Είναι εύκολο να πάρεις ελαφριά μια ταινία σαν το «Σμύρνη μου Αγαπημένη», σε σκηνοθεσία, μεν, του Γρηγόρη Καραντινάκη, πρότζεκτ όμως που επί χρόνια η Μιμή Ντενίση στήνει, στο θέατρο, στη σκέψη, τώρα στην οθόνη. Είναι ακόμα πιο εύκολο να πάρεις μια ανάσα και να παραδεχτείς ότι η ταινία είναι καλύτερη απ' όσο θα μπορούσε, ωριμότερη πολιτικά - ναι, σ' ένα mainstream, συνοπτικό επίπεδο - και φτιαγμένη από ένα σκηνοθέτη που ξέρει να ελέγχει το υλικό και την τέχνη του.

Η ιστορία παρακολουθεί μια μεγάλη οικογένεια της Σμύρνης, τους Μπαλτατζήδες. Η Φιλιώ (Ντενίση), η μάνα και οικοδέσποινα, είναι μια γυναίκα… «σμυρνιά», κοσμοπολίτισσα, ευγενική αλλά και δραστήρια, στα σαλόνια αλλά και πίσω από τις κλειστές πόρτες. Ο άντρας της (Κακούρης) είναι Βενιζελικός παθιασμένος, ο αδελφός του (Κατσούλης) επιφυλακτικός με τη Μεγάλη Ιδέα, η κόρη της (Παντούση) ερωτευμένη με Άγγλο αξιωματούχο στην πόλη, η υπηρέτρια Ζαχαρούλα (Γερονικολού) ερωτευμένη με το γιο της οικογένειας, η φίλη Τακουΐ (Κουλίεβα) προσπαθεί να μαζέψει τα συντρίμμια της ζωής της. Στο σπίτι ζει κι ο Χαλίλ (Μπουράκ Χακί), ο οδηγός, με τον πατέρα του (σύντροφος, αυτός, από δεκαετίες του πατριάρχη του σογιού, Πολύκαρπου), ο οποίος, γεροδεμένος κι όμορφος Χαλίλ, έχει μεγαλώσει με τη Φιλιώ και δεν κρύβει την αγάπη του για εκείνη. Και κανείς τους δεν ξέρει τι τους περιμένει (το ξέρουμε, όμως, εμείς, άρα τραγική ειρωνεία).

Η επιλογή των ίδιων των ηρώων είναι ένα κλισέ, αντιπροσωπευτικά «δείγματα» της ελληνικής κοινότητας της Σμύρνης, οι διάλογοί τους, εννιά στις δέκα φορές, είναι τετριμμένοι, ενίοτε γλυκανάλατοι, συχνά του ύφους «Έλα Δημητράκη μου να σου δώσω λίγο χουνκιάρ». Αλλά όχι μόνο. Σκηνοθετικά, η ταινία έχει μια ρεαλιστική αισθητική, τόσο στο πρώτο μέρος της, το «σαλονάτο», καλοβαλμένο κι εύπορο, όσο και στο δεύτερο, όταν ξεσπά η βία. Ο ρυθμός είναι γοργός και συμπαγής, η ροπή στο μελόδραμα οπωσδήποτε υπάρχει, αλλά τα πλάνα έχουν κινηματογραφική ταυτότητα και η τελευταία σεκάνς, αυτή της καταστροφής, δεν φοβάται τη φωτιά και το αίμα, ποτίζεται από μια απόγνωση κι ένα ρομαντισμό, τιμά την άγνοια και τη δυστυχία των θυμάτων.

Αλλά και σεναριακά, μια ταινία φτιαγμένη για να ικανοποιήσει το λαϊκό αίσθημα του ευρέως κοινού, τολμά να ξεφύγει από την εθνικιστική μπαναλιτέ και την υπεραπλούστευση της ιστορικής στιγμής, κοιτάζει κατάματα και την τουρκική αλήθεια, ενός λαού που έζησε κοινωνικά υποταγμένος από τους Έλληνες και τους Λεβαντίνους, αναπτύσσει και την αντιβενιζελική ελληνική πλευρά που στάθηκε απρόθυμη να στηρίξει τη Σμύρνη γιατί έβλεπε τη χώρα να αιμορραγεί και να ξοδεύεται. Κι αν η σύνδεση με το σημερινό προσφυγικό μένει παραδόξως μετέωρη, η παρουσίαση της ζωής μιας ολόκληρης κοινωνίας σε μια φούσκα φέρνει ευθείς παραλληλισμούς με την πολύ πρόσφατη ευρωπαϊκή κι ελληνική ιστορία. Είναι εύκολο να πάρεις ελαφριά μια ταινία σαν αυτή εδώ τη «Σμύρνη». Ευτυχώς, η ίδια η ταινία δεν παίρνει την ύπαρξή της ελαφριά.