
Rewind. «Κοίτα τι έπιασα» λέει ο Αμίν, ο θείος της 5χρονης Αλφα προτείνοντας το χέρι του - το ανοίγει και αποκαλύπτει μία πασχαλίτσα. Ενα σύμβολο ζωής και ομορφιάς, ενώ το ίδιο το μπράτσο του είναι στιγματισμένο από τα τρυπήματα. Ο Αμίν είναι τζάνκι, παίζει καθημερινά με το θάνατο, δεν τον φοβάται - ή μάλλον, φοβάται το σκοτάδι μέσα του περισσότερο. Αντιθέτως, η γιατρός αδελφή του, η μητέρα της Αλφα, τον τρέμει, τον υπολογίζει και τον πολεμά καθημερινά - στο σπίτι και το νοσοκομείο. Fast forward. Η Αλφα είναι ένα 13χρονο κορίτσι στον αγώνα της εφηβείας - να την ερωτευτεί το αγόρι, να την αποδεχθούν οι συμμαθήτριές της. Σ' ένα πάρτυ δέχεται να της κάνουν το «Α» του ονόματός της τατουάζ στο μπράτσο. Επιστρέφοντας σπίτι, η μητέρα της φρικάρει «με τι βελόνα, ήταν μολυσμένη, την μοιράστηκαν πολλοί;» Πώς έκανε κάτι τόσο ανεύθυνο, ενώ ο πλανήτης κατακλύζεται από μία θανάσιμη πανδημία - έναν ιό που μεταφέρεται στο αίμα από μολυσμένες επιφάνειες κι απρόσεκτη επαφή, μετατρέποντας τους ανθρώπους σε πετρωμένα αγάλματα; Η Αλφα μπορεί να πεθάνει, είναι έτοιμη για αυτό; Είναι έτοιμη η μητέρα της για αυτό; Η επιστροφή του άσωτου Αμίν, ο οποίος θα μοιραστεί το δωμάτιο της 13χρονης, ως ένας έκπτωτος άγγελος που κουβαλά τον θάνατο στις δικές του φλέβες, θα είναι ο καταλύτης για να έρθουν όλοι αντιμέτωποι με το τραύμα - το διαγενεαλογικό που κουβαλούν, αλλά κι αυτό που πρέπει κυριολεκτικά να αντιμετωπίσουν. Η φράση «Κοίτα τι έπιασα» (σ.σ. «what I caught») - ζωή ή θάνατο, αντηχεί μέσα μας τώρα, πολύ διαφορετικά. Η επαφή με τη ζωή είναι τόσο εύθραυστη όσο και μια φευγαλέα στην παλάμη σου πασχαλίτσα.
Tέσσερα χρόνια μετά τον Χρυσό Φοίνικα για το «Titane», η Ζουλιά Ντικουρνό επιστρέφει με μία ακόμα συμβολική, σκοτεινή, body horror παραβολή. Ακολουθώντας τη συλλογική φρίκη που ζήσαμε με την Covid πανδημία, συνθέτει μία δυστοπία όπου οι άνθρωποι αρρωσταίνουν και πεθαίνουν μόνοι, σε παρατημένα κρεβάτια νοσοκομείων, χωρίς τους δικούς τους δίπλα τους, με ελάχιστο ιατρικό προσωπικό - όλοι είναι εξαντλημένοι και λίγοι μπροστά σε ένα φαινόμενο που τους ξεπερνά. Τα σώματα διαβρώνονται και πετρώνουν σαν λευκά, άκαμπτα αγάλματα. Μαζί, πετρώνουν και οι καρδιές.
Η Ντικουρνό δεν ενδιαφέρεται να μιλήσει ξεκάθαρα και ρεαλιστικά για τον Covid. Κάλλιστα θα μπορούσε η ταινία να είναι στα 80ς και η ανθρωπότητα να πεθαίνει από AIDS. Ή και πάλι στο σήμερα, όπου η Δύση μαστίζεται από μία ακόμα επιδημία ναρκωτικών (μόνο το 2023 και μόνο στην Αμερική, 300 άνθρωποι πέθαιναν καθημερινά από overdose). Περισσότερο την ενδιαφέρει το πλαίσιο - η αρρώστια είναι τρομακτική (το έχει μάθει αυτό από τους γιατρούς γονείς της), αλλά αυτό που σου παγώνει το αίμα είναι η απομόνωση που τη συνοδεύει, η εξορία από τους υγιείς, η γνώση ότι είσαι μολυσμένος. Μη κανονικός. Απόκληρος. Μόνος. Δε είναι άλλωστε τυχαία η επιλογή η οικογένεια της Αλφα να είναι μετανάστες. Πάντα εκτός αποδεκτού κοινωνικού πλαισίου.
Η Αλφα επιχειρεί να επιστρέψει στη ζωή και τους συμμαθητές της. Αρνείται ότι είναι άρρωστη. Βλέπει τον γκέι καθηγητή της, τον τρυφερό φιλόλογο που τους διδάσκει ποίηση και ομορφιά, να αποβάλλεται μόλις κολλάει κι ο ίδιος από τον μολυσμένο σύντροφό του. Συνειδητοποιεί ότι το αγόρι της μπορεί να της μετέδωσε το θάνατο - η αγάπη στα 13 να είναι απαγορευμένη κι επικίνδυνη. Ταυτόχρονα, η μητέρα της, επιστήμονας, φρόνιμη, συνετή παλεύει να πάρει τον έλεγχο. Οργισμένη με την κόρη της και τον αδελφό της που δεν σεβάστηκαν το σώμα τους. Οργισμένη με τη δική της μητέρα, την Αλγερινή γιαγιά και τις θρησκόπληκτες δεισιδαιμονίες της για το «Κακό» που τους βρήκε.
Με τη σήμα-κατατεθέν μεταποκαλυπτική, επιθετική στις αισθήσεις εικονογραφία της και τον μόνιμο συνεργάτη της Ρούμπεν Ίμπενς στους φωτισμούς, η Ντεκουρνό αποτυπώνει αριστοτεχνικά τα σώματα - από το σκελετωμένο κορμί του Ταχάρ Ραχίμ που έχασε 20 κιλά για να ερμηνεύσει το τζάνκι (τα φτερά της πλάτης του καδράρονται ως φτερά αγγέλου), και σκοτεινά, απειλητικά το επικίνδυνο αστικό τοπίο των υπόγειων κλαμπ, των δρόμων με τα γκραφίτι, των κτιρίων με τις σκαλωσιές. Οσο οι σκληρές εικόνες της, ωμές και καμμένες ταυτόχρονα, εντυπώνονται σαν τατουάζ στον αμφιβληστροειδή, το εκκωφαντικό σάουντρακ χτυπάει στα μηνίγγια.
Με μόνο οδηγό το διαφορετικό saturation στα χρώματα, η Ντικουρνό μάς εγκαταλείπει στο μπρος-πίσω παιχνίδι που κάνει με το χρόνο, στο βομβαρδισμό των συμβόλων, στο σουρεαλισμό της ταινίας μέσα στην ταινία, του ονείρου μέσα στον εφιάλτη. Η Αλφα παιδάκι, η Αλφα έφηβη (πολλές φορές συνυπάρχουν ή αντικατοπτρίζονται). Ο Αμίν ετοιμοθάνατος, ο Αμίν φάντασμα. Το άρρωστο σήμερα και το υπαίτιο παρελθόν και το αδιέξοδο αύριο.
Οι ηθοποιοί της δίνουν ερμηνείες ζωής. Τόσο η γοητευτικά επιβλητική και παράλληλα ευάλωτη Γκολσιφτέ Φαραχανί που κρατιέται πεισματικά από την ματαιότητα της ζωής, όσο και η πιτσιρίκα Mελίσα Μπόρος στο δύσκολο και χαοτικό ρόλο της Αλφα. Καθηλωτικός όπως πάντα ο Ταχάρ Ραχίμ σε ένα σωματικό και πνευματικό πυρετό.
Ομως όλα αυτά είναι ιδέες - μεγάλες, φιλόδοξες, τολμηρές. Κι ασύνδετες. Ολη αυτή η ένταση κατακλύζει με αμετροέπεια την ταινία, χωρίς χαλινάρι, χωρίς τιμόνι. Ακυβέρνητα, χωρίς συναισθηματική λογική ή κατεύθυνση - παρόλο τον μελοδραματισμό του επικού τέλους της ανθρωπότητας. Αυτό που λείπει περισσότερο είναι η σύνδεση - ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, ποια η ρίζα του πόνου. Ποιο αυτό το κορίτσι που πληρώνει τις αμαρτίες της προηγούμενης γενιάς; Δεν θα μάθουμε ποτέ. Η Ντικουρνό έχει χώσει τη βελόνα στη φλέβα μας και μάς έχει μολύνει με τον ιό του μεγαλομανούς, επικού, μεταποκαλυπτικού της οράματος χωρίς να προσφέρει καμία κάθαρση. Κι αυτό μάς πέτρωσε. Και το βλέμμα και την καρδιά και το ενδιαφέρον μας.