H ταινία της Πατρισιά Μαζουί - πιο γνωστή για το «Saint Cyr» του 2000, πάλι με την Ιζαμπέλ υπέρ - μιλάει για το τι σημαίνει να είσαι φυλακισμένος. Οχι μόνο κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά. Ξεκινάει με μια σκηνή στις φυλακές - την καλύτερη της ταινίας με διαφορά - και τελειώνει έχοντας αποπειραθεί να ακυρώσει πολλαπλά επίπεδα «εγκλεισμού» και των (πολλαπλών ή μη) νοημάτων που η έννοια φέρνει στη συζήτηση. Όχι κάτι καινούριο στην ιστορία του σινεμά και σίγουρα όχι, παρά τη φαινομενική του off ματιά, κάτι καινούριο στη χιλιοειπωμένη ιστορία της «φυλακής» την οποία φτιάχνουμε διαρκώς προκειμένου να νιώθουμε ασφαλείς.
Η Αλμα είναι μία γυναίκα της υψηλής κοινωνίας. Παγωμένη, αποστειρωμένη, μια διαρκής «απουσία» μέσα στη μοναχική ζωή της που τρέφεται σε κενό από το υπέροχο, διακοσμημένο με έργα τέχνης, σπίτι της στο Μπορντό. Ο άντρας της, διάσημος και επιφανής νευρολόγος, βρίσκεται στη φυλακή. Η Μίνα είναι ένα κορίτσι που ζει στα κακόφημα προάστια, δουλεύει σε πλυντήριο και προσπαθεί να ζήσει τα δυο της παιδιά. Ο σύζυγος της βρίσκεται και αυτός στη φυλακή. Οι δυο τους θα συναντηθούν σε ένα επισκεπτήριο στη φυλακή, εκεί όπου η Αλμα θα νιώσει ότι η Μίνα και τα παιδιά της είναι ίσως αυτό που χρειάζεται για να αποκτήσει η ζωή της λίγο θόρυβο, το σπίτι της λίγη ζεστασιά, η ζωή της κάποιο νόημα. Και με την άνεση του «προνομίου» θα το επιχειρήσει.
Η συνέχεια είναι προβλέψιμη. Οι δυο γυναίκες θα δεθούν ακόμη και με τρόπους που υπό συνθήκες (και αυτό θα ήταν ενδιαφέρον) θα άγγιζαν και την ερωτική έλξη. Η Αλμα θα νιώσει για λίγο κάτι από τη συντροφικότητα που της λείπει, η Μίνα θα εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή για την οικογένεια της, μέχρι τη στιγμή που φυσικά θα ανακαλύψουν πως η «φυλακή» που έχουν φτιάξει για να αντικαταστήσουν τις «φυλακές» στις οποίες ζούσαν (οι συμβολισμοί είναι διαρκώς εμφανείς) δεν αντέχει το βλέμμα που έρχεται απέξω, ειδικά όσο η προηγούμενη ζωή τους παραμένει παρούσα με τρόπους που δεν είχαν φανταστεί.
Και η ταινία της Μαζουί είναι προβλέψιμη. Προσπαθεί να στηθεί όλο πάνω στο δίπολο της, ταξικής βασικά, αντίθεσης των δύο γυναικών - επιλέγοντας σοφά για τους ρόλους την Ιζαμπέλ υπέρ και την Χασιά Χερζί που τη λίγη ώρα που δεν «παίζουν», αναδεικνύουν κάτι από την ευαισθησία των χαρακτήρων τους - αλλά παρεκκλίνει διαρκώς σε «ασυνήθιστες» αντιδράσεις, φεμινιστικές διακηρύξεις, δήθεν μαγικούς ρεαλισμούς και «ρηξικέλευθες» ιδέες περί ανατροπής των στερεοτύπων, όταν διαρκώς επιβεβαιώνει όλα όσα γνωρίζουμε για την ταξική ανισότητα, την ανία των μπουρζουά και την προδιαγεγραμμένη πορεία της ζωής των καταφρονεμένων. Φυλακισμένη και η ίδια μέσα σε μια άστοχη ιδέα για το σημαίνει «ασυνήθιστο».
Διαβάστε ακόμη: Η Ιζαμπέλ Ιπέρ μιλάει στο Flix: «Δεν μπορώ να φανταστώ μια ζωή χωρίς την υποκριτική»