Φεστιβάλ / Βραβεία

53o Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Το ελληνικό σινεμά δεν πάσχει από σχιζοφρένεια!

στα 10

Με 14 ταινίες στο επίσημο πρόγραμμά του, το 53ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης παρουσίασε ένα δείγμα της πρόσφατης εγχώριας παραγωγής. Μέσα του μπορεί κανείς να ανακαλύψει όλα τα (πολύ) κακώς και (πολύ) καλώς κείμενα του ελληνικού σινεμά.

53o Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Το ελληνικό σινεμά δεν πάσχει από σχιζοφρένεια!
Σκηνή από το «Χιγκίτα» του The Boy

Πολυσυζητημένη, η παρουσία των ελληνικών ταινιών στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μετά την κατάργηση των Κρατικών Βραβείων, παραμένει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, όχι πλέον μόνο εσωτερικής κατανάλωσης αλλά και του μεγαλύτερου ποσοστού των ξένων δημοσιογράφων και επαγγελματιών που επισκέπτονται τη διοργάνωση.

Αφήνοντας απ' έξω τον σε εμβρυακό στάδιο ακόμη διάλογο για το πώς (και αν) τελικά πρέπει να παρουσιάζονται οι ελληνικές ταινίες της χρονιάς στο μεγαλύτερο Φεστιβάλ της χώρας, ας μείνουμε στις ταινίες που παρουσιάστηκαν σε πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη και σε όσα αυτές μπορούν να μαρτυρήσουν για το ελληνικό σινεμά σήμερα.

Και ας ξεκαθαρίσουμε από την αρχή πως η διαπίστωση - που ακούστηκε πολλές φορές τις μέρες του Φεστιβάλ - πως το ελληνικό σινεμά είναι «σχιζοφρενικό», στηριζόμενη στην ανομοιογένεια των 14 ελληνικών ταινιών που παρουσιάστηκαν στο 53ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι εκ προοιμίου άτοπη, αφού κάθε εθνική κινηματογραφία οφείλει να αποτελείται από διαφορετικές τάσεις, πειραματισμούς και δυσαναλογίες σε επίπεδο παραγωγής και ταλέντου!

Και όσο λογικό είναι να ξεχωρίζουν οι εμπνευσμένες και ολοκληρωμένες ταινίες ήδη αναγνωρισμένων δημιουργών σε διεθνή φεστιβάλ («Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού» του Εκτορα Λυγίζου, «The Capsule» της Αθηνάς Τσαγγάρη), αλλο τόσο είναι λογικό πως ελληνικό σινεμά είναι και οι πρωτόλειες δουλειές πρωτοεμφανιζόμενων δημιουργών που προσπαθούν αλλά δεν τα καταφέρνουν («Kίτρινη Πόλη» του Σάββα Κατιρτζίδη) και πολλά υποσχόμενες δουλειές που φτάνουν μέχρι τα μισά («Χαρά» του Ηλία Γιαννακάκη, «Συγχαρητήρια για τους Αισιόδοξους» της Κωνσταντίνας Βούλγαρη).

Οι μεγάλες ωστόσο εκπλήξεις του 53ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν πριν απ' όλα το «Μπιγκ Χιτ» του Κάρολου Ζωναρά που τελειοποιώντας το όραμά του για ένα «ψεύτικο» σινεμά διασκεύασε το «Βig Heat» του Φριτζ Λανγκ παραδίδοντας ένα υπέροχο φιλμ νουάρ στην Αθήνα του σήμερα. Στη συνέχεια ήρθε το ιδιοσυγκρασιακό «Χιγκίτα» του The Boy (Αλέξανδρος Βούλγαρης) για να αποδείξει πως μπορεί να υπάρχει πειραματικό σινεμά για τη γενιά των 2010s και τέλος το «11 Συναντήσεις με τον Πατέρα Μου» του Νίκου Κορνήλιου σε μια χαμηλών τόνων ταινία που ξεχώρισε αμέσως για την αφηγηματική της λιτότητα και τη συναισθηματική της ακρίβεια.

Ανάμεσά τους μια σειρά ελληνικών συμπαραγωγών («Red City», «Papadopoulos and Sons», «Τηλεμάχεια», «Loveless Zoritsa») χωρίς πραγματικά κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον και δύο ταινίες, από έναν νέο («Kame Koummando» του Μανόλη Δαμιανάκη) και έναν βετεράνο δημιουργό («Το Πλοίο για την Παλαιστίνη» του Νίκου Κούνδουρου), που πραγματικά μας άφησαν άφωνους. Για όλους τους λάθους λόγους!

Διαβάστε παρακάτω τη γνώμη του Flix και για τις 14 ταινίες που προβλήθηκαν στο 53ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης:

2

11 Συναντήσεις με τον Πατέρα Μου του Νίκου Κορνήλιου

Στην έκτη μεγάλου μήκους ταινία του, ο Νίκος Κορνήλιος («Ισημερία», «Τρίτη») φτάνει περίπου εκεί που θα τον οδηγούσε νομοτελειακά κάποτε η μεγάλη του θητεία στο θέατρο και η ιδιότυπη εργασία του πάνω στα εργαλεία των ηθοποιών. Το «11 Συναντήσεις με τον Πατέρα Μου» είναι ακριβώς αυτό που περιγράφει ο τίτλος του: 11 συναντήσεις ενός κοριτσιού με τον πατέρα που δεν γνώριζε και μαζί η σύγκρουση δύο τελείως διαφορετικών κόσμων με φόντο την Αθήνα του σήμερα. Δεν έχει σημασία να περιγράψει κανείς τι ακριβώς διαδραματίζεται μέσα σε αυτές τις συναντήσεις, όσο το να νιώσει άμεσα και επιθετικά την ανάγκη ενός σκηνοθέτη να αφηγηθεί μια ιστορία με έναν λιτό, απέριττο, σχεδόν ακαριαία συναισθηματικό αλλά ποτέ μελοδραματικό τρόπο. Και δεν έχει καμία σημασία, να σταθεί κανείς στις όποιες σεναριακές αμηχανίες, όταν τα «εργαλεία» του Κορνήλιου αποδεικνύονται στο ύψος των περιστάσεων φέρνοντας την ταινία στα μέτρα ενός σινεμά που δεν υποκύπτει ποτέ στην παγίδα της φόρμας, αλλά παραμένει από την πρώτη μέχρι την τελευταία του σκηνή ανεπιτήδευτα ειλικρινές. Και όταν μιλάει κανείς για «εργαλεία» εννοεί τα εξής με την εξής ιεραρχία: την συγκλονιστική φιγούρα και ακόμη πιο συγκλονιστική ερμηνεία του Λάμπρου Αποστόλου στο ρόλο του πατέρα, τη σαγηνευτική και αφοπλιστικά αθώα παρουσία της Εύας Γαλογαύρου στο ρόλο της κόρης και την υπέροχα φωτογραφημένη (από τους Κλαούντιο Μπολιβάρ και Νίκος Θωμά) Αθήνα στο ρόλο ενός τόπου άσχημου, αφιλόξενου, απάνθρωπου, άδειου. Ισως τόσο άδειου, για να μπορεί να χωρέσει μέσα του μια τόσο «μεγάλη» ιστορία... Μ.Κ. Διαβάστε περισσότερα εδώ για την ταινία.

2

Kame Koummando του Μανόλη Δαμιανάκη

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους το «Kame Koummando», πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Μανόλη Δαμιανάκη, βρέθηκε στο επίσημο πρόγραμμα του 53ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Είναι φτιαγμένη με ελάχιστα χρήματα, συστήνει έναν μεσήλικα πολεμιστή του μέλλοντος (ή κάτι τέτοιο) που σύμφωνα με την επίσημη υπόθεσή της επιστρέφει στο παρελθόν στον πλανήτη Γη για να βρει ένα κόσμο υπό την κατοχή της Τρόικας και των οίκων αξιολόγησης και με οδηγό μια εσωτερική φωνή (!) αποφασίζει να αναλάβει δράση... Ετοιμο «χιτάκι» δηλαδή για ένα φεστιβαλικό κοινό που ψάχνει διακαώς ανάλογες ταινίες για να φτιάξει «γαλαρίες» και να κανιβαλίσει μέχρι θανάτου στο twitter (μέσα από την προβολή φυσικά) και γιατί όχι και να του εξασφαλίσει μια φήμη καλτ ανοσιουργήματος που θα του εξασφαλίσει μέχρι και διανομή. Βλέποντας, το «Κame Koummando», όμως, ανακαλύπτεις πως τα πράγματα είναι από λίγο εώς παρά πολύ διαφορετικά καθώς μια ευχάριστη και μια δυσάρεστη έκπληξη σε περιμένουν μέσα στα μόλις 78 λεπτά στα οποία διαρκεί. (Διαβάστε ολόκληρη τη γνώμη του Flix για την ταινία εδώ.)

zoritsa

Loveless Zoritsa των Χριστίνα Χατζηχαραλάμπους, Ράντοσλαβ Πάβκοβιτς (Σερβία-Ελλάδα-Κύπρος-Πολωνία)

Αν βλέποντας τη μαύρη αυτή κωμωδία τρόμου, πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Ραντοσλάβ Πάβκοβιτς και της Κύπριας, μόνιμης κάτοικου Σερβίας, Χριστίνας Χατζηχαραλάμπους, έρθει στο νου σας ο Τιμ Μπάρτον, μην «παραμυθιαστείτε». Μπορεί τα δάνεια από τις πρώτες ταινίες του Μπάρτον μέχρι το... «Βλέπω το Θάνατό σου» να είναι εμφανή, το «Loveless Zoritsa», όμως γέρνει περισσσότερο προς μια ξέφρενη βαλκανική εποποιία που επιβεβαιώνει πως το κέφι και το μπρίο δεν είναι πάντα τα συστατικά της επιτυχίας για μια κωμωδία. Με τον ίδιο τρόπο που η καλή παραγωγή και η φροντίδα στις τεχνικές λεπτομέρειες δεν είναι πανάκεια για μια «αμερικάνικη» ταινία. Οσο κι αν η κεντρική σεναριακή ιδέα μιας κοπέλας καταραμένης να «σκοτώνει» όποιον άντρα την αγαπάει ξεκινάει ευρηματικά και ατμοσφαιρικά (τοποθετώντας, για παράδειγμα, τον θεατή στο κέντρο ενός χωριού όπου οι γυναίκες γεννιούνται με μουστάκι!) τίποτα στη συνέχεια δεν δικαιολογεί ακόμη και τη μικρή διάρκεια μιας ταινίας που απλά επαναλαμβάνεται μέχρι... θανάτου. Εκτός από τα flashbacks που αφηγούνται τις περίεργες ιστορίες με τις οποίες έχει ξεκάνει η Ζορίτσα τους άντρες της, λίγα πράγματα είναι αυθεντικά κωμικά στο βωμό μιας ταινίας που προτιμάει τις φωνές και τα κιτς ξεσπάσματα βίας για να δικαιολογήσει τον «καταραμένο» της προσανατολισμό. Οσο mainstream και crowd pleasing κι αν το κάνει, δεν σημαίνει ότι έχει λύσει και την κατάρα... Μ.Κ.

papadopoulos

Papadopoulos & Sons του Μάρκου Μάρκου (Μ.Βρετανία - Ελλάδα)

Ο Χάρης Παπαδόπουλος είναι ένας υπερεπιτυχημένος Ελληνας επιχειρηματίας που ζει στο Λονδίνο με την οικογένειά του. Οταν χτυπηθεί και αυτός από την ευρωπαϊκή οικονομική κρίση, θα χάσει όλη του την περιουσία - και η κακομαθημένη οικογένειά του τη βολή της - εκός από ένα μικρό κατάστημα fish & chips. Ο Χάρης θα μεταφέρει την οικογένεια στο διαμέρισμα πάνω από το μαγαζί, θα ζητήσει τη συνεργασία του αποξενωμένου αδελφού του, Σπύρου και θα προσπαθήσει να ξαναφτιάξει τη ζωή του, αποφεύγοντας και τον απέναντι ανταγωνιστή Τούρκο κεμπαπτζή Χασάν. Μια καλοπροαίρετη, χαριτωμένη όσο και απλοϊκή σάτιρα του ελληνικού δαιμόνιου και της επιπολαιότητας αλλά και χρυσής καρδιάς του λαού μας. Ο Στίβεν Ντιλέινι στον πρωταγωνιστικό ρόλο και ο Γιώργος Χωραφάς ως Σπύρος, το αγγλικό περιβάλλον και μια αξιοπρεπής σκηνοθεσία, τοποθετούν την ταινία ένα βήμα πάνω από το φολκλόρ της Νία Βαρντάλος, με παρόμοιο χιούμορ αλλά μεγαλύτερη λεπτότητα. Λ.Γ.

1

Red City του Μάνου Τσίζεκ (Μ.Βρετανία - Ελλάδα)

Στις παρυφές του video art, του πειραματικού σινεμά ή και τελικά ενός κινηματογραφικού είδους που ακόμη δεν έχει εφευρεθεί ο όρος που μπορεί να το περιγράψει, το «Red City», πρώτη ταινία του φωτογράφου Μάνου Τσίζεκ μοιάζει αρχικά φιλόδοξο, εικαστικά ενδιαφέρον και θεματικά τολμηρό, καταγράφοντας μια υποτιθέμενη κοινωνία του μέλλοντος όπου ελαττωματικά ανδροειδή ανοίγουν την πόρτα για το απόλυτο χάος, σε ένα οικοδόμημα βασισμένο και εμπνευσμένο στην ποίηση της Μαρίας Ταταράκη και του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Χμ... Προσπαθώντας να περιγράψεις το «Red City» ανακαλύπτεις πως οι λέξεις ταιριάζουν περισσότερο σε αυτό που οραματίστηκε ο Τσίζεκ από αυτό που τελικά βλέπεις στην οθόνη το οποίο (δεν) εξαντλείται σε στομφώδεις αναγνώσεις των ποιημάτων των δύο ποιητών, μερικές κακοπαιγμένες σκηνές πρόζας και πολλές μα πολλές ανελέητα επαναλαμβανόμενες εικόνες που θα ταίριαζαν περισσότερο σε ένα video clip μεγάλου μήκους που παίζει κάπου μακριά χωρίς ήχο για να ομορφαίνει το χώρο. (Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για την ταινία.)

capsule

The Capsule της Αθηνάς Ραχής Τσαγγάρη

Avant garde μικρού μήκους για την μόδα ως υψηλή τέχνη, ή απλή αφορμή για να βάλει σε μια κάψουλα η Αθηνά Τσαγγάρη όλα τα κινηματογραφικά, εικαστικά, ψυχαναλυτικά υλικά που συνθέτουν τη σκοτεινή γυναικεία ενηλικίωση; (Διαβάστε ολόκληρη τη γνώμη του Flix για την ταινία εδώ.).

kitrini

Κίτρινη Πόλη του Σάββα Κατιρτζίδη

Σε μια πόλη που κινείται στον κόσμο της φαντασίας αλλά μοιάζει απελπιστικά με την Αθήνα, πέντε «άστεγοι αλήτες», απόβλητοι της κοινωνίας για διαφορετικούς ο καθένας λόγους, ζουν σ’ ένα σφραγισμένο σπίτι. Εκεί εκτονώνουν τις επιθυμίες και τις ψυχώσεις τους, ξετυλίγουν τις σχέσεις τους, βιώνουν ονειρικά και εναλλάξ τον μελλοντικό τους θάνατο και σχεδιάζουν την αποτίναξη της εξουσίας που τους περιορίζει στο εγκαταλελειμμένο αρχοντικό. Στην πρώτη του μεγάλου μήκους, ο Σάββας Κατιρτζίδης έχει πολλά να πει. Και τα χωράει όλα μέσα στα 98 λεπτά της ταινίας, ώστε να ξεχειλίσουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Φουτουριστική τελολογία, αντικαθεστωτικά τσιτάτα, κατατρεγμένες τρανς, μεγαλοαστική παρακμή, αυτοκτονικές τάσεις, παρεΐστικά βράδια, επανάσταση και πάρτι! Από την αρχή κιόλας της ταινίας γίνεται προφανές ότι ο σκηνοθέτης θαυμάζει τον Νίκο Νικολαΐδη και η αυθόρμητη σύγκριση βλάπτει την ταινία ακόμα περισσότερο. Οι φορμαλιστικοί διάλογοι αποδίδονται όχι απλώς επιτηδευμένα, αλλά κακοπαιγμένα, η εστέτ σκηνοθεσία δεν έχει αιτιολόγηση για να μπορέσει να σταθεί ως κάτι στιλιστικά ενδιαφέρον αλλά και με περιεχόμενο και το αποτέλεσμα είναι μια επιδερμική αλλά πομπώδης ταινία. Εκείνο που τελικά επιβιώνει είναι το τόσο ενδιαφέρον πρόσωπο της Αργυρούς Κουρλίτη (θυμηθείτε τη μικρού μήκους «Κλέφτρα»), που παγιδεύει, θέλοντας και μη, το βλέμμα στην οθόνη. Λ.Γ.

bighit

Μπιγκ Χιτ του Κάρολου Ζωναρά

Το νέο φιλμ του Κάρολου Ζωναρά είναι μια έκπληξη. Κρίνοντας από την αφίσα και το τρέιλερ, από τον ελληνικά γραμμένο τίτλο του «Big Heat» του Φριτς Λανγκ, από το ύφος της προηγούμενης ταινίας του, «Ο Γιος του Τσάρλυ», περιμένει κανείς μια trash παρωδία του φιλμ νουάρ, ένα κακόγουστο b-movie που θα σε κάνει ίσως να γελάσεις με μια χυδαιότητα. Η αλήθεια δε θα μπορούσε να βρίσκεται πιο μακριά. Στο «Μπιγκ Χιτ», ο Κάρολος Ζωναράς κάνει μια σπουδή πάνω στο φιλμ-νουάρ, το συγκεκριμένο αλλά, φυσικά, και ολόκληρο το τόσο γοητευτικό και σύνθετο είδος. (Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για την ταινία.)

1

Συγχαρητήρια στους Αισιόδοξους? της Κωνσταντίνας Βούλγαρη

Η Κωνσταντίνα Βούλγαρη, στη δεύτερη ταινία της, προβάλει έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητα, αλλά στην πραγματικότητα δεν στέκεται στο πολιτικό μανιφέστο. Η ηρωίδα της έχει τη δική της ενηλικίωση να αντιμετωπίσει. Κι αυτό από μόνο του είναι επαναστατικό. (Διαβάστε ολόκληρη τη γνώμη του Flix για την ταινία.)

2

Τηλεμάχεια του Αλεξάντερ Νάλι (Μ.Βρετανία - Ελλάδα)

Γυρισμένο στη Σκιάθο από τον μόλις 25 ετών Αλεξάντερ Νάλι, η «Τηλεμάχεια» θα μπορούσε να είναι μια ενδιαφέρουσα ανάγνωση πάνω στην «Οδύσσεια» του Ομήρου, με δύο παράλληλες ιστορίες - ταξίδια που εκτυλίσσονται ταυτόχρονα: μια ενός παιδιού που επιστρέφει από την Αγγλία για να γνωρίσει για πρώτη φορά τον πατέρα του (στο ρόλο ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης σε αγγλόφωνο ρόλο) και μια ενός νεαρού Ινδού που προσπαθεί να νικήσει τις παραδόσεις της οικογένειας του και να κάνει τον έρωτα του για μια λευκή να επιβιώσει στο σύγχρονο Λονδίνο. Δυστυχώς η απειρία του Νάλι τον φέρνει αντιμέτωπο με σοβαρά δραματουργικά προβλήματα, στομφώδεις διαλόγους και διδακτικά μηνύματα περί εθνικής ταυτότητας και ελευθερίας, εμποδίζοντας την αξιοπρεπή παραγωγή του και τη σχετικά συμπαθητική καθοδήγηση των ηθοποιών του να λειτουργήσει υπέρ του και υπέρ μιας καλώς εννοούμενης ελληνικότητας. Μ.Κ.

1

Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού του Εκτορα Λυγίζου

Μινιμαλιστική, απόλυτα λυπημένη, μα και γεμάτη αγάπη, η πρώτη μεγάλου μήκους του Εκτορα Λυγίζου είναι μια άψογα εκτελεσμένη άσκηση σινεμά, που δεν αρκείται στη δεξιοτεχνία. (Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για την ταινία.)

2

Το Πλοίο για την Παλαιστίνη του Νίκου Κούνδουρου

Το «To Πλοίο για την Παλαιστίνη» μοιάζει με φυσική συνέχεια των «Φωτογράφων», αλλά και μακρινός απόγονος του «Βyron, H Mπαλάντα Ενός Δαίμονα» και του «Μπορντέλου», πατώντας στο ίδιο εικαστικό στιλ που επέβαλλε ο Κούνδουρος κυρίως από τα 80s και μετά, μιλώντας για την Ιστορία μέσα από μια ίσως κάποτε πειραματική, αλλα σήμερα τελείως ξεπερασμένη αφηγηματική δομή, σύνθεση και αποσύνθεση. Αυτό, ωστόσο, που κάνει το «To Πλοίο για την Παλαιστίνη» να μοιάζει σχεδόν παρωδία του ίδιου του έργου δεν είναι το γεγονός πως το - για κάποιους σπουδαίο, για πολλούς αμφισβητούμενο, για όλους ενδιαφέρον - στιλ του μοιάζει να μην αντέχει στην εποχή μας, αλλά πως το άλλοτε περίτεχνο καλλιτεχνικό του όραμα που έντυνε τα κοινωνικά του κατηγορώ μοιάζει εδώ επιεικώς... άτεχνο. (Διαβάστε ολόκληρη τη γνώμη του Flix για την ταινία εδώ.)

xara

Χαρά του Ηλία Γιαννακάκη

Μισό ελληνικό μελόδραμα του ’60, μισό ψυχική ενδοσκόπηση με την Αμαλία Μουτούση στα καλύτερά της. Μια ταινία που επιλέγει να καταπιαστεί μ’ ένα δυνατό θέμα – τα όρια της λογικής, την παραβατική συμπεριφορά, την έννοια της ανθρώπινης ισορροπίας, τον ορισμό της μητρότητας ή του δίκαιου – και που το εγκαταλείπει προτού καν ξεκινήσει η επίλυσή του, δίνοντας την κλισέ ψυχαναλυτική εξήγηση στις πράξεις της ηρωίδας του. (Διαβάστε ολόκληρη τη γνώμη του Flix για την ταινία.).

higuita

Χιγκίτα / Higuita του The Boy

Απόλυτα ενσωματωμένο στη δημιουργική του πολυμορφικότητα ως The Boy, το τρίτο φιλμ στην κινηματογραφική καριέρα του Αλέξανδρου Βούλγαρη είναι το πειραματικό σινεμά που θα άξιζε στην εποχή μας: ένα ρομαντικό, βίαιο, αυστηρά προσωπικό και ταυτόχρονα συλλογικό παραμύθι για μια δυστοπία που θα μπορούσε απλά να ονομάζεται... ενηλικίωση. (Διαβάστε ολόκληρη τη γνώμη του Flix για την ταινία.).


Διαβάστε εδώ όλα όσα συνέβησαν τις τελευταίες δέκα ημέρες στο 53ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, μέσα και έξω από τις αίθουσες.