Πρέπει να ήταν κάπου ανάμεσα στον «Χριστουγεννιάτικο Εφιάλτη» και το «Mars Attacks», όπου ο Τιμ Μπάρτον μεταμορφώθηκε από ένα oddity της βιομηχανίας σε μια ιερή αγελάδα. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πόσες «χμ» ταινίες έχει κάνει τα τελευταία χρόνια - μετά το 2000 - και πώς όλες αντιμετωπίζονται σαν εν δυνάμει αριστουργήματα, ενώ, μεταξύ μας και όχι μεταξύ μας, δεν είναι.
Εξαργυρώνοντας (δικαιολογημένα) ένα από τα πιο ισχυρά fan bases σύγχρονου δημιουργού, ο Τιμ Μπάρτον μοιάζει πλέον περισσότερο με έναν σκηνοθέτη που ανακυκλώνει το σύμπαν του με κάθε του καινούρια ταινία, σίγουρος πως το παρελθόν του είναι αρκετό για να σώσει κάθε άνευρη «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» και κάθε απλά χαριτωμένο «Charlie and the Chocolate Factory».
Αν θέλει κανείς να είναι πιο σκληρός, ο Τιμ Μπάρτον εξαργυρώνει ακόμη και σήμερα μερικά αριστουργήματα που χρονολογούνται από τα 90s (ανάμεσα τους φυσικά ο «Ψαλιδοχέρης», το «Batman Returns» και το «Ed Wood»), προσπαθώντας χωρίς αποτέλεσμα να πείσει κοινό και κριτικούς πως δεν έχει μπει σε έναν αυτόματο πιλότο.
Μπορεί οι τελευταίες του ταινίες να είναι φτιαγμένες με τις καλύτερες προθέσεις και μπορεί μερίδα κριτικών να θεωρεί μεγάλη ταινία το «Sweeney Todd», αλλά είναι ενδεικτικό πως όλες οι κριτικές και το hype της δεύτερης ανεπίσημης περιόδου του στηρίζεται μόνο στο γεγονός πως παραμένει ένας σκηνοθέτης με έναν αυστηρά προσωπικό κόσμο, σχεδόν σαν ένας φίλος από τα παλιά που επιστρέφει κάθε φορά για να υπενθυμίσει - όχι πάντα με τα επιθυμητά αποτελέσματα - πως δεν έγινε κομμάτι ενός συστήματος που κάποτε υπήρξε ο μεγαλύτερος εχθρός του.
Ακόμη κι εδώ στο Flix όταν προσπαθήσαμε να συλλέξουμε τις δέκα καλύτερες σκηνές στη φιλμογραφία ενός πολυαγαπημένου μας σκηνοθέτη, θα σταματούσαμε με ανακούφιση στο «Big Fish», αφήνοντας απ' έξω μια ολόκληρη δεκαετία ταινιών.
Οχι, η κακή επίδοση του «Frankenweenie» στο αμερικανικό box-office που έρχεται να συναντήσει την επίσης μέτρια επίδοση του «Dark Shadows» λίγους μήνες πριν, δεν είναι μια καλή αφορμή για να αποκαθηλωθεί ο Τιμ Μπάρτον από το βάθρο ενός από τους σπουδαιότερους δημιουργούς του σύγχρονου Χόλιγουντ.
Είναι όμως μια ευκαιρία να δει κανείς καθαρά πως κάθε κριτική για νέα ταινία του Μπάρτον απλά προσπαθεί να στρογγυλέψει τις αδυναμίες των ταινιών του, επισημαίνοντας πως ο Μπάρτον απλά ανακυκλώνει τις ίδιες ιδέες εδώ και χρόνια αλλά ποτέ δεν θα φτάσει στο σημείο να τον απορρίψει ή να τον κατηγορήσει για «εκμετάλλευση» του ίδιου του του παρελθόντος.
Κάτι τέτοιο, ναι, θα ήταν άδικο για έναν δημιουργό που βλέπεις ότι συνεχίζει με το ίδιο πάθος που κάποτε ξεκίνησε χαρίζοντας στην εφηβεία μας μερικούς από τους πιο αξέχαστους εφιάλτες, αποδεικνύοντας πως μπορείς να κάνεις εμπορικό σινεμά με τους δικούς σου όρους, ακόμη και σε ένα Χόλιγουντ που μισεί τους σκηνοθέτες με άποψη.
Οσο άδικο όμως είναι να βλέπεις τον Τιμ Μπάρτον να φτιάχνει συνεχώς την ίδια ταινία (έτσι δεν έκαναν όλοι οι μεγάλοι του σινεμά;), κάνοντας την κάθε φορά πιο αδύναμη, με λιγότερη σημασία, με λιγότερη ψυχή. Μεγεθύνοντας την υποψία πως έστω και λίγη από τη μαγεία του σινεμά του μοιάζει να έχει χαθεί στο πέρασμα των χρόνων.
Δεν έχουμε ακόμη δει το «Frankenweenie» και η εμπειρία του «Dark Shadows» είναι ακόμη νωπή. Τα νέα όμως από την Αμερική δεν είναι καλά για τον Τιμ Μπάρτον. Και ας μην πέσουμε στην ανόητη παγίδα του «επειδή το "Frankenweenie" δεν πήγε καλά στο αμερικανικό box-office, θα είναι σίγουρα καλή ταινία».
Κάτι πάει στραβά με τον Τιμ Μπάρτον, όσο κι αν προσπαθούμε να το παραβλέψουμε, και αυτό μας βρίσκει περίλυπους. Γιατί δεν έχουμε βαρεθεί τον Τιμ Μπάρτον. Και θα περιμένουμε πάντα με την ίδια ανυπομονησία κάθε νέα του ταινία. Απλά φοβόμαστε πολύ μήπως ο ίδιος έχει βαρεθεί (λίγο) τον εαυτό του. Και αυτό δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε...
Το «Frankenweenie» άνοιξε στην Αμερική την Παρασκευή 5 Οκτωβρίου κάνοντας μόνο 11.5 εκατομμύρια δολάρια εισπράξεις, μπήκε με το ζόρι στο top 5 του box-office και ο σημαντικότερος λόγος, σύμφωνα με τους αναλυτές, είναι η μεγάλη φόρα που είχε από την προηγούμενη εβδομάδα το «Hotel Transylvania». Μια συγγενική σε είδος και ύφος ταινία με το «Frankenweenie», κι όμως πρωτότυπη σε ιδέα και εκτέλεση.