Τιφλίδα, Γεωργίας. Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Τζούντο Γυναικών. Η Ιρανική ομάδα καταφτάνει στο γήπεδο αποφασισμένη. Η Λέιλα Χοσεϊνί είναι η εθνική πρωταθλήτρια, αλλά ποτέ δεν έχει πάρει το χρυσό σε διεθνή διοργάνωση. Απόλυτα συγκεντρωμένη, δυνατή και πεισμωμένη, κατεβαίνει αποφασισμένη: σήμερα θα είναι η μέρα της. Αλλωστε έχει και την πλήρη στήριξη της οικογένειάς της - ο υπέροχος άντρας της και το μικρό τους αγοράκι, γονείς, θείοι και ξαδέλφια έχουν φτιάξει κερκίδα στον καναπέ του καθιστικού της στην Τεχεράνη και παρακολουθούν τους αγώνες από την τηλεόραση. Οπως έχει και την στιβαρή καθοδήγηση της προπονήτριάς της - στο πλευρό της η αυστηρή, ολιγόλογη μέντοράς της Μαριάμ Γκανμπαρί, μία πρώην πρωταθλήτρια και η ίδια, που, πριν από χρόνια, έχασε την ευκαιρία της στο παγκόσμιο λόγω τραυματισμού. Λογικά, έχει και την ενίσχυση του Ιρανικού Καθεστώτος - μέσω της ελεγχόμενης ομοσπονδίας έχει βρεθεί εκεί να εκπροσωπεί το έθνος της.

Και την έχει. Μέχρι που αρχίζει να κερδίζει. Live παρακολουθεί το Καθεστώς -που ποτέ δεν την είχε πραγματικά πιστέψει- το σερί από νίκες της. Τα προγνωστικά γίνονται ξεκάθαρα: η ταλαντούχα αθλήτριά τους πιθανότατα να βρεθεί στον τελικό - απέναντι στο φαβορί, την Ισραηλινή αθλήτρια. Αυτό είναι καταστροφικό. Γιατί, αν χάσει, το Ιράν θα ζήσει έναν συμβολικό, πολιτικό εξευτελισμό. Δεν μπορούν να το διακινδυνέψουν. Το τηλέφωνο της προπονήτριας Μαριάμ χτυπά κι ο Υπουργός Αθλητισμού της ανακοινώνει το τελεσίγραφο: η Λέιλα πρέπει να προφασιστεί τραυματισμό και να αποσυρθεί. Είναι διαταγή άνωθεν.

Η Μαριάμ αρχικά προσπαθεί να αντικρούσει με επιχειρήματα, να αντισταθεί. Πολύ πιο έμπειρη, αρκετά μεγαλύτερη, πραγματίστρια, σύντομα υποκύπτει. Γνωρίζει πολύ καλά τα αντίποινα στις ίδιες και τις οικογένειές τους σε περίπτωση που αψηφήσουν τις διαταγές του Καθεστώτος. Η Λέιλα όμως είναι οργισμένη. Νεότερη. Το αίμα της βράζει. Η αθλητική φιλοδοξία της για νίκη, τώρα έχει άλλο καύσιμο: την πολιτική αντίσταση, την επανάσταση. Ομως πλέον αντίπαλοί της στο τατάμι (τον αγωνιστικό τάπητα) δεν είναι οι συναθλήτριές της. Οσο ο εαυτός της, το προσωπικό της δίλημμα: τι θα κάνει; Θα αγωνιστεί μέχρι τέλους, με κάθε ρίσκο; Ή θα συμμορφωθεί και θα προστατέψει τον άμαχο πληθυσμό πίσω στην πατρίδα; Πράκτορες ήδη χτυπούν την πόρτα της οικογένειάς της...

Εμπνευσμένοι από μία αληθινή ιστορία από το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Τόκιο το 2019 (όπου ο Ιρανός τζουντόκα Σαΐντ Μολάι αρνήθηκε να υποκύψει στις επιταγές του Καθεστώτος και να αποσυρθεί από τον τελικό που θα αντιμετώπιζε τον Ισραηλινό Σάγκι Μούκι), οι συνσκηνοθέτες Γκι Νατίβ («Golda», «Skin») και Ζαρ Αμίρ Εμπραχίμι (η βραβευμένη πρωταγωνίστρια της «Ιερής Αράχνης» που τώρα περνάει πίσω από την κάμερα) συνθέτουν μία ταινία είδους, που ξεπερνά το είδος της. Η αθλητική ταινία δράσης, έντασης κι ανατροπών, μεταμορφώνεται σε πολιτικό και ψυχολογικό θρίλερ, όπου διακυβεύονται πολλά περισσότερα από το χρυσό μετάλλιο.

Η Εμπραχίμι (που έχει διαφύγει από το Ιράν και ζει και εργάζεται στο Παρίσι), είναι γνωστή για την αντιστασιακή της στάση και δράση. Το φεμινιστικό της βλέμμα έχει πέσει έντονο πάνω στις ηρωίδες της (μάλιστα ερμηνεύει η ίδια, σκοτεινά, ανήσυχα και καθηλωτικά την προπονήτρια Μαριάμ). Η Λέιλα αγωνίζεται εναντίον όλων όσων επί δεκαετίες ορίζουν το σώμα της. Ματώνει για να πάρει πίσω τον έλεγχο. Να καθορίσει εκείνη το επόμενο βήμα στη μοίρα της. Η πάλη σώμα-με-σώμα ξαφνικά μεταβολίζεται σε σύμβολο όλων των γυναικών στο Ιράν που κουβαλούν ένα συμβολικό «τατάμι» στην πλάτη τους. Που καθημερινά έρχονται αντιμέτωπες με αποφάσεις συμμόρφωσης ή διεκδίκησης και το τίμημα είναι ξεκάθαρο - φυλάκιση, βασανιστήρια, απαγωγές, εξαφανίσεις. Οπως και το δίλημμα: θα φορούν την ήττα τους μαντήλα, ή θα κρατήσουν το κεφάλι τους ψηλά, περήφανο, ελεύθερο; Αυτό τον αγώνα για ανάσα συλλαμβάνει η ταινία, όπου, στην πιο δυνατή σκηνή της, η τραυματισμένη Λέιλα πετάει ενστικτωδώς το χιτζάμπ της. Οχι ως πρόσταγμα. Αλλά ως τον μόνο τρόπο να αναπνεύσει.

Ευρηματικός στυλίστας πίσω από την κάμερα ο Νατίβ, μπαίνει κι ο ίδιος στο ρινγκ. Πλησιάζει -σε αυτή την απόσταση «αναπνοής»- τις αθλήτριες σε κάθε χτύπημα, σε κάθε λαβή. Η κάμερά του είναι ευλύγιστη, ανήσυχη, η κινηματογράφηση υγρή - όλα ταιριάζουν στο genre της αθλητικής ταινίας που παρακολουθείς με αγωνία. Ο τόνος όμως παραμένει καταπιεσμένος, στοιχειωμένος, σκοτεινός, σε αντίστιξη με το λαμπερό ασπρόμαυρο της εικόνας. Ο διευθυντής Φωτογραφίας Τοντ Μάρτιν κατασκευάζει έναν ολόκληρο κόσμο μέσα σε αυτό το γήπεδο, με διαδρόμους που εγκλωβίζουν, ημιφωτισμένα γραφεία και κλειστοφοβικά αποδυτήρια. Μόνο όταν οι πόρτες του αγωνιστικού χώρου ανοίγουν διάπλατα, το τατάμι στέκεται υπερφωτισμένο από προβολείς - ως υπόσχεση κι ως απειλή.

Η επιλογή του ασπρόμαυρου είναι ξεκάθαρα εμπνευσμένη από το «Οργισμένο Είδωλο» του Μάρτιν Σκορσέζε, κάτι που φαίνεται και στο πώς ο Νατίβ χειρίζεται το πλήθος στις κερκίδες (περισσότερο ως ήχο, σχεδόν ποτέ ως εικόνα), τις σήμα-κατατεθέν εκτυφλωτικές φλασιές, τα συμμετρικά κάδρα. Εκεί όμως αρχίζει η ταινία να χάνει έδαφος. Γιατί στη σύγκριση καταλαβαίνεις ότι κάτι λείπει. Ναι, η ατμόσφαιρα του θρίλερ είναι πυκνή και καλοφτιαγμένη, αλλά το μοντάζ σε στιγμές παραμένει άτονο, η χρήση της μουσικής άστοχη, τα φλας μπακς ρίχνουν την ένταση.

Παράλληλα, όσο κι αν όλοι αντιλαμβανόμαστε πόσο το πολιτικό σχόλιο είναι επίκαιρο και κατεπείγον, το σενάριο το χειρίζεται και με έναν αχρείαστο διδακτισμό. Διασώζεται όμως από την απόφαση ενός μη-ηρωικού χειρισμού της αφηγηματικής κορύφωσης, την «τραυματική» ειρωνία του φινάλε, όπως και τις υποδειγματικές ερμηνείες. Ποτέ η γυναικεία οργή δεν έχει μεταφερθεί τόσο ωμά, δυνατά και σπαρακτικά, όσο από την Αριάν Μαντί στον πρωταγωνιστικό ρόλο.