Ο Φαρούκ είναι ένας εικοσάχρονος, αραβικής καταγωγής ράπερ από τα προάστια του Παρισιού. Εξαιτίας μιας βεντέτας με έναν άλλο μουσικό, βρίσκεται σε κίνδυνο και πρέπει για κάποιο διάστημα να μείνει μακριά από την πρωτεύουσα. Ο φίλος του και παραγωγός του, Μπιλάλ, του προτείνει να πάρει τη θέση του και να συνοδεύσει σε ένα ταξίδι στα λιμάνια της Γαλλίας τον πατέρα του, Σερζ, ο οποίος ακολουθώντας τα βήματα του κλασικού ζωγράφου Ζοζέφ Βερνέ θέλει να ζωγραφίσει εκ νέου τα έργα του. Παρά τις διαφορές τους, μια αναπάντεχη φιλία γεννιέται ανάμεσα σε αυτόν τον πολλά υποσχόμενο, αντικομφορμιστή νέο και σε αυτόν τον παραδοσιακό, συντηρητικό Γάλλο από τα Βόρεια, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού που τους οδηγεί στη Μασσαλία, για μια τελευταία συναυλία.
Από το Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών του Φεστιβάλ Καννών, όπου έκανε πέρσι την παγκόσμια πρεμιέρα του, μέχρι το 18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Αθήνας, όπου και κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί το φιλμ του Ρασίντ Ντζαϊντανί αποτέλεσε απαραίτητη προσθήκη για δεκάδες κινηματογραφικά φεστιβάλ την περασμένη χρονιά. Η ιστορία του αταίριαστου, από κάθε άποψη, διδύμου που ανακαλύπτει σταδιακά και μέσα από μια επίπονη προσωπική αναζήτηση ότι αυτά που τους ενώνουν είναι περισσότερα από αυτά που τους χωρίζουν, μοιάζει σίγουρα χιλιοειπωμένη. Ωστόσο, προσαρμοσμένη όπως είναι στη σύγχρονη Γαλλία των διαπολιτισμικών συγκρούσεων και στην Ευρώπη της μισαλλοδοξίας και της ξενοφοβίας, φαντάζει πιο επίκαιρη από ποτέ.
Οι καλές προθέσεις δεν είναι ωστόσο πάντα αρκετές. Ο αλγερινο-σουδανικής καταγωγής Ντζαϊντανί φιλοδοξεί να σκιαγραφήσει ένα πορτρέτο των κοινωνικών εντάσεων που σιγοβράζουν στην πατρίδα του μέσα από την αντιπαράθεση δύο χαρακτήρων όπου πολύ βολικά εφαρμόζεται κάθε είδους χάσμα: γενεών, καταγωγής, θρησκευτικών αντιλήψεων, κουλτούρας και πολιτιστικών αναφορών – ακόμα και καλλιτεχνικής έκφρασης: καθώς ο δύστροπος Σερζ καταγίνεται με αντίγραφα κλασικής ζωγραφικής, ο νεαρός συνοδοιπόρος του καταγράφει με το κινητό του ποιητικές βίντεο-βινιέτες του κόσμου γύρω του.
Το προ οκταετίας, ανάλογης θεματικής «Gran Torino» του Κλιντ Ιστγουντ έρχεται αναπόφευκτα στο μυαλό, όμως εκεί που ο βετεράνος Αμερικανός σκηνοθέτης έφερνε τους ήρωές του ενώπιον οδυνηρών διλημμάτων μέσα από μια σαφέστατα πιο αιχμηρή ματιά, ο νεαρότερος δημιουργός του «Μια Βόλτα στη Γαλλία» επιλέγει μια πιο ανάλαφρη και διανθισμένη με χιούμορ διαδρομή. Παραμένει εντούτοις σε μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένος στους περιορισμούς των ανώδυνων κλισέ, των αφελών διαλόγων και ενός ευπρόσδεκτου, αλλά ελάχιστα κερδισμένου από το σενάριό του, αντιρατσιστικού μηνύματος, προορισμένου να χαϊδέψει τα αυτιά του μέσου θεατή, αλλά αμφίβολου να αγγίξει εκείνα των ανθρώπων που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν οι δύο πρωταγωνιστές του.
Ευτυχώς, τόσο ο παλαίμαχος Ντεπαρντιέ όσο και ο πρωτοεμφανιζόμενος στο σινεμά νεαρός ράπερ Σαντέκ αναδεικνύουν με τις ερμηνείες τους περισσότερα από όσα τους επιτρέπει το προβλέψιμο σενάριο που υπογράφει ο ίδιος ο Ντζαϊντανί, έστω κι αν επιφυλάσσει για τον πρώτο μια απρόσμενα γκροτέσκ σκηνή ραπαρίσματος. Καθώς η ταινία ξεδιπλώνει το τελευταίο της αναμενόμενο χαρτί, μετατρέποντας το ανορθόδοξο αυτό road movie σε ένα υποκατάστατο της ανεκπλήρωτης σχέσης πατέρα-γιου που κατατρώει τους δύο άνδρες, οι δύο ηθοποιοί αποζημιώνουν με τις μικρές τους στιγμές, αντισταθμίζοντας συναισθηματικά την καλοπροαίρετη αλλά απλοϊκή απόπειρα του σκηνοθέτη τους να αναδείξει την κατακερματισμένη ταυτότητα της σύγχρονης Γαλλίας.