Σίγουρα θυμάστε την ταινία της Disney / Pixar «Τα Μυαλά που Κουβαλάς». Μια από τις καλύτερες ταινίες κινουμένων σχεδίων για όλες τις ηλικίες, με εντυπωσιακό κινούμενο σχέδιο και ένα σημαντικό μήνυμα να εκφράζεις τον εαυτό σου στα καλά και στα άσχημα, χωρίς να προσπαθείς να κρύψεις τα τελευταία.
Οκτώ χρόνια μετά, μια νορβηγική εταιρία αποφασίζει να την ξαναφτιάξει με ξεκάθαρα μικρότερο προϋπολογισμό, αφαιρώντας σχεδόν κάθε μοναδικό στοιχείο της, προσθέτωντας ένα σωρό κλισέ παιδικών ταινιών, ξεχνώντας το μήνυμα αρκετές φορές και όλα αυτά σε λιγότερο από 80 λεπτά. Το αποτέλεσμα; «Η Μικρή Εξωγήινη».
Η ιστορία της ακολουθεί ένα παιδάκι ονόματι Αλαν, το οποίο μετακομίζει με τον πατέρα του μετά από ένα έντονο διαζύγιο των γονιών του. Εκεί γνωρίζει τον εκκεντρικό του γείτονα Γουόλτ, ο οποίος προσπαθεί μέσω αυτού να επιχειρήσει επαφή με μια υποθετική εξωγήινη αρμάδα που ακολουθεί τον μικρό. Τότε ανακαλύπτει ότι πρόκειται για μια μικρή εξωγήινη, την Μπρίτνεϊ, που βρίσκεται στην Γη για μια σχολική εργασία. Κλασσκές παιδικές περιπέτειες ακολουθούν όταν χάνει το σκάφος της, τα δύο παιδιά έρχονται κοντά και προσπαθούν να προστατευθούν από τον εντελώς κατάλληλο για παιδιά κακό της ταινίας: έναν ψυχοπαθή που του αρέσει να βαλσαμώνει ζωάκια ζωντανά, ο οποίος έστρεψε το βλέμμα του στην Μπρίτνεϊ.
Μα τι σχέση έχει αυτό με «Τα Μυαλά που Κουβαλάς», θα ρωτάτε σίγουρα. Είναι πολύ απλό: η θεματική. Και οι δύο ταινίες πραγματεύονται παιδιά που μετακομίζουν σε μια ευαίσθητη ηλικία και μαθαίνουν να επικοινωνούν τα δυσμενή συναισθήματά τους με τους συνομήλικους και μεγαλύτερους τους, αντί να τα θάβουν. Στην περίπτωση του Αλαν, προστίθεται και το συναισθηματικό βάρος του διαζυγίου, το οποίο ευτυχώς δεν κρύβεται.
Ωστόσο, σε αντίθεση με εκείνη την ταινία, η οποία πραγματευόταν με μετρημένο τρόπο αυτά τα θέματα, η «Εξωγήινη» τα πραγματεύεται με έναν πιο άτσαλο τρόπο: από μελοδραματικούς μονόλογους των χαρακτήρων μέχρι την ικανότητα τις Μπρίτνεϊ να διαβάζει σκέψεις, που ουσιαστικά τις λεκτικοποιεί για το κοινό, μέχρι και την παύση της ιστορίας της ταινίας για να δώσει το μήνυμα στο πιάτο, η ταινία αυτή φαίνεται να προσπαθεί να καταστήσει το μήνυμά της ξεκάθαρο για παιδιά πολύ μικρής ηλικίας, αντί να το περάσει με έναν πιο εκλεπτυσμένο τρόπο που θα αφήσει και άτομα ηλικίας μεγαλύτερης από 2 ψηφίων να το καταλάβουν μόνοι τους.
Εκτός του άτσαλου τρόπου που διαχειρίζεται το θέμα της, το άλλο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της ταινίας είναι μάλλον η απουσία οποιουδήποτε άλλου. Το κινούμενο σχέδιο είναι αρκετά καλό ώστε να μην πονάει τα μάτια αλλά όχι αρκετά καλό ώστε να ανταγωνίζεται τις περισσότερες ταινίες CGI κινουμένων σχεδίων, και έχει μια αίσθηση πλαστικού που ελάχιστες στιγμές σπάει. Η ιστορία εκτυλίσσεται με έναν πολύ κλισέ τρόπο, ο οποίος φαίνεται να αφήνει στην άκρη τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές που θα μπορούσε να εξερευνήσει. Για παράδειγμα, ο πατέρας του Άλαν φαίνεται ξεκάθαρα να πάσχει από κατάθλιψη μετά το διαζύγιο, ωστόσο περιορίζεται σε ελάχιστες σκηνές, που μετριούνται στα δάχτυλα, και σύντομα ξεχνιέται εντελώς. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι ουσιαστικά στερεότυπα άλλων παιδικών ταινιών, όπως ο εκκεντρικός γέρος, ο ευγενικός χαζούλης γίγαντας, η γιγάντια αφελής γυναίκα και οι ουσιαστικά ίδιοι πρωταγωνιστές αντίθετου φύλου (στην περίπτωση αυτή, και άλλου είδους).
Η ταινία μοιάζει φτιαγμένη να πιάσει όσα περισσότερα κλισέ μπορεί, προστέθοντας ακόμα και έναν κακό υπερβολικά σκοτεινό για τον τόνο της, ενώ η ιστορία μπορούσε να λειτουργήσει το ίδιο χωρίς αυτόν, μόνο και μόνο για να υπάρχει μια τεχνητή αίσθηση δράσης σε μια ταινία που απλά δεν έχει πολλή από αυτή. Ο ρυθμός της είναι επίσης μια παράξενη υπόθεση, καθώς, αν και πάει πολύ γρήγορα εξαιτίας του περιορισμένου της χρόνου (μία ώρα και ένα τέταρτο), παράλληλα ο θεατής αισθάνεται ότι δεν συμβαίνει τίποτα σημαντικό.
Αν έχετε ένα πολύ μικρό παιδί που θέλετε να το κρατήσετε απασχολημένο για καμιά ωρίτσα, η ταινία ίσως προσφέρει έναν μικρό περισπασμό. Αν θέλετε όμως το παιδί να μάθει να επεξεργάζεται να εκφράζει τα συναισθήματά του, με έναν έξυπνο και υποστηρικτικό τρόπο, καλύτερα να δει «Τα Μυαλά που Κουβαλάς». Είναι πραγματικά δύσκολο να προτείνεις σε κάποιον μεγαλύτερο από τα 5-6 αυτή την ταινία.