Δύο ασυνήθιστοι έφηβοι, η Χέιζελ και ο Γκας, βλέπουν τη ζωή με διαφορετική ματιά. Είναι ιδιαίτερα ευφυείς, δεν τους αρέσει να ακολουθούν συμβατικές μεθόδους και έχουν δημιουργήσει μία σχέση που θα τους συνεπάρει – όπως και μας - σε ένα αξέχαστο ταξίδι. Η σχέση αυτή είναι το μεγαλύτερο θαύμα, δεδομένου ότι γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν σε μια ομάδα υποστήριξης καρκινοπαθών.
Κάθε γενιά χρειάζεται την ρομαντική ταινία που θα την κάνει να κλάψει τόσο βαθιά όσο πιθανότατα δεν έχει κλάψει ακόμη στην ζωή και το «Λάθος Αστέρι» μοιάζει φτιαγμένο για να στεγνώσει τα μάτια των εφήβων του σήμερα τουλάχιστον για μια εβδομάδα.
Το βιβλίο του Τζον Γκριν το έχει ήδη κάνει και τώρα η τιανία του Τζοσ Μπουν δεν δυσκολεύεται να τα καταφέρει. Με τους σεναριογράφους του «500 Μέρες με τη Σάμερ» να έχουν κάνει την μεταφορά της στην οθόνη, αυτή η ιστορία δυο εφήβων που ερωτεύονται ακόμη κι αν ξέρουν ότι ο θάνατος τους περιμένει στην γωνία ξέρει να στοχεύει σε κάθε μερίδα του νεανικού κοινού, από τα παιδιά των εμπορικών κέντρων μέχρι τους hipsters, αλλά και στους γονείς και των δυο.
Στην πραγματικότητα πηγαίνει τόσο μακριά όσο να μεταμορφώσει την πιθανότητα του θανάτου από καρκίνο στο απόλυτο hip «αξεσουάρ» στον τρόπο που παρουσιάζει τους δύο νεαρούς ερωτευεμένους σαν μια σύγχρονη εκδοχή του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας σε έναν έρωτα όχι εναντίον στους γονείς ή την κοινωνία, αλλά την αρρώστια. Το βιβλίο και το φιλμ χειρίζεται την αρρώστια με τον τρόπο που κάποτε οι ρομαντικοί ποιητές και η φτηνή λογοτεχνία κοίταζαν άλλες μάστιγες της εποχής τους, όπως την φυματίωση, σαν το απόλυτα μελαγχολικά ηδονικό ζενίθ της ανθρώπινης ύπαρξης και τον θάνατο από αυτήν στα χέρια ενός άλλου σαν την πιο «μεγάλη» χειρονομία που μπορείς να κάνεις προς την αγάπη.
Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη (και είναι αρκετά μεγάλη) αντίρρηση που δεν μπορείς παρά να έχεις για το «Λάθος Αστέρι» το γεγονός ότι παίρνει κάτι τόσο σκληρό κι επώδυνο όσο ο θάνατος από καρκίνο και το πασπαλίζει με ζάχαρη και αστερόσκονη και το σερβίρει σαν την απόλυτη ρομαντική φαντασίωση, καλύτερη ακόμη κι από το να είσαι έφηβος βρικόλακας...
Είναι κρίμα, γιατί το φιλμ του Μπουν, ανάμεσα στον συχνά τραβηγμένο από τα μαλλιά συναισθηματισμό του και στην υπερβολή μιας εφηβικής φαντασίωσης για την ζωή τον έρωτα, τον θάνατο και την λογοτεχνία, κατορθώνει να χωρά μερικές ειλικρινείς και απόλυτα αληθινές παρατηρήσεις κι ένα ζευγάρι χαρακτήρων που είναι αναμφίβολα ολοκληρωμένοι και γοητευτικοί.
Οι ήρωες βρίσκουν τους ιδανικούς ερμηνευτές στο πρόσωπο της Σέιλιν Γούντλεί και του Ανσελ Ελγκορντ που τους προσφέρουν μια επαφή με την πραγματικότητα πέρα από το υλικό της φαντασίωση που είναι φτιαγμένοι και κατορθώνουν να τους κάνουν να μοιάζουν κατά στιγμές με αληθινούς εφήβους κι όχι σαν άψογα δείγματα του ιδανικού εφήβου, εν εξαιρέσεις την μικρή εκείνη λεπτομέρεια της αρρώστιας τους.
Το φιλμ ξεκινά με την φράση «ο κόσμος δεν είναι μια μηχανή που εκπληρώνει ευχές», αλλά αυτή η ταινία είναι. Παραδίδει ότι υπόσχεται στον μέγιστο βαθμό: καλογυαλισμένη μελαγχολία, έναν ιδανικό έρωτα αλλά και το τέλειο άλλοθι για όσους δεν τον ζήσουν: καλύτερα μια πιο συνηθισμένη άχρωμη ζωή, παρά μια τόσο μεγάλη ευτυχία κι ένας τόσο μεγάλος πόνος. Ή ίσως το αντίθετο.
Σε κάθε περίπτωση το φιλμ θέλει περισσότερο απ οτιδήποτε άλλο να σε χειραγωγήσει και το καταφέρνει ειδικά αν κι εσύ είσαι έστω κι ελάχιστα έτοιμος να χειραγωγηθείς. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οφείλεις να νιώσεις καλά γι αυτό, ακόμη κι αν μετά από τόσα δάκρυα, δεν μπορείς παρά να νιώθεις ανακουφισμένος...