Ο Σωτήρης, ένας μεσήλικας αστυνομικός ανακριτής, μοιάζει να έχει παραιτηθεί. Οχι από τη δουλειά του, αλλά από την κούρσα της ζωής. Αυτό τον ισοπεδωτικό αγώνα που μπαίνεις ακολουθώντας το κοινωνικό κοπάδι. Προσπαθώντας όχι απλά να επιβιώσεις αλλά να νικήσεις, να πάρεις προβάδισμα, να ανταγωνιστείς τα υπόλοιπα ανθρωπάκια που τρέχουν για την επιβεβαίωση, την επιτυχία, την πλάνη ότι όλη αυτή η ματαιότητα οδηγεί στην ευτυχία. Ο Σωτήρης κάπως, κάπου, κάποτε μοιάζει να πήρε την απόφαση να αποσυρθεί. Δεν του ταιριάζει αυτό το παιχνίδι. Κουράστηκε να προσποιείται, κουράστηκε να εξηγεί τον εαυτό του, κουράστηκε να ψάχνει να επικοινωνήσει με έναν τουλάχιστον ακόμα άνθρωπο. Κατέφυγε στην μοναξιά του, στις σκέψεις του, στο παγκάκι της άδειας γειτονικής του πλατείας όπου τον βρίσκει το ξημέρωμα λιπόθυμο από το ποτό. Η μόνη του αντίσταση; Στις ώρες εργασίας, εκεί όπου καλείται να ανακρίνει τους παράνομους αυτού του κόσμου, τους κοιτά στα μάτια. Αν αναγνωρίσει ότι αδικήθηκαν τους βοηθά, τους αφήνει ελεύθερους. Χτυπώντας το σύστημα από μέσα. Επιχειρώντας μία τέτοια πράξη αλληλεγγύης όμως βρίσκεται και ο ίδιος μπλεγμένος σε μια ιστορία εγκλήματος, εξαπάτησης, προσωπικής ηθικής κρίσης. Οι γύρω συνένοχοι παίκτες θα τον στηρίξουν ή θα τον απογοητεύσουν; Και πάνω από όλα τι θα κάνει η Δώρα, η γειτόνισσά του, η τελευταία του ελπίδα να πιστέψει σε μία μικρή ακτίδα δικαιοσύνης σ' αυτόν τον άδικο κόσμο;
Ο Φίλιππος Τσίτος αποφασίζει να καταγράψει την κοινωνική μας πραγματικότητα, όχι ακριβώς ρεαλιστικά – αλλά σαν ένα αστικό παραμύθι που φλερτάρει με το μαύρο χιούμορ και μία ατμόσφαιρα μαγικού ρεαλισμού. Η Αθήνα αδειάζει, χάνει την νατουραλιστική της βαβούρα και θυμίζει ζωγραφισμένο μελαγχολικό καμβά. Μέσα από αυτή την αφαίρεση όμως νιώθουμε ότι η ευρηματική κάμερα του Τσίτου πιάνει παραδόξως το αληθινό, σκαμμένο, μοναχικό της πρόσωπο. Οι (αντι)ήρωες περιφέρονται ως φιγούρες κωμωδίας του βωβού κινηματογράφου, σκιαγραφούνται μέσα από ένα ιδιοσυγκρασιακό χιούμορ, αλλά κάπου ανάμεσα στο πικρό μας γέλιο μάς ψιθυρίζουν μεγάλες αλήθειες για την ανθρώπινη κατάντια, την ξεχασμένη μας ηθική, την χαμένη μας ταυτότητα.
Αβίαστα ανθρωπιστής, με «Καουρισμακική» ρομαντική τρέλα, και τρυφερότητα για τον ήρωά του, ο Τσίτος πλάθει μία μικρή ταινία μεγάλων συναισθημάτων. Θέτει μία προφανή ερώτηση κοινής λογικής («πώς έχουμε επιτρέψει να επικρατήσει το άδικο ως το κανονικό και το δίκαιο να αποτελεί εξαίρεση;») που δεν είναι όμως καθόλου απλή να απαντηθεί και για αυτό η εξιστόρησή της παίρνει μία σχεδόν κόμικ διάσταση. Κι όμως μέσα από το σχήμα, τη σουρεαλιστική φόρμα, το σλάπστικ πηγάζει πραγματική συγκίνηση. Γιατί τον ξέρουμε τον Σωτήρη. Τον κουβαλάμε μέσα μας. Κάποιοι περήφανα, κάποιοι θεωρώντας τον τη γραφική πλευρά του εαυτού τους - αυτή που πρέπει να πνίξουν, το κομμάτι που πρέπει επιτέλους να αποτινάξουν για να ωριμάσουν. Είναι η ματιά του ανθρώπου που κοιτά την επικράτηση της ξεφτίλας με αθώα απορία, είναι η φωνή της συνείδησης που ξέρει πολύ καλά πότε την κοιμίζουμε, είναι το σκυφτό, απογοητευμένο μας όνειρο που κουράστηκε να του υπενθυμίζουν ότι είναι και θα παραμείνει απλώς ...όνειρο.
Ο Χρήστος Στέργιογλου, για ακόμα μία φορά διαφορετικός, πειθαρχημένος στο σουρεάλ του χαρακτήρα του, εξαιρετικός. Η Θεοδώρα Τζήμου επιτέλους σ' έναν ρόλο που αναδεικνύει τη φυσική της σιωπηλή πολυδιάστατη ερμηνευτική ενέργεια. Κι ο Αντώνης Καφετζόπουλος, απλά συγκλονιστικός. Απογυμνωμένος από τηλεοπτικές μανιέρες που στοίχειωσαν για χρόνια το ταλέντο του, αντιμετωπίζει τον Σωτήρη με αριστοτεχνική σωματική κίνηση, εκκωφαντικές σιωπές και μία κωμική τραγικότητα. Πάνω από όλα, με απέραντη αγάπη.
Δείτε εδώ το βίντεο της παρουσίασης του «Αδικου Κόσμου» στη χθεσινοβραδινή επίσημη πρεμιέρα του
Περισσότερα για τον «Αδικο Κόσμο»: