Αν κάποιος κάνει πέρα το gore και το αίμα για τα οποία είναι φημισμένα η σειρά ταινιών «Κάθαρση», θα βρει, μερικές φορές πιο εύκολα από ό,τι άλλες, τις ξεκάθαρες πολιτικές προθέσεις των συντελεστών της. Μέσα από την αλληγορία και την σάτιρα αυτές οι ταινίες τρόμου, οι οποίες εξελίσσονται σε μια δυστοπική Αμερική, έχουν αρχίσει με κάθε κεφάλαιο που προστίθεται στο franchise να μοιάζουν πιο κοντά στην τωρινή πραγματικότητα.

Με την «Αιώνια Κάθαρση», το τελευταίο κομμάτι του αιματηρού αυτού παζλ, ο σεναριογράφος και δημιουργός της σειράς Τζέιμς ΝτεΜόνακο και ο σκηνοθέτης Εβεράρντο Γκουτ μοιάζουν σαν να μην κρατάνε πλέον τα προσχήματα και απλά σηκώνουν ψηλά έναν καθρέφτη ο οποίος θέλει να δείξει όλη την σαπίλα και τον συστημικό ρατσισμό που έχει ριζώσει βαθιά μέσα σε κάθε γωνιά της χώρας, με τους ήρωες να προσπαθούν να επιβιώσουν όχι μόνο από τις 12 ώρες της Κάθαρσης, αλλά και από την ίδια την καθημερινότητα της Αμερικής.

Η ταινία εξελίσσεται κάποια χρόνια μετά από τα γεγονότα της ταινίας «Κάθαρση: Ετος Εκλογών» με τα μέλη μιας σέκτας, τα οποία δεν αρκούνται πλέον σε μία μόνο ετήσια βραδιά αναρχίας και φόνου, αλλά αποφασίζουν να καταλάβουν όλη την Αμερική μέσα από μια ατέλειωτη εκστρατεία χάους και σφαγής. Κανείς δεν είναι ασφαλής. Η Αντέλα και ο σύζυγος της Χουάν ζούνε στο Τέξας όπου ο Χουάν εργάζεται στο ράντσο της πλούσιας οικογένειας Τάκερ. Ο Χουάν εντυπωσιάζει τον πατριάρχη της οικογένειας, τον Κέιλεμπ, γεγονός που πυροδοτεί τον θυμό και την ζήλεια του γιου του Κέιλεμπ, Ντίλαν. Το πρωινό μετά την Κάθαρση, μια συμμορία μασκοφόρων επιτίθεται στην οικογένεια Τάκερ - συμπεριλαμβανομένης της συζύγου του Ντίλαν, και της αδελφής του, αναγκάζοντας τις δύο οικογένειες να ενωθούν και να αντεπιτεθούν καθώς η χώρα βυθίζεται στο χάος και οι Ηνωμένες Πολιτείες γύρω τους αρχίζουν να αποσυντίθενται.

Από την πρώτη στιγμή μέχρι και την τελευταία, αναμενόμενη για κάποιους, ανατροπή, τα πολιτικό και κοινωνικά μηνύματα είναι απόλυτα σαφή. Η Αμερική δεν είναι πλέον η Χώρα της Επαγγελίας αλλά ούτε μια ασφαλής χώρα για να ζει κάποιος, είτε είναι λευκός είτε είναι έγχρωμος. Και είναι ίσως αυτή η απλότητα που μερικές φορές χρειάζεται κανείς για να περάσει με αποτελεσματικότητα την φρίκη και τον τρόμο της καθημερινότητας των τελευταίων «τραμπικών» χρόνων στις ΗΠΑ. Είναι στιγμές που η ταινία τολμάει να βυθίσει το μαχαίρι πιο βαθιά μέσα στο κόκκαλο, κάνοντας αυστηρή κριτική στη τωρινή κατάσταση που επικρατεί στην χώρα, καλώντας απροκάλυπτα τους οπαδούς της λευκής υπεροχής Ναζί, αλλά τα περισσότερα από τα τολμηρά της μηνύματα χάνονται κάτω από τόνους αχρείαστου exploitation, κάτι που φαίνεται να μαστίζει την σειρά για καιρό τώρα.

Ακόμα και η βία, η οποία δεν αργεί να έρθει, μετριάζει κάπως το στιλιζάρισμα αυτή την φορά και απλά αφιερώνεται στο καθαρό ωμό gore, που μπορεί αυτό για κάποιους να ακούγεται κάπως θετικό αλλά ταυτόχρονα φαίνεται να αφαιρεί πολλά από την πρωταρχική ταυτότητά του franchise. To θετικό σε όλα αυτά είναι ότι το καστ παίζει αρκετά καλά με τον χαρακτήρα του Τζος Λούκας να παρουσιάζει το πιο ενδιαφέρον από όλους, μιας και είναι εκείνος ο λευκός μεγιστάνας στην καρδιά του Τέξας ο οποίος φορά τη ταμπέλα του «εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αλλά…». Η ιστορία του παίζει αρκετά με τα κλισέ ενός τέτοιου χαρακτήρα και η πορεία του είναι προδιαγραμμένη από την αρχή, αλλά με την ερμηνεία του ο Λούκας καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον σε ικανοποιητικά επίπεδα.

Αν ο ΝτεΜόνακο είχε στο μυαλό του ένα τέλος για την σειρά, τότε σίγουρα «Η Αιώνια Κάθαρση» είναι αυτό το φινάλε που παίρνει σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια σου. Μπορεί η b-movie αισθητική να κάνει κάπως απλοϊκό τον τρόπο με τον οποίο περνάει τα πολιτικοποιημένα μηνύματα και την σάτιρά του και η βία που υπόσχεται να μοιάζει κάπως ανεπαρκής για να κρατήσει το θεατή σε εγρήγορση, παρόλα αυτά όμως τελειώνει με το κεφάλι ψηλά. Μόνο που θα περιμέναμε περισσότερα «πυροτεχνήματα» έτσι ώστε να τελείωνε με ένα δυνατό μπαμ.