«Η χυδαιότητα και η ξετσιπωσιά παρουσιάζονται σαν ηρωισμός. Η μαγκιά και το σερτιλίκι, σαν παλληκαριά. Ίσως ο κ. Κακογιάννης και ο κ. Καμπανέλλης ξεκίνησαν να παρουσιάσουν έναν χαρακτήρα. Αυτό άλλωστε μαρτυράει η τιτλοφόρηση της ταινίας με τ’ όνομα της «ηρωίδας» της. Πιστεύουν όμως πως το ξετραχηλισμένο αυτό γύναιο, η γυναίκα που δεν θέλει να παντρευτεί για να ‘χει το ελεύθερο να γλεντάει τη ζωή της, είναι ένας χαρακτήρας; Πιστεύουν πως η προσπάθειά της, η ‘πάλη’ της να προασπίσει μιαν ανήθικη, μια διεστραμμένη ασυδοσία, μπορεί να κινήσει τη συμπάθεια ή το θαυμασμό, ή πως το μαχαίρωμά της από έναν αλήτη είναι τραγωδία; Η μήπως ο κ. Κακογιάννης βαυκαλίζεται με τα εγκώμια μερικών αδιόρθωτων ντόπιων και ξένων σνομπ που τον ονόμασαν μαθητή του Σοφοκλή; Γιατί μόνο τους σνομπ μπορεί να γοητέψει».
Φαρμάκι η πέννα του Αντώνη Μοσχοβάκη για μια από τις ταινίες-σταθμούς στην ιστορία του ελληνικού σινεμά: την πολυταξιδεμένη, πολυβραβευμένη και… πολυτραγουδισμένη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, η οποία ετοιμάζεται να κάνει τα εγκαίνια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων στις 23 Οκτωβρίου, 64 χρόνια μετά την πρώτη της προβολή, πλήρως ανακαινισμένη ψηφιακά για τις ανάγκες της διοργάνωσης, που φέτος γιορτάζει τα επτά χρόνια ζωής της.
Στο κείμενο του κριτικού, που δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 1955 στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης», η μπάλα παίρνει και τον κορυφαίο δημιουργό των εμβληματικών πλέον τραγουδιών του φιλμ. «Η αισθητική του (σκηνοθέτη) συνταύτιση με τον θιασώτη των μπουζουκιών και συνθέτη του ‘Καταραμένου φιδιού’ Μάνο Χατζηδάκι είναι το λιγότερο αποκαρδιωτική. Όπως κι εκείνος, δε θα συγκινήσει παρά μόνο τους εστέτ», συνεχίζει ο κ. Μοσχοβάκης, προτρέποντας τον κ. Κακογιάννη «να κάνει ένα βράδυ, τα μεσάνυχτα, μία βόλτα στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου, Σοφοκλέους και Σωκράτους για να δει από κοντά τα «παλληκάρια» και ποιες είναι οι "κοπέλες με τ’ άσπρα" του».
Το ίδιο ανηλεής με την ταινία είναι ο Κώστας Σταματίου, ο κριτικός της εφημερίδας «Αυγή»: «Αυτό που βλέπουμε είναι ένα ξεδιάντροπο μελόδραμα, που προβάλλει ο, τι χαμηλότερο, ο, τι πιο ‘λούμπεν’, ο, τι πιο χυδαίο και καθυστερημένο στοιχείο υπάρχει στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Είναι ένα καλομελετημένο συνονθύλευμα χυδαίου νατουραλισμού, μοιρολατρίας γαλλικής σχολής (της προπολεμικής εποχής), ψευτοελληνικού λαογραφικού στοιχείου (σερβίρει στους ξένους για Ελλάδα τα τουρκοανατολίτικα μπουζούκια -που κι εδώ πέρασε η μόδα τους-, το νταηλίκι, την σεξουαλική ασυδοσία, το σουγιάδιασμα, την αλητεία κλπ.) ψεύτικης τολμηρότητας(…). Λευτεριά λοιπόν στις γυναίκες να πηγαίνουν με τον πρώτο που θα τους αρέσει, και πετύχαμε την ανεξαρτησία μας! Δυστυχώς, θα 'ναι πολλά τα θύματα της τολμηρότητας του Κακογιάννη».
Προκειμένου για τη λεγόμενη προοδευτική Αριστερά, δεν ήταν μόνο η αντίδραση στη φιγούρα του εξεγερμένου θηλυκού που τροφοδοτούσε τους λιβέλους, ήταν κυρίως (και εύλογα) η ταύτιση της λαϊκής κουλτούρας με τον αστισμό της εποχής, στο πλαίσιο των πολυτάραχων μεταπολεμικών χρόνων.»
Μπορεί τα εν λόγω «θύματα» να μην καταμετρήθηκαν ποτέ, γεγονός πάντως παραμένει πως η φυσιογνωμία τούτης της ανυπότακτης ορφανής μπουζοuξούς, που αρνούταν πεισματικά να μπει σε οποιοδήποτε καλούπι, έφερε έναν ολότελα νέο αέρα στο ελληνικό σινεμά, καταρρίπτοντας κάθε στερεότυπο περί γυναικείου ρόλου και θέσης. Ωστόσο, προκειμένου για τη λεγόμενη προοδευτική Αριστερά, δεν ήταν μόνο η αντίδραση στη φιγούρα του εξεγερμένου θηλυκού που τροφοδοτούσε τους λιβέλους, ήταν κυρίως (και εύλογα) η ταύτιση της λαϊκής κουλτούρας με τον αστισμό της εποχής, στο πλαίσιο των πολυτάραχων μεταπολεμικών χρόνων. Εξ ου και η αναφορά του Αντώνη Μοσχοβάκη, στην ίδια κριτική: «Μπορεί η μαγκιά, το σερετιλίκι, το ρεμπέτικο τραγούδι κι ο χορός και τα μπουζούκια να ανέβηκαν για μια στιγμή στην επιφάνεια απ’ το σνομπισμό μιας διεφθαρμένης αριστοκρατίας, ή εξαιτίας της αθλιότητας και της απογοήτευσης που δημιούργησαν δέκα μαρτυρικά χρόνια για τη χώρα μας, όμως ποτέ δεν ήταν κι ούτε και σήμερα είναι ελληνική πραγματικότητα».
Οχι φυσικά πως δεν γράφτηκαν τότε, πέρα από τις στρατευμένες κριτικές, και κείμενα πολύ πιο νηφάλια για την «Στέλλα». Στην εφημερίδα ‘Ελευθερία’, ο Μάριος Πλωρίτης, ενώ υπογραμμίζει τον «φιλολογικό» τόνο, την υπερβολή και την κάποια γραφικότητα στις καταστάσεις και τους διαλόγους, παραδέχεται πως το θεατρικής καταγωγής φιλμ έχει, στη σημερινή του μορφή, «μια καθαρή γραμμή και μια σφραγίδα του ‘αναπόφευκτου’ που δεν έχουμε συναντήσει σε καμιάν ως τώρα ελληνική ταινία». Ο δε Αντώνης Μαμάκης, καλλιτεχνικός συντάκτης του ‘Έθνους’, ομολογεί πως, παρότι εν μέρει φλύαρο όπως πιστεύει, «το σενάριο, για πρώτη φορά σε ελληνικό φιλμ, επιχειρεί όχι απλώς να πει μια ιστορία με εικόνες, αλλά να δώσει μια ψυχογραφία, να ζωντανέψει ένα χαρακτήρα, να παρουσιάσει έναν τύπο».
Σήμερα, απ’ όπου και να την κοιτάξει κανείς, τούτη η ιστορία του άδοξου έρωτα ανάμεσα στην ατίθαση καμπαρετζού της Τρούμπας και τον βαρύ Πειραιώτη ποδοσφαιριστή, που βασίστηκε στο άπαιχτο (μέχρι το 1997) θεατρικό του Ιάκωβου Καμπανέλλη "Η Στέλλα με τα Κόκκινα Γάντια", έχει περάσει στη σφαίρα του θρύλου.»
Συμπληρώνει ο κ. Μαμάκης: «Η ‘Στέλλα’ είναι η καλύτερη μέχρι τώρα επίτευξη του ελληνικού κινηματογράφου, η καλύτερη ταινία της εγχώριας παραγωγής, όχι διότι προεβλήθη εις τις Κάννες και έκανε και εκεί εντύπωση και έδωσε αφορμή να γίνει ευμενέστατος λόγος για ελληνική ταινία στο εξωτερικό. Βέβαια αυτό δεν είναι λίγο, απεναντίας είναι σημαντικό. Όμως οι ξένοι μπορούν να κατανοούν την ποιότητα της και να μιλούν με ενθουσιασμό για τη Μελίνα, δεν έχουν εντούτοις τη δυνατότητα να την αξιολογούν συγκριτικά. Εδώ όμως, στον τόπο μας, μπορούμε να αποδώσουμε αυτό το ιδιαίτερο εύσημο εις τον Κακογιάννη, έναν πραγματικό σκηνοθέτη του κινηματογράφου που μόνο ο Τζαβέλας μπορεί να του παραταχθεί ως ουσιαστικός αντίπαλος απ όλη την άλλη χορεία των ημι-σκηνοθετών, των ερασιτεχνών που ταλαιπωρούν το ελληνικό στούντιο».
Αμφότεροι, πάντως, συμφωνούν στην αποκάλυψη που ακούει στο όνομα Μελίνα Μερκούρη. Για «έκτακτη ενσάρκωση» και πρωτόγνωρη «παραστατική ενάργεια» μιλά ο κ. Μαμάκης, για «αναντικατάστατο αυθορμητισμό, ζωντάνια και πειστικότητα στις περισσότερες εκρήξεις της» ο κ. Πλωρίτης. Προσυπογράφει ακόμα και ο έξαλλος καθ’ όλα τα άλλα Κώστας Σταματίου: «Χρησιμοποιεί τις υποκριτικές της δυνατότητες με αφάνταστη φυσικότητα σε μια κλίμακα που πάει απ’ την πιο φτηνή χυδαιότητα ως τον πιο δυνατό δραματικό τόνο».
Το 1956, λίγους μήνες μετά, οι συνάδελφοί τους Πίτερ Τζον Ντράιερ και Αλαν Μπράιεν σιγοντάρουν. «Πρόκειται για μια πραγματικά γοητευτική ξανθιά, που η ομορφιά της έχει κάτι το δυνατό και ανεπιτήδευτο. Μια Ελληνοπαριζιάνα θεατρική ηθοποιός που διαθέτει όλο το αναγκαίο ταμπεραμέντο και την τεχνική για να κινείται στο χώρο», γράφει ο Ντράιερ στο περιοδικό ‘Films and Filming’. Ο Μπράιεν, στην ‘Evening Standard’, είναι πιο παραστατικός: «Η Μερκούρη έχει τα σαρκώδη αδρά χαρακτηριστικά θηλυκού παλαιστή. Όταν η σκουριασμένη τενεκεδένια φωνή της αγγίζει το γέλιο, ακούγεται σαν σκουπιδοτενεκές που κροταλίζει στα σκαλοπάτια της αποθήκης. Όμως καταφέρνει και πλάθει τη Στέλλα, την τίγρη στο σοκάκι, αληθινό ανθρώπινο ζώο, ένα μίγμα Άβα Γκάρντνερ και Άννα Μανιάνι».
Η διεθνής καριέρα της «Στέλλας» δεν είναι τυχαία. Την εκκίνηση έχει δώσει η θριαμβική συμμετοχή στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Κανών το 1955 και τη συνέχεια έχει διασφαλίσει επτά μήνες μετά η βράβευσή της με τη Χρυσή Σφαίρα Ξενόγλωσσης Ταινίας. Ακόμη και ο Ερίκ Ρομέρ, τότε κριτικός ακόμη στα ‘Cahiers du Cinema’, έχει ασχοληθεί με το φιλμ σε ένα κείμενο ανάμικτων εντυπώσεων όσο και σοβαρό και εμπεριστατωμένο, με αναφορές από το «Γεύμα στην Εξοχή» του Ρενουάρ και το «Ένα Μάθημα στον Έρωτα» του Μπέργκμαν μέχρι το σινεμά του Μιζογκούτσι. Στην Ελλάδα, οι συγκρουόμενες δημοσιεύσεις δεν το εμποδίζουν από το να γίνει η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία της σεζόν 1955-56, με 134.142 εισιτήρια. Μια πενταετία μετά, και με αναγνωρισμένη πλέον την αξία του, αποσπά το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας της περιόδου 1955-1960 στο πρώτο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Σήμερα, απ’ όπου και να την κοιτάξει κανείς, τούτη η ιστορία του άδοξου έρωτα ανάμεσα στην ατίθαση καμπαρετζού της Τρούμπας και τον βαρύ Πειραιώτη ποδοσφαιριστή, που βασίστηκε στο άπαιχτο (μέχρι το 1997) θεατρικό του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», έχει περάσει στη σφαίρα του θρύλου. Με τις ατάκες της που ακόμη ξεστομίζονται («Στέλλα φύγε, κρατάω μαχαίρι!»), τον χαρακτήρα-σύμβολο του όψιμου ελληνικού φεμινισμού, τη φιγούρα της χειμαρρώδους Μελίνας, τα άσματα –«Αγάπη που έγινες δίκοπο μαχαίρι», «Εφτά τραγούδια θα σου πω», «Το Φεγγάρι είναι κόκκινο» -που δεν έχουν πάψει να τραγουδιούνται.
Και το 7ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων είναι έτοιμο να μας τα θυμίσει όλα αυτά το βράδυ της έναρξής του στις 23 Οκτωβρίου, στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων, παρουσία της βετεράνου ηθοποιού Τατιάνας Παπαμόσχου, που ενσάρκωσε την Ιφιγένεια στην ομότιτλη τραγωδία toy Κακογιάννη, και της Ξένιας Καλδάρα, αντιπροέδρου του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης», που είναι υποστηρικτής της διοργάνωσης.
[Αποσπάσματα δημοσιεύσεων της εποχής χρησιμοποιήθηκαν από τη μονογραφία «Μιχάλης Κακογιάννης» του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (Εκδόσεις Καστανιώτη) και «Ένας Αιώνας Ελληνικός Κινηματογράφος – 1ος Τόμος» του Γιάννη Σολδάτου (Εκδόσεις Κοχλίας).]