ενώ το τέλος της, αν και ανοιχτό, αφήνει τον θεατή να αναλογιστεί τον πόνο και τις δυσκολίες της διαδικασίας προσωπικής απελευθέρωσης.
Κάπου εδώ χρειαζόταν μια μικρή παύση από το φεστιβάλ και μια βουτιά στον απέραντο ωκεανό των b-movies – για εμάς ενίοτε και z-movies, όπως αρέσει να λέμε στη μικρή κινηματογραφική λέσχη που έχουμε με φίλους. Ευχαριστώ τα Βελοσιπαστοράκια μου για μια βραδιά άφθονου γέλιου και αγωνίας με το «African Kung-Fu Nazis» (2019), που «ξέπλυνε» την κουλτούρα του φεστιβάλ. Ολα χρειάζονται, στις σωστές δόσεις. Οσο αντέχει ο οργανισμός, αλλά και η ψυχούλα του καθενός. Τους ευχαριστώ γι’ αυτή την ομάδα, τις βραδιές πολιτισμού, αλλά και αγνού γέλιου. Με πιέζουν για τη δημιουργία ενός μπλογκ, αρχείου των ταινιών που παρακολουθούμε. Εγώ αντιπροτείνω ένα συλλογικό podcast. Ποια άποψη θα επικρατήσει άραγε;
Η 28η Απριλίου 2025 θα είναι μια μέρα που θα θυμόμαστε για πάντα στην Ισπανία και την Πορτογαλία. El gran apagón...
Ελπίζω να τη θυμόμαστε και να γελάμε. Στις 12:33 παρακολουθούσα τη δημοσιογραφική προβολή της ταινίας «Ma mère, Dieu et Sylvie Vartan» που είχε ξεκινήσει στις 12 ακριβώς. Η οθόνη έσβησε, τα γύρω φώτα το ίδιο, έμειναν αναμμένα μόνο τα φώτα ασφαλείας προς τις εξόδους. Καθόμουν πιο κοντά απ' όλους τους θεατές προς την έξοδο, βγήκα πρώτος να ενημερώσω τον τεχνικό ότι κάποιο πρόβλημα υπάρχει και η ταινία κόπηκε. Τον είδα να τρέχει φουριόζος φωνάζοντας, το ξέρω, το ξέρω. Μπήκα ξανά στην αίθουσα. Κάναμε μερικά αστεία με τους άλλους θεατές και μπήκε μέσα ο τεχνικός. Δεν είναι δικό μας το πρόβλημα, είπε. Δεν έχει ρεύμα όλος ο δρόμος [Carrer Verdi] και η δίπλα πλατεία [Plaça de la Virreina]. Τα κινητά μας δεν δούλευαν για τίποτα σημαντικό, ούτε κλήσεις ούτε δίκτυο. Ένας φίλος κριτικός μας είπε ότι το ίδιο συμβαίνει και στη Βαλένθια και στη Μαδρίτη. Τον ρώτησα κάπως ενοχλημένος είναι η αλήθεια πού το ήξερε [η πραγματική φράση περιείχε και βωμολοχίες, απ' αυτές που λένε οι φίλοι μεταξύ τους]. Μου έφερε στα μούτρα το κινητό του, στην οθόνη μηνύματα από ένα γκρουπ τσατ. Αφού έκανα το χέρι του αρκετά πίσω ένεκα η πρεσβυωπία που μας βρήκε στα γεράματα και διάβασα με τα μάτια μου μηνύματα από τη Βαλένθια και τη Μαδρίτη. Κάποια κινητά, κάποια δίκτυα λειτουργούσαν ακόμα υποτυποδώς. Άρχισαν να μας ζώνουν τα φίδια. Λίγο πριν μπω στην αίθουσα είχα μιλήσει με τη Βίκυ που μας ήρθε για επίσκεψη από το Άμπου Ντάμπι και είχαμε πει να πάμε για φαγητό μετά την ταινία. Προσπάθησα να την πάρω αλλά μάταια. Πήγα προς το σπίτι που ήξερα ότι θα βρίσκεται, πέντε λεπτά από το σινεμά. Ο κόσμος ήταν ήδη στους δρομους, τα πρώτα τρανζιστοράκια έκαναν την εμφάνισή τους. Πήγα στο σπίτι αλλά μάταια φώναζα από το δρόμο τρία ονόματα, δεν πήρα καμία απάντηση. Τότε έστριψαν από τη γωνία χαμογελαστές και ανέμελες η Βίκυ και η Τζούλια, είχαν βγάλει βόλτα την Πιτούλα. Δεν είχαν συνειδητοποιήσει ακόμη τι συμβαίνει. Ούτε εγώ βέβαια στο βαθμό που συνέβαινε. Ανεβήκαμε στην ταράτσα και καθίσαμε μαζί και με τον Ιάσονα. Προσπαθούσαμε να μάθουμε νέα, τι συμβαίνει, τι κάνουν οι αγαπημένοι μας. Ξεκίνησαν οι πρώτες μπίρες. Κατέβηκα να πάω στο σπίτι, να οργανωθώ, είχαμε ήδη μάθει ότι υπάρχει μπλακ άουτ σε όλη την Ισπανία και την Πορτογαλία, καθώς και στις νοτιοδυτικές περιοχές της Γαλλίας. Στο δρόμο ο περισσότερος κόσμος φερόταν κανονικά. Είδα μια μητέρα να έχει μαζί της δύο παιδιά, μεγαλύτερα από το δικό μου αλλά που σίγουρα θα έπρεπε να ήταν στο σχολείο. Άρον άρον πήγα στο σχολείο του μικρού. Ολα νορμάλ από έξω. Πέτυχα μια δασκάλα που μιλούσε με κάποιους γονείς, κανένας πανικός αλλά και καμία γνώση του τι μέλλει γενέσθαι. Μου λέει, δεν τον παίρνεις καλύτερα; Κι ας είναι μιάμιση, δεν ξέρουμε τι θα γίνει. Ο μικρός δεν τρελάθηκε που έχασε τρεις ώρες σχολείο αλλά δεν προβληματίστηκε κιόλας. Πήγαμε σπίτι, η ενημέρωση μπορεί να ήταν πια πιο άρτια αλλά σίγουρα δεν ήταν καθησυχαστική. Τα σενάρια έδιναν και έπαιρναν αλλά καλό είναι τέτοιες ώρες να παραμένει κανείς ήρεμος και να μην ακούει καν αναξιόπιστες πηγές. Στο σπίτι ραδιόφωνο με μπαταρίες, ειδήσεις, μπαταρίες για όλη την παρέα, μετρητά, μπίρες και ό,τι μπορεί να χαλάσει στο ψυγείο, όπλα δεν είχαμε. Στο σπίτι ήρθε και η μαμά μας που περπάτησε πέντε χιλιόμετρα από το πανεπιστήμιο όπου έκανε μάθημα και τους κόπηκε το ρεύμα όταν έδειχνε σλάιντς στον προτζέκτορα. Οι φοιτητές τη ρωτούσαν αν θα πρέπει να αναπληρωθεί ο χαμένος χρόνος μαθήματος. Ούτε στο πανεπιστήμιο ήξεραν κάτι περισσότερο. Οργανωθήκαμε, πήραμε κι άλλες μπίρες [πρώτα τα βασικά, είπαμε] και ξεκινήσαμε για την ταράτσα της παρέας. Όλη η οικογένεια μαζεύτηκε εκεί κι αυτό είναι το πιο σημαντικό: Ιάσων, Τζούλια, Διονύσης [η Κιμ ήταν στον Καναδά, της τα είπαμε λίγες μέρες μετά], Άννα, Βίκυ, Πιτούλα, Ελίζα, Έλενα, Πάνος, Κωσταντής, Χαρά, Στάθης, Πάμπλο. Των Ελλήνων οι κοινότητες [με την ευρεία έννοια] που έλεγε κι ο Νιόνιος κι ιστορία γράφουν οι παρέες. Φτιάξαμε λίστες με τις ταινίες [και καμιά σειρά] που πρέπει να δούμε όλοι μαζί, άμεσα, με αναφορά στη μέρα: «The World's End», «This Is the End», «28 Days Later», «Shaun of the Dead», «Zero Day» και τη σειρά «El Eternauta» που μας έρχεται από την Αργεντινή και ξεκινάει με... ένα μεγάλο μπλακάουτ. Θα έλεγε κανείς ότι, με βάση τις επιλογές μας, τα θέλουμε τα ζόμπια μας και ότι ίσως δεν πήραμε την κατάσταση απόλυτα σοβαρά, όσον αφορά τις ταινίες. Ο κόσμος είχε γεμίσει τις πλατείες, το μποτεγιόν αναστήθηκε, για λίγο, ένα μικρό παράθυρο στην ιστορία, η πλειοψηφία του κόσμου ήταν ανέμελη. Άλλοι πάλι όχι. Σκεφτείτε να σας βρει το μπλακάουτ στο τρένο, στο μετρό, σε τρενάκι στο λούνα παρκ, σε ασανσέρ, σε νοσοκομείο, μακριά από τους αγαπημένους σας...
Είμαι χαρούμενος που έχω αυτούς τους ανθρώπους γύρω μου και είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρναμε, ότι θα τα καταφέρουμε [ακόμη κι αν δεν βρούμε όπλα σε ανάλογη, πολυήμερη περίπτωση στο μέλλον, ακόμα με κοροϊδεύουν!] Το μόνο που έχουμε όταν ο πολιτισμός μας διαλύεται σχεδόν στα εξ ων συνετέθη επειδή δεν έχουμε ρεύμα και ίντερνετ για δέκα ώρες, είναι ο ένας τον άλλον, την αλληλεγγύη και την αγάπη μας. Αυτός είναι ένας βασικός λόγος που χαίρομαι που ζούμε στην Καταλονία, με τα καλά της και τα στραβά της, ο κόσμος είναι πραγματικά ενωμένος από τα κάτω. Κι αυτό δεν το αλλάζω με τίποτα. Τι έγινε λοιπόν; στοχαστήκαμε το μέλλον, τις ζωές μας, την τεχνολογία, το πόσο πιόνια μπορεί να γίνουμε σε κάποιο σκάκι, οργανωθήκαμε για πιθανή επανάληψη, ψιλομεθύσαμε για να καλύψουμε την ανησυχία μας, μοιραστήκαμε ό,τι είχε ο καθένας και γυρίσαμε να κοιμηθούμε στα σπίτια μας. Αυτά εμείς βέβαια είχαμε συνηθίσει να τα βλέπουμε σε ταινίες, όχι να τα ζούμε. Ας είναι. Αλλά ας ΜΗΝ γίνει συνήθεια. Οι δυστοπίες ας μείνουν στην τέχνη, στα βιβλία και στις ταινίες.
Η ταινία «La Furgo» του Ελόι Κάλβο είναι μια ισπανική δραμεντί που βασίζεται στο γαλλοκαταλανικό graphic novel των Μάρτιν Τονιόλα και Ραμόν Παρντίνα. Πρωταγωνιστεί ο Πολ Λοπέζ στον ρόλο του Οσο, ενός 45χρονου χωρισμένου άνδρα που οι συνθήκες τον οδήγησαν να ζει στο βανάκι του περιπλανώμενος στους δρόμους της Βαρκελώνης. Αν και αρχικά θεωρεί τη ζωή του προσωρινή, οι προκλήσεις της καθημερινότητας και οι απρόβλεπτες συναντήσεις τον οδηγούν σε μια πορεία αυτογνωσίας και αναζήτησης της ισορροπίας, προσωπικής αλλά όχι μόνο. Ζωντανοί, πραγματικοί και απολαυστικοί είναι όλοι οι περιφερειακοί ρόλοι/ άνθρωποι που τον βοηθούν στις δύσκολες στιγμές: ένας παράτυπος μετανάστης, ένας νοσταλγός των έιτις και μια σερβιτότρα. Τεχνικά, η ταινία συνδυάζει τη ζωντανή δράση με στοιχεία animation, και μας προσφέρει μια φρέσκια και συναισθηματική αφήγηση. Η μουσική επένδυση του Μαρκ Παρότ κέρδισε το βραβείο μουσικής του φεστιβάλ καθώς ενισχύει σημαντικά την ατμόσφαιρα της ταινίας, όχι περιφερειακά αλλά στον πυρήνα της ιστορίας. Η Ανζα Ζίμενς απέσπασε ένα άλλο τεχνικό βραβείο για τη δουλειά της στην ταινία, το βραβείο Καλύτερου Μοντάζ.
Η ταινία «Espiral» της Σάρα Χερνάντεζ Ροντρίγκεζ απέσπασε το Βραβείο Νέων Ταλέντων για την Καλύτερη Ταινία Μικρού Μήκους. Η ταινία εξετάζει τις δυναμικές [εντός] της οικογένειας και της ταυτότητας μέσα από την ιστορία μιας νεαρής γυναίκας που επιστρέφει στο σπίτι της για να φροντίσει τη μητέρα της και αναπόφευκτα ανακαλύπτει κρυμμένα μυστικά που αφορούν την οικογενειακή της ιστορία. Με ευαίσθητη σκηνοθεσία και δυνατές ερμηνείες, η ταινία προσφέρει μια συναισθηματική και ταυτόχρονα στοχαστική ματιά στις ανθρώπινες σχέσεις και την αυτογνωσία.
Köln 75
To «Köln 75» του Αϊντο Φλουκ αναβιώνει την αληθινή ιστορία της 17χρονης Βέρα Μπράντες, η οποία το 1975, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της, διοργάνωσε, πραγματικά σχεδόν από το πουθενά, μια ιστορική συναυλία του Keith Jarrett στην Κολωνία. Η παράσταση αυτή έμεινε γνωστή στην ιστορία ως The Köln Concert και αποτελεί το πιο εμπορικό άλμπουμ τζαζ όλων των εποχών. Η ταινία εστιάζει στην αποφασιστικότητα και το πάθος της νεαρής, χαμογελαστής και γεμάτης ζωή, Vera, ενώ αναδεικνύει τις προκλήσεις που αντιμετώπισε για να πραγματοποιήσει το όνειρό της. Η ερμηνεία της Mala Emde στον πρωταγωνιστικό ρόλο [ξανά γυναίκα πρωταγωνίστρια] ως Vera Brandes απέσπασε πολύ θετικές κριτικές, ενώ η σκηνοθεσία του Αϊντο Φλουκ συνδυάζει αρμονικά το δράμα με τη μουσική, δημιουργώντας μια δυναμική και συναισθηματική αφήγηση.
Τα πρώτα 33 λεπτά του «Ma mère, Dieu et Sylvie Vartan» τα ξαναείδα στην τελευταία προβολή της ταινίας. Ακριβώς εκεί μας βρήκε το μεγάλο μπλακάουτ. Ένα λεπτο πριν συμπληρωθούν τα 33, ένιωσα μια διαταραχή μετατραυματικού στρες [ptsd] καθώς κόπηκε ο ήχος της ταινίας για περίπου μισό λεπτό. Απλή σύμπτωση αλλά μέχρι να επιβεβαιωθεί, είχαν προλάβει να ιδρώσουν οι παλάμες μου. Η γαλλική αυτή ταινία είναι τόσο γλυκιά όσο ένα αφράτο, εύθραυστο, τραγανό εξωτερικά, πεντάγλυκο και μαλακό, σαν συννεφάκι, στο κέντρο του, μακαρόν. Βασισμένη σε βιβλίο και αληθινή ιστορία, με πρωταγωνιστή ένα αγόρι που γίνεται άντρας, τον Roland [ενήλικα τον υποδύεται ο Τζονατάν Κοέν]. Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, ο βασικός πυρήνας της ταινίας μπορεί να είναι ο Ρολάν και η ιδιαιτερότητά του αλλά πραγματικές πρωταγωνίστριες είναι δύο γυναίκες: η μητέρα του Εστέρ που ερμηνεύει αξιομνημόνευτα η Λέιλα Μπεκτί και η Σιλβί Βαρτάν που υποδύεται τον εαυτό της και υπήρξε πολύ σημαντική στα πάντα, εν αγνοία της...
Harbin
Από την Κορέα μας ήρθε το «Harbin», μια ταινία για τον αγώνα τον Κορεατών κατά των Ιαπώνων στις αρχές του 20ού αιώνα. Η ταινία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο τελευταίο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο Τορόντο και ακολουθεί μια ομάδα Κορεατών ακτιβιστών με μπροστάρη τον Ahn Jung-geun που υποδύεται ο ιδιαίτερα δημοφιλής Χιουν Μπιν. Η ταινία είναι πιστή στα ιστορικά γεγονότα και πολύ καλογυρισμένη, με στοιχεία κατασκοπικού φιλμ και βιογραφίας και εξαιρετικές σκηνές μαχών και καταδιώξεων. Ο απώτερος στόχος των αγωνιστών για την ανεξαρτησία είναι η δολοφονία του Itō Hirobumi, πρώτου Ιάπωνα πρωθυπουργού το 1909, στο Χαρμπίν, πόλη υπό ρωσική διοίκηση την περίοδο εκείνη.
Rust
Δυστυχώς, η φήμη προπορευόταν της ταινίας «Rust» του Τζόελ Σούζα. Αρνητική βέβαια. Στα γυρίσματα της ταινίας σκοτώθηκε η διευθύντρια φωτογραφίας Χαλίν Χάτσινς, από αληθινά πυρά από το όπλο που είχε στο γύρισμα μιας σκηνής στα χέρια του ο πρωταγωνιστής Αλεκ Μπόλντγουιν. Ταυτόχρονα τραυματίστηκε σοβαρά και ο σκηνοθέτης. Μια ανείπωτη τραγωδία. Η ταινία ως ταινία καλώς ή κακώς περνάει σε δεύτερη μοίρα. Αγρια Δύση, ένας παράνομος που για μια φορά θέλει να κάνει το σωστό, υπηρέτες του νόμου, κυνηγοί κεφαλών και σκηνικά που κρύβουν- ή φωνάζουν- την ένδοια και της εποχής και της παραγωγής θα έλεγε κανείς. Μια καταδίωξη όλη η ταινία με ρυθμούς σχετικά αργούς και ενίοτε ανέμπνευστη. Θα ξεχαστεί σχετικά σύντομα κι ας αφιερώνεται στη Χάτσινς με μια φράση που συνήθιζε να λέει στα γυρίσματα: What can we do to make it better?
Το τελευταίο πρωινό του φεστιβάλ αποφάσισα να συνοδεύσω την Ελίζα που δεν είχε δει ποτέ της το «Μεγάλο Φαγοπότι» (1973) κι ας είναι ελληνογαλλίδα. Αυτή η ιστορική αβλεψία έπρεπε να επανορθωθεί. Τέσσερις καταξιωμένοι αστοί, ας τους πούμε, συγκεντρώνονται σε μια βίλα μ' έναν σκοπό μακάβριο. Να φάνε μέχρι θανάτου. Εκπροσωπούν τέσσερις θεσμούς της κοινωνίας μας, ένας δικαστής, ένας πιλότος, ένας δημοσιογράφος και ένας σεφ. Στην παρέα μπαίνει μία δασκάλα, άλλος θεσμός αυτός, και τρεις πόρνες, που αποδεικνύονται οι πιο φυσιολογικές. Πρόκειται για ένα σουρεαλιστικό ταξίδι στην ανθρώπινη ψυχή και τη σύγχρονη κοινωνία [της εποχής μα πολύ επίκαιρη και στις μέρες μας] καλυμμένο με το μανδύα της κωμωδίας και τις ερμηνείες πολύ μεγάλων πρωταγωνιστών όπως ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, ο Φιλιπ Νουαρέ, ο Μισέλ Πικολί και ο Ούγκο Τονιάτσι. Ενα βραδάκι σίρκα 2010 σ' ένα φιλόξενο σπίτι στον Χολαργό, μετά από μεγάλο φαγοπότι βάλαμε να δούμε την ταινία στον προτζέκτορα. Ελίνα, Κώστας, Θανάσης, Στάθης, αραχτοί με το πρώτο κουμπί ξεκούμπωτο απ' το πολύ φαγητό. Κλήση στην Ελίνα από τη Χρύσα, τη μεγάλη μαγείρισσα και μητέρα. Όχι, δεν θέλαμε ούτε να σκεφτούμε για φαγητό, όχι να πάμε να πάρουμε από το σπίτι της. Σε μισή ώρα, δεν παίρνει από όχι η Χρύσα, χτύπησε το κουδούνι, δεν άνοιξε την πόρτα με κλειδί, μπήκε κι άφησε έξι κατσαρόλες και ταψιά με ό,τι πεντανόστιμο μαμαδίστικο φαγητό μπορεί να φανταστεί ανθρώπου νους. [Ξανα]φάγαμε μέχρι σκασμού. Την επόμενη μέρα νομίζω δεν έφαγε κανείς μας σχεδόν τίποτα. Η ταινία ήταν μέρος του μεγάλου αφιερώματος του φεστιβάλ στον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Το κοινό έτρεξε να δει τις ταινίες του, η προσέλευση ήταν εντυπωσιακή! Βγαίνοντας από δημοσιογραφική προβολή πέτυχα ουρά μεγαλύτερη των διακοσίων ατόμων για πρωινή προβολή του «8 1/2» του Φεντερίκο Φελίνι!
Σε μια χρονιά που περιμένουμε με ανυπομονησία μια άλλη ταινία με πρωταγωνιστή τον Οδυσσέα, νομίζω ότι το «The Return» του Ουμπέρτο Παζολίνι θα ξεχαστεί σχετικά εύκολα. Ο Ρέιφ Φάινς υποδύεται τον Οδυσσέα στην επιστροφή στην Ιθάκη. Η Ζιλιέτ Μπινός ερμηνεύει την πιστή Πηνελόπη και όλοι ξέρουμε πώς εξελίσσεται η ιστορία. Η ταινία προβλήθηκε προς τιμήν και με αφορμή τη βράβευση του μεγάλου, πολύ συμπαθητικού και ιδιαίτερα προσιτού Ρέιφ Φάινς, για το σύνολο του έργου του. Φαντάζομαι η συγκεκριμένη ταινία δεν θα συζητιέται πολύ όταν μιλάμε για τις ταινίες. Στο μικρό ρόλο του Λαέρτη, του πατέρα του Οδυσσέα, βλέπουμε τον Νικήτα Τσακίρογλου. Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της ταινίας για εμένα είναι μια αρκετά σύγχρονη οπτική, που ένιωσα ότι είχε ο Οδυσσέας πάνω στην κατάσταση. Προβληματισμός για τη βία και ανθρωπισμός σε μια εποχή που η βία ήταν πολλές φορές η εύκολη λύση.
Το φεστιβάλ πήρε λάμψη και από την παρουσία του Ρίτσαρντ Γκιρ, ενός πραγματικού κυρίου, που παρευρέθη με αφορμή την προβολή του ντοκιμαντέρ «Wisdom of Happiness». Ο Αμερικανός σταρ είχε επισκεφθεί το φεστιβάλ ως καλεσμένος και το 2017, την πρώτη του χρονιά! Στο εν λόγω ντοκιμαντέρ παίρνει θέση απέναντι από την κάμερα, από το πρώτο λεπτό, η Αυτού Αγιότητα, ο 14ος Δαλάι Λάμα. Μας μιλάει κοιτάζοντάς μας στα μάτια με απλότητα και αγάπη. Καλλιτεχνικά το αποτέλεσμα είναι άρτιο, ο λόγος του Δαλάι Λάμα μπλέκεται όμορφα με πλάνα, κυρίως, από τη ζωή του και με μουσική που δένει αρμονικά με την εικόνα. Αν με ρωτάτε αν θα μπορούσε να είναι μισή ώρα μικρότερο το ντοκιμαντέρ, θα απαντούσα σίγουρα καταφατικά. Καταπιάνεται με μεγάλα θέματα του σύγχρονου κόσμου, από την οικολογία και τον πλανήτη μας, την τεχνολογία, το μέλλον του πολιτισμού, τις διαθέσεις των ανθρώπων για πόλεμο και ειρήνη. Πάνω απ' όλα ο Δαλάι Λάμα μας μιλάει για τη συμπόνια, την ενσυναίσθηση, την ανάγκη να βάζουμε όλοι μας τον εαυτό μας στη θέση του άλλου, του απέναντι. Εννοείται βέβαια ότι αναφέρεται στην «απελευθέρωση» του Θιβέτ από την Κίνα, σε ευνοϊκότερες συνθήκες κοινωνικοπολιτικά. Κι όλα αυτά από την Dharamshala της Ινδίας, όπου ζει εξόριστος από το μακρινό 1959.
Reading Lolita in Tehran
Το «Reading Lolita in Tehran», βασισμένο στο ομώνυμο best seller της Αζάρ Ναφίσι, μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την ιστορία μιας ομάδας νεαρών φοιτητριών που, στο Ιράν της δεκαετίας του ’90, βρίσκουν καταφύγιο και ανάσα ελευθερίας μέσα από τη λογοτεχνία — και κυρίως μέσα από τη διδασκαλία της Δυτικής λογοτεχνίας από την καθηγήτριά τους. Στο επίκεντρο η ίδια η Ναφίσι, που ερμηνεύεται με μεγάλη αξιοπρέπεια και λεπτότητα από τη Ζαρ Αμίρ Εμπραχίμι, προσπαθεί να χτίσει έναν κρυφό χώρο διαλόγου, κριτικής και φαντασίας, μέσα σε ένα σύστημα που τιμωρεί και τις τρεις αυτές έννοιες. Η ταινία ακολουθεί τον ρυθμό της λογοτεχνίας που τιμά — όχι φωναχτά, αλλά με εμμονή στη λεπτομέρεια, στο βλέμμα, στη σιωπή. Δεν αποφεύγει πάντα την ευκολία του διδακτισμού, όμως ποτέ δεν προδίδει την ουσία της: την ανάγκη να δημιουργείς χώρους ελευθερίας, ακόμη και κάτω από το πιο ασφυκτικό καθεστώς. Αποκορύφωμα, μια σκηνή σιωπηλής ανάγνωσης, που λειτουργεί σαν μυστήριο πίστης. Και ελευθερίας.
Las Irresponsables
Το φεστιβάλ έκλεισε με την παγκόσμια πρεμιέρα της καταλανικής ταινίας «Las Irresponsables», σε σκηνοθεσία της Λόρα Μανιά και σενάριο της ίδιας σε συνεργασία με τη Μάρτα Μπουχάκα, βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Χαβιέρ Ντόλτε. Η ιστορία ακολουθεί τρεις γυναίκες, την Νούρια, την Λίλα και την Αντρέα, οι οποίες αποφασίζουν να περάσουν ένα Σαββατοκύριακο μακριά από τα προβλήματα της καθημερινότητας, σε μια πολυτελή εξοχική κατοικία [βασικό μοτίβο καταλανικών ταινιών, συνήθως αυτή η κατοικία βρίσκεται στο πανέμορφο Καντακές. Κάτι ήξερε ο Σαλβαντόρ Νταλί που είχε εκεί το κύριο σπίτι του]. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά, όταν μια αθώα απόδραση γίνεται η αφορμή για μια σειρά γεγονότων που θα αναδείξουν τις πιο σκοτεινές πλευρές των χαρακτήρων τους; Συνδυάζει το γέλιο με την αγωνία και την ανατροπή. Στο επίκεντρο της ταινίας, οι τρεις γυναίκες [εξαιρετικά ερμηνευμένες από τις Λάια Μαρούλ, Μπέτσι Τούρνεζ και Αγκάτα Ρόκα] φαίνονται να μπαίνουν σε έναν αγώνα αυτογνωσίας και απελευθέρωσης από τις κοινωνικές και προσωπικές τους πιέσεις. Όσο η πλοκή εξελίσσεται, ο θεατής παρακολουθεί μια συμπαθητική κωμωδία με ρεαλιστικά στοιχεία αλιευμένα από την καθημερινότητα και βαθιές ανθρώπινες στιγμές. Οι τρεις πρωταγωνίστριες αποκαλύπτουν σιγά-σιγά τις εσωτερικές τους συγκρούσεις, ξεκινώντας από μια ανέμελη έξοδο για να καταλήξουν να αναμετρηθούν με τις αλήθειες τους. Η ταινία έχει ένταση και ανατροπές, μ' ένα σενάριο σφιχτό, δεμένο και γεμάτο χιούμορ χωρίς να χάνει ποτέ την αίσθηση του υπαρξιακού προβληματισμού που διέπει την πλοκή.
Los Tortuga
Αλλες ταινίες που προλάβαμε να δούμε και θεωρούμε άξιες αναφοράς είναι:
«Los Tortuga» της Μπελέν Φούνες, με γυναίκες πρωταγωνίστριες και τίτλο που δανείζεται από τις Χελώνες, νομάδες εργάτες που ταξίδευαν από περιοχή σε περιοχή της Ισπανίας, όπου υπήρχαν αγροτικές εργασίες. Ιδιαίτερη μνεία για την ερμηνεία της στη νεαρή Ελβίρα Λάρα.
«La Buena Letra» της Σίλια Ρίκο Κλαβελίνο, για την περίοδο μετά τον ισπανικό εμφύλιο και τις αλλαγές που έφερε η εποχή, ειδωμένη μέσα από μια οικογένεια, με ιδιαίτερη αναφορά στην ερμηνεία της Λορέτο Μαουλεόν.
«Una Quinta Portuguesa» της Αβελίνα Πρατ, με πρωταγωνιστή έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας, έναν φιλήσυχο καθηγητή γεωγραφίας που η ζωή του έρχεται άνω κάτω όταν η γυναίκα του εξαφανίζεται. Δεν υπάρχει κάποιο μεγάλο μυστήριο, διάλεξε να φύγει. Δεν θα την αναζητήσει κανείς και η ζωή θα συνεχιστεί και μέσα από αναπάντεχα γεγονότα θα μας δείξει ότι είναι πολλοί τελικά αυτοί που θέλουν να ξεφύγουν από κάτι. Πέρα από σύνορα, από χώρες, από κάπου για να πάνε κάπου αλλού με παράγοντες επιρροής είτε ενδογενείς είτε εξωγενείς. Μια ήσυχη, με χαλαρούς ρυθμούς, πολύ γλυκιά ταινία που κάνει τον θεατή να αγαπήσει πραγματικά τους απλούς ήρωές της.
Το γερμανικό «Zwei Ζu Εins», μια κωμωδία της Νάτγια Μπρούκνχορστ με πρωταγωνίστρια τη Σάντρα Ούλερ, που αν ρωτάτε εμένα, μετά τις δύο εξαιρετικές ερμηνείες της σε δύο πραγματικά μεγάλες ταινίες, «Η Ανατομία μιας Πτώσης» και «Ζώνη Ενδιαφέροντος», κέρδισε τη συμμετοχή της σε μία τόσο feelgood ταινία. Μετά την πτώση του Τείχους, μια ανατολικογερμανική οικογένεια βρίσκει ένα καταφύγιο με τόνους χρημάτων που σε λίγες μέρες θα είναι άχρηστα, αν δεν είναι ήδη... Από εκεί και πέρα ξεκινάει μια θεότρελη περιπέτεια καταστάσεων που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα! Με τέλος που μας κάνει να σκεφτόμαστε βαθιά και να χαμογελάμε μαζί.
Με δύναμη από τη Γαλλία μας ήρθε το «Sarah Bernhardt, La Divine», μια βιογραφική ταινία του Γκιγιόμ Νικλού για τη μεγαλύτερη ίσως γαλλίδα σταρ όλων των εποχών. Την ταινία κουβαλάει η αιθέρια Σαντρίν Κιμπερλέν προσπαθώντας να υποδυθεί τη μεγάλη ηθοποιό στα πάντα, στη σκηνή, στη ζωή, στον έρωτα, στην απόγνωση. Νομίζω ότι τα καταφέρνει αρκετά καλά. Η Μπερνάρ ήταν μια καλλιτέχνιδα και περσόνα bigger than life και πολύ μπροστά από την εποχή της. Η απόλυτη ντίβα, πλήρως απελευθερωμένη στη ζωή μα κυρίως στον έρωτα, χωρίς να κρύβεται ή να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Εκτός βέβαια από τη φορά που ερωτεύεται και νιώθει την απόρριψη. Μια από τις γαλλικές ταινίες που είναι καλογυρισμένες και βλέπονται ευχάριστα αλλά συνήθως ξεχνά κανείς μετά από λίγο καιρό. Κάτι που δεν ξεχνάμε πάντως είναι αυτή η ικανότητα που έχουν οι Γάλλοι, να λένε, ποιητικά μεν απλά δε, μεγάλες και όμορφες κουβέντες όπως στο τέλος της ταινίας: - Πώς είσαι; - Σαν ουρανός χωρίς αστέρια.
Τι μας αφήνει πίσω το φεστιβάλ που έφυγε; Πολλές καλές ταινίες! Και για άλλη μία χρονιά τον εξέχοντα ρόλο των γυναικών τόσο σε νευραλγικά πόστα του φεστιβάλ όσο και δημιουργικά μέσα από τις ταινίες: σκηνοθέτιδες, σεναριογράφοι, πρωταγωνίστριες με πραγματικούς, καλογραμμένους, στιβαρούς γυναικείους ρόλους. Μας άφησε κι ένα μπλακ άουτ, τα είπαμε αναλυτικά γι' αυτό. Την επόμενη μέρα του φεστιβάλ έβρεξε πολύ. Να δούμε τι καιρό θα μας κάνει του χρόνου! Adéu!
Τα βραβεία του 9ου Festival Internacional de Cine de Barcelona- Sant Jordi (όπως είναι το πλήρες, επίσημο όνομα του φεστιβάλ) είναι:
Καλύτερης ταινίας: «Jouer Avec le Feu» των Ντελφίν και Μιριέλ Κουλέν
Σκηνοθεσίας: Αλίσα Γιουνγκ για το Paternal leave
Σεναρίου: Λιλια Ινγκολφσντότιρ για το «Loveable»
Ανδρικού ρόλου: Γκρεγκορί Γκαντεμπουά για το «Louise Violet»
Γυναικείου ρόλου: Αλεξάντρα Λαμί για το «Louise Violet»
Μουσικής: Μαρκ Παρότ «La Furgo»
Μοντάζ: Ανγια Ζίμενς για το «Köln 75»
Βραβείο Κριτικών (ACCEC): «Köln 75» του Αίντο Φλουκ
Νέων Ταλέντων στην Καλύτερη Ταινία Μικρού Μήκους: Espiral της Σάρα Χερνάντεζ Ροντρίγκεζ
Τιμητικό Βραβείο για το σύνολο του έργου του: Ρέιφ Φάινς
Το 9ο BCN Film Fest μέσα από σημαντικότερους αριθμούς και δράσεις του:
- 24.000 θεατές [20% άνοδος σε σχέση με το περσινό φεστιβάλ!]
- 3 τα μέλη της επίσημης κριτικής επιτροπής: η Sílvia Munt, ο Sergi Belbel και ο Jose Corbacho.
- 84 ταινίες, από τις οποίες:
- 18 σε παγκόσμια πρεμιέρα,
- 1 σε ευρωπαϊκή,
- 19 σε ισπανική και
- 18 σε καταλανική
- 51 παρουσιάσεις, στρογγυλές τράπεζες και συζητήσεις με την παρουσία, μεταξύ άλλων, των: Richard Gere, Ralph Fiennes, Barbie Ferreira, Ferzan Özpetek, Milena Smit, Susi Sánchez, Éric Besnard, Eran Riklis, Pau Freixas, Manolo Solo, Manuela Vellés και Carlos Cuevas.
- 11 οι χώροι του φεστιβάλ, οι κυριότεροι εκ των οποίων: οι κινηματογράφοι Verdi, το πολιτιστικό ίδρυμα CaixaForum, το πολιτιστικό ίδρυμα Casa Seat, το Institut Français της πόλης, το Ateneu Barcelonès και η βραβευμένη διεθνώς δημόσια Βιβλιοθήκη Jaume Fuster.
- 6 παράλληλες δραστηριότητες σε όλους τους χώρους του φεστιβάλ, μεταξύ των οποίων:
- Ημέρα Σεναριογράφων και Βιομηχανίας με δύο στρογγυλά τραπέζια: «Σενάριο και Βιωσιμότητα» και «Μοντάζ και Σενάριο με βάση τις ταινίες La Furgo και Cuatro paredes». Προβολή του Ξένου και συζήτηση για τον Αλμπέρ Καμί.
- CINEMA TALKS από την ESCAC
- 2η έκδοση του Screen International Award για τον/την Καταλανό/-ή παραγωγό της χρονιάς.
Ανανεώνουμε το κινηματογραφικό μας ραντεβού στην πρωτεύουσα της Καταλονίας για του χρόνου, το 10ο φεστιβάλ θα πραγματοποιηθεί από τις 16 μέχρι τις 24 Απριλίου 2026.
Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες για το BCN Film Fest στο επίσημο site του Φεστιβάλ, στην επίσημη σελίδα του στο Facebook και στο λογαριασμό του στο Instagram.