Ξεκινώντας με πλάνα από τις κάμερες των ανθρώπων που βρίσκονταν στην πλατεία Ταχρίρ τις μέρες της επανάστασης, το φιλμ του Νασράλα, παίρνει την αφορμή του από μια συγκεκριμένη μέρα: την 21 Φεβρουάριου του 2011, μια ομάδα από καβαλάρηδες, οδηγοί τουριστών στις πυραμίδες, παραπλανημένοι από τους ανθρώπους του καθεστώτος, επιτέθηκαν εναντίων των διαδηλωτών. Ενας από αυτούς θα πέσει από το άλογό του και θα ξυλοκοπηθεί άγρια.
Πίσω στο σήμερα, η Ριμ μια πολιτικοποιημένη διαφημίστρια θα γνωρίσει σε μια επίδειξη ντρεσάζ, τον Μαχμούτ, από την γειτονιά της Ναζλέτ στις Πυραμίδες και θα ανακαλύψει ότι ήταν ο ίδιος άντρας που έβλεπε να πέφτει και δέρνεται στα βίντεο στο internet. H ερωτική έλξη τους θα είναι η αφορμή, αλλά σύντομα η Ριμ θα ανακαλύψει ότι εκείνη η πράξη του στις 21 Φεβρουαρίου, έχει στοιχίσει ακριβά στον ίδιο και την οικογένειά του και θα θελήσει να τους βοηθήσει με κάθε τρόπο. Κυρίως, ξυπνώντας την πολιτική τους συνείδηση.
Από την άλλη μεριά, ο Μαχμουντ, ζει για χρόνια από τους τουρίστες που επισκέπτονται τους τάφους των Φαραώ και οι τουρίστες έχουν πλέον εξαφανιστεί. Και συν της άλλοις, χρωστάει τα πάντα σε έναν άνθρωπο με ύποπτες πολιτικές (κι όχι μόνο) διασυνδέσεις, που δεν βλέπει με καθόλου κάλο μάτι την αφύπνιση του.
Ο Νασράλα, συχνός επισκέπτης των Ευρωπαϊκών φεστιβάλ (το 2004 ήταν εκτός συναγωνισμού στις Κάννες με το «The Gates of Sun), κοιτάζει την μπερδεμένη πολιτική κατάσταση της χώρας του και τα προβλήματα που δεν έλυσε η επανάσταση, με κριτική ματιά προσπαθώντας να καταλάβει και τις δυο πλευρές. Θέλοντας να μιλήσει για τα βαθιά ρήγματα και αδικίες της Αραβικής κοινωνίας και τη δυσκολία της να αλλάξει, καταλήγει δυστυχώς να κάνει ένα φιλμ διδακτικό και προφανές έστω κι αν προσπαθεί να χτίσει χαρακτήρες τρισδιάστατους και ολοκληρωμένους.
Το «After the Battle» δεν στερείται δυνατών στιγμών, αλλά καταλήγει να μοιάζει με μια σαπουνόπερα προπαγάνδας, στοιβάζοντας δράματα και πάθη, αστεία και τραγικότητες σε μια αφήγηση που θα κέρδιζε αναμφίβολα πόντους από την απλότητα, την ευθύτητα και την αφαίρεση.