Η τελευταία (και δυστυχώς έσχατη) από τις τρεις ιταλικές συμμετοχές στο διαγωνιστικό τμήμα του 75ου Φεστιβάλ της Βενετίας είναι το «Capri Revolution» του Μάριο Μαρτόνε, ενός διάσημου στη χώρα του σκηνοθέτη του θεάτρου και της όπερας, με μια επίσης μακρά κινηματογραφική καριέρα, αποκορύφωμα της οποίας υπήρξε το (γνωστό και στη χώρα μας) “Βάναυση Αγάπη” το 1995, μεταφορά στη μεγάλη οθόνη της ομότιτλης πρώτης μεγάλης εκδοτικής επιτυχιας της Έλενα Φεράντε. Έκτοτε οι ταινίες του αν και συγκαταλέγονται σχεδόν απαρέγκλιτα στο διαγωνιστικό τμήμα της Μόστρα, ελάχιστη απήχηση έχουν εκτός συνόρων, καθώς βουλιάζουν στη φεστιβαλική μετριότητα και σε μια φλου αρτιστίκ ξεπερασμένη αντίληψη “ποιοτικού” σινεμά που ανήκει σε περασμένες δεκαετίες. Το «Capri Revolution» δεν αποτελεί εξαίρεση.
Συνεχίζοντας την εξευρεύνηση της ιστορίας της χώρας του και ολοκληρώνοντας την άτυπη τριλογία του για τους επαναστάτες του παρελθόντος, η οποία ξεκινησε με το Noi Credevamo το 2010 και συνεχίστηκε με το (διαθέσιμο και στο ελληνικό Netflix) Leopardi το 2014, o Μαριο Μαρτόνε μας μεταφέρει στο διάσημο νησί του τίτλου στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, λίγο πριν την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί μεγαλώνει η νεαρή εικοσάχρονη βοσκοπούλα Λουτσία μέσα σε ένα ασφυκτικό και καταπιεστικό περιβάλλον, όπου οι κανόνες συμπεριφοράς υπαγορεύονται από την οικογένεια, την Καθολική εκκλησία και τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα της τοπικής κοινωνίας.
Η ζωή της αθώας βοσκοπούλας θα αλλάξει για πάντα, όταν μια μέρα θα δει απο μακριά μια ομάδα γυμνιστών καλλιτεχνών να χορεύει τελετουργικά σε μια απόμερη παραλία. Το θέαμα θα την συναρπάσει και θα αρχίσει να παρακαλουθεί στενά τα μέλη της κολλεκτίβας και κυρίως τον αρχηγό της, τον Σεϊμπού, έναν (πανέμορφο) βορειοευρωπαίο ζωγράφο. Η επαφή μαζί του και με την υπόλοιπη ομάδα θα ξυπνήσει την καταπιεσμένη σεξουαλικότητά της και θα την οδηγήσει στη σύγκρουση με την οικογένεια και τα αυστηρά αδέρφια της. Ταυτόχρονα, η άφιξη ενός νεαρού γιατρού στο νησί, ο οποίος θα αναλάβει τη φροντίδα του ετοιμοθάνατου πατέρα της, θα της προκαλέσει ακόμα περισσότερα ερωτικά και όχι μόνο διλήμματα, όσο στο νησί πλησιάζουν τα σύννεφα του πολέμου, αλλά και οι πρώτες ενδείξεις ότι σαρωτικές αλλαγές για όλη την ανθρωπότητα είναι προ των πυλών.
Εμπνευσμένο από πραγματικά ιστορικά γεγονότα και κυρίως το ουτοπιστικό κοινόβιο του Γερμανού ζωγράφου Καρλ Βίλχελμ Ντίφενμπαχ, ο οποίος ως μακρινός πρόγονος των χίπηδων κατέφτασε το 1910 στο νησί του Κάπρι με μια ομάδα πασιφιστών βορειοευρωπαίων καλλιτεχνών και μέχρι το 1913 προσπάθησε να δημιουργήσει μια μικρή κοινότητα αγάπης, αναρχικής ελεύθεριας και ελευθεριάζουσας σεξουλικότητας σκανδαλίζοντας τους κατοίκους, το «Capri Revolution» φιλοδοξεί να μιλήσει για πολλά πράγματα ταυτόχρονα και να στήσει μια πολυεπίπεδη τοιχογραφία των ταραγμένων και εκρηκτικών ζυμώσεων της εποχής, αποτυγχάνει όμως σχεδόν σε όλα τα επίπεδα, καθώς περιορίζεται σε μια καλαίσθητη μεν, αλλά επιδερμική και παραδόξως συντηρητική για τη θεματική της ταινίας αποτύπωση.
Παρά τη χαρισματική παρουσία της Μαριάνα Φοντάνα στον κεντρικό ρόλο, η Λουτσία παρουσιάζεται στεροτυπικά ως χαρακτήρας και παραμένει σε όλη τη διάρκεια της ταινίας δραματουργικά ανερμάτιστη, σε μια πορεία αφύπνισης, χειραφέτησης και αυτογνωσίας, που ελάχιστα πρωτότυπα πράγματα έχει να προτείνει ή να προσθέσει πάνω στο ζήτημα. Ο Μαρτόνε την τοποθετεί στην κορυφή ενός ερωτικού τριγώνου και στο μέσο μια διελκυστίνδας αντίρροπων κοινωνικών δυνάμεων, όπου αυτή αντιδρά αντιφατικά και αψυχολόγητα, είναι μάλιστα ενδεικτικός της σεναριακής και σκηνοθετικής προχειρότητας (αλλά κι ενός υφέρποντος σεξισμού) ο τρόπος με τον οποίο ο συμβολισμός αυτής της αλλαγής περιορίζεται στις πολλαπλές σκηνές γυμνού της ηρωίδας.
Η ευκολία και η απλοϊκότητα χαρακτηρίζουν επίσης την απεικόνιση της σύγκρουσης ανάμεσα στη συντηρητική τοπική κοινωνία και το προοδευτικό κοινόβιο. Οι δύο αυτοί κόσμοι έρχονται ελάχιστα σε επαφή μεταξύ τους και οι συνέπειες της αναπόφευκτης αλληλεπίδρασης παραμένουν ανεκμετάλλευτες και σχεδόν απούσες από την ταινία, αντιθέτως ο Μαρτόνε αρκείται στις (ως επί το πλέιστον κιτσάτες) σκηνές δαλιανίδων χορευτικών με γυμνά σώματα να χορεύουν κάτω από τον ήλιο και να επιδίδονται σε συντηρητικά σκηνοθετημένα σεξουαλικά όργια, που ελάχιστα καταφέρνουν να μεταδώσουν το διονυσιασμό και την αίσθηση της απόλυτης σεξουαλικής ελευθερίας όσων συμμετέχουν. Ο Σέιμπου, ως αρχηγός του κοινόβιου, είναι μια καρικατούρα μεσσιανικής φιγούρας και πρώιμου χίπστερ και ξεστομίζει κοινοτυπίες και αφορισμούς επιπέδου βιβλίου αυτοβοήθειας, χωρίς να διαθέτει το χάρισμα του ταγού ενός οποιουδήποτε κοινωνικού μορφώματος, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας δημιουργούν μια πολύγλωσση ερμηνευτική Βαβέλ και χάνονται μέσα στην αποσπασματικότητα και την υπερβολή.
Η διεύθυνση φωτογραφίας του Μικέλε Ντ’ Ατανάζιο αποτυπώνει την ομορφιά και την υποβλητική γοητεία του Κάπρι, μεταδίδοντας κάτι από την ενέργεια και τον μαγνητισμό του βραχώδους, γυμνού τοπίου, και η φαινομενικά παράταιρη ηλεκτρονική μουσική των Σάσα Ρινγκ (γνωστού κι ως Apparat) και Φίλπ Τιμ προκαλεί μια ενδιαφέρουσα τελικά αίσθηση μεταμοντέρνας (δι)αχρονικότητας, το τελικό αποτέλεσμα ωστόσο παραμένει δέσμιο μιας ανέμπνευστης και συμβατικής κατά τα άλλα εκτέλεσης. Τα στοιχεία που θα μπορούσαν να εμπλουτίσουν την αφήγηση, όπως η άφιξη του ηλεκτρικού ρεύματος στο νησί και η πρώτη εμφάνιση της κομουνιστικής ιδεολογίας, παρατίθενται στεγνά χωρίς να προσθέτουν τίποτα στη δυναμική εξέλιξη της ιστορίας. Η κορύφωση της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην πρόοδο και την παράδοση θα μείνει τελικά μετέωρη, όπως ακριβώς η πορεία της Λουτσία, η οποία θα κάνει ένα ξεκίνημα για ένα καλύτερο αύριο που δεν ενδιαφέρει ωστόσο κανέναν.