«Dead Man's Burden» / «Το Φορτίο του Νεκρού», Τζάρεντ Μόσε, Η.Π.Α. (Ανοιχτοί Ορίζοντες)
Βρισκόμαστε στο 1870, σε μια διαλυμένη Αμερική που ακόμα προσπαθεί να συνέλθει από τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο. Η Μάρθα και ο σύζυγός της, Χεκ, ζουν σε μια αγροικία που είχε αγοράσει ο πατέρας της, στα σύνορα του Νέου Μεξικού, και παλεύουν να τα βγάλουν πέρα. Οταν μια μεταλλευτική εταιρεία προτίθεται να αγοράσει τη γη τους, η Μάρθα κι ο Χεκ το βλέπουν ως μια ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή. Αλλά τα ελπιδοφόρα σχέδιά τους περιπλέκονται όταν ο Ουέιντ, ο μεγάλος αδελφός της Μάρθας, που εκείνη πίστευε πως είχε σκοτωθεί στον πόλεμο, επιστρέφει στην οικογενειακή εστία όταν μαθαίνει για το θάνατο του πατέρα τους. Ο Ουέιντ, ο οποίος αυτομόλησε από τον στρατό του Νότου σε αυτόν του Βορρά, ανακαλύπτει πως η Μάρθα έχει κι εκείνη τα δικά της μυστικά. Καθώς τα δυο αδέλφια ξανάρχονται κοντά, διχασμένα ανάμεσα στην επιθυμία τους για συμφιλίωση με τη μόνη οικογένεια που τους έχει απομείνει και στις συγκρουόμενες πεποιθήσεις τους, οι εντάσεις και οι υποψίες κορυφώνονται. Να ένας τρόπος να γυρίσεις ένα low budget γουέστερν που να μην υπολείπεται σε τίποτα σε σχέση με τις μεγάλες παραγωγές που απαιτούνται για να ζωντανέψει κινηματογραφικά η Αγρια Δύση: ένας σχεδόν μόνο χώρος, πέντε ηθοποιοί και μια ισχυρή ένεση φιλμ - νουάρ με τους κανόνες των καουμπόι. Δυστυχώς ο Μοσέ έχει τα υλικά, αλλά όχι και τον τρόπο, αφού ό,τι κάνει την ιστορία του μια σινεφίλ σπουδή πάνω στο είδος, χάνεται πίσω από τον ερασιτεχνισμό των ερμηνειών και την αδυναμία του να ολοκληρώσει το σχόλιο του πάνω στο μελόδραμα που έχτισε την Αμερική. Αν ήταν όσο «αστείος» στα τελευταία λεπτά του φιλμ σε όλη τη διάρκειά του, θα μιλούσαμε για άλλη ταινία...
«Die Feinen Unterschiede» / «Our Little Differences» / «Οι Μικρές Μας Διαφορές», Σιλβί Μισέλ, Γερμανία (Διεθνές Διαγωνιστικό)
Ενας μεγαλοαστός γιατρός, εύπορος, καλλιεργημένος και «πολιτισμένος», διαζευγμένος, ζει με τον έφηβο γιο του, με τη φροντίδα της Γιάνα από τη Βουλγαρία, που τελεί καθήκοντα καθαρίστριας και οικονόμου. Οταν ο γιος του Σεμπάστιαν και η κόρη της Γιάνα θα εξαφανιστούν μαζί, η ευάλωτη οικογενειακή ισορροπία του ήρωα θα γκρεμιστεί και μαζί θα πέσει το διάφανο πλέγμα που κρύβει ένα συγκαλυμμένο ρατσισμό. Ενδιαφέρουσα και εντελώς επίκαιρη σεναριακή ιδέα, που θίγει τη σύγχρονη αντίληψη ότι δέχομαι τα πάντα, αρκεί να μην έρθουν στο σπίτι μου. Στην υλοποίηση, ωστόσο, η Σιλβί Μισέλ σκηνοθετεί συμβατικά, κατά στιγμές με αφέλεια, σ’ ένα φιλμ που θα στεκόταν καλύτερα ως τηλεταινία για όλη την οικογένεια, παρά στο διαγωνιστικό τμήμα.
«Τα Παιδιά της Κινσάσα» / «Kinshasa Kids», Μαρκ-Ανρί Βαϊνμπέργκ, Βέλγιο - Γαλλία (Διεθνές Διαγωνιστικό)
30.000 μικρά παιδιά στην Κινσάσα βρίσκονται στους δρόμους, άστεγα και απροστάτευτα, διωγμένα από τις οικογένειές τους με την κατηγορία της μαγείας! Οι γονείς, παρά τους εξορκισμούς και τα παρελκόμενα που συχνά δοκιμάζουν στα 6χρονα, 7χρονα παιδιά τους, γνωρίζουν καλά ότι η μαγεία απέχει πολύ από τη ζωή τους. Αυτή η «λαϊκή» παράδοση, ωστόσο, τους δίνει την κατάλληλη δικαιολογία για να τα διώξουν από την παραγκούπολή τους, γλιτώνοντας έτσι από ένα παραπάνω στόμα που θα χρειαζόταν να ταΐζουν. Η ταινία του Βαϊνμπέργκ κινείται στο όριο της μυθοπλασίας και του ντοκιμαντέρ, κερδίζοντας στο δεύτερο και χάνοντας στο πρώτο. Η απεικόνιση του τόπου και της απελπισίας του είναι τόσο πιστή, διορατική, ατμοσφαιρική που πραγματικά ξυπνά τον θεατή σ’ ένα αδιανόητο σύμπαν που μάλλον δε γνώριζε καν ότι υπάρχει. Διαβάστε περισσότερα για την ταινία εδώ.
«Η Εποχή του Ρινόκερου» / «Rhino Season», Μπαχμάν Γκομπαντί, Ιρακ - Τουρκία (Αφιέρωμα Μπαχμάν Γκομπαντί)
Η ταινία του Μπαχμάν Γκομπαντί, του Ιρανού σκηνοθέτη του «Μεθυσμένα Αλογα» και του «Ποιος Φοβάται του Γάτους της Περσίας», η πρώτη που γυρίζει μακριά από τη χώρα του διαποτίζεται από μια βαθιά μελαγχολία και μια έντονη ποιητική υφή. Βασισμένη στην ιστορία του Σαντέ Καμανγκάρ, ενός Κούρδου ποιητή που πέρασε 27 χρόνια φυλακισμένος στο Ιράν κι όταν αποφυλακίστηκε ανακάλυψε ότι η οικογένειά του τον θεωρούσε νεκρό, η ταινία μοιάζει βαθιά προσωπική για τον σκηνοθέτη και ριζικά διαφορετική από τις προηγούμενες δουλειές του. Απόλυτα στυλιζαρισμένη, χτισμένη πάνω όχι στην δύναμη του ρεαλισμού, αλλά στην διαμεσολάβηση ενός έντονου, πανταχού παρόντα, μα λειτουργικοί συμβολισμού η ταινία διακρίνεται περισσότερο απ οτιδήποτε άλλο, από την βαθιά θλίψη που την διαπερνά. Και όχι ιδιαίτερα για την παρουσία της Μόνικα Μπελούτσι! Διαβάστε εδώ περισσότερα για το «Rhino Season».
«Ζωή» / «Zhit», Βασίλι Σιγκάρεφ, Ρωσία (Διεθνές Διαγωνιστικό)
Οσο ειρωνικό είναι να κάνεις μια ταινία για το θάνατο (ή για το φλερτ με το θάνατο) και να την ονομάζεις «Zωή», άλλο τόσο ειρωνικό είναι να μην αντιληφθείς ακαριαία γιατί ο Βασίλι Σιγκάρεφ είναι ένας Ρώσος σκηνοθέτης που η χώρα του δεν είναι καθόλου περήφανη για το έργο του. Οχι μόνο γιατί μέσα από τρεις ιστορίες στη σύγχρονη Ρωσία (τη σχέση ενός μικρού αγοριού με τη βίαιη μητέρα του, τον έρωτα δύο νέων όπου το αγόρι είναι ασθενής του ΗΙV και μια μητέρα που προσπαθεί να φέρει πίσω στο σπίτι τα μικρά της παιδιά που της έχουν αφαιρέσει οι κοινωνικοί λειτουργοί) χαρτογραφείται μια χώρα σε απόλυτη αποσύνθεση που αναδύει το άρωμα του θανάτου σε κάθε της γωνιά. Αλλά κυρίως γιατί ο Σιγκάρεφ κάνει την απαισιοδοξία δόγμα, αφήνοντας μόνο ελάχιστες χαραμάδες ελπίδας σε έναν κόσμο (μια Ρωσία...) που αργοπεθαίνει κάτω από το βάρος της βίας (ψυχολογικής και σωματικής), της ανέχειας και της χρόνιας κατάθλιψης. Με τον ρεαλισμό της να αγγίζει όρια... επιστημονικής φαντασίας και τη στιβαρή ζωώδη σχεδόν κινηματογράφηση της να υποβάλλει τον θεατή σε ένα σχεδόν ασφυκτικό σύμπαν θανάτου, η «Ζωή» συμμετείχε στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Διεθνούς Φεστιβάλ του Ρότερνταμ και έκανε το όνομα του «πανκ» σκηνοθέτη της μια από τις πλέον υπολογίσιμες δυνάμεις του σύγχρονου σινεμά. Βλέποντάς την δεν μπορείς ωστόσο να μην παρατηρήσεις πως η εμμονή του στη δυστυχία μοιάζει στο μεγαλύτερο μέρος της αυτοαναφορική και η προφανής διάθεση του να ενοχλήσει - όσο κινηματογραφικά άρτια και αν εκφράζεται - αφαιρεί δύναμη από το αριστοτεχνικό δημιούργημά του.
Βρείτε εδώ το αναλυτικό πρόγραμμα προβολών του 53ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Tags: ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 53