H Creep Records υπήρξε η πρώτη πραγματικά ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία στην Ελλάδα που μπορεί να καυχηθεί για τον καταλογό της, με την έννοια του αριθμού και της ομοιογένειας των singles και αλμπουμ και κυκλοφόρησαν στη βραχύβια ύπαρξή της, από το 1982 μέχρι το 1986, συν ένα μικρό διάστημα από το 1995 μέχρι και το 1997 μαζί με την Fm Records. Περισσότερο από αυτό υπήρξε σπίτι για τις ορφανές μπάντες του ελληνικού (ελληνόφωνου και αγγλόφωνου) new wave, post punk και dark wave που δεν θα μπορούσαν ποτέ να πείσουν καμία από τις μεγάλες δισκογραφικές της εποχής για να τους ακούσει, πόσο μάλλον να τις δισκογραφήσει. Και αναπόφευκτα - και ακριβώς ίσως επειδή διήρκεσε λίγο, η Creep Records υπήρξε και ένα μοντέλο για τις σπάνιες αυτές στιγμές στην ιστορία που μια διαφορετική φωνή βρίσκει (φτιάχνει, πιο σωστά) χώρο ανάμεσα στο πηχτό σύννεφο του mainstream επιδρώντας καταλυτικά σε μελλοντικές απόπειρες.
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου των Mechanimal σήμερα, τότε ως John Schrei των Rehearsed Dreams - το «Repulsion», το μοναδικό άλμπουμ που κυκλοφόρησαν παραμένει ένας από τους πιο σπουδαίους δίσκους της εποχής, εντός και εκτός συνόρων - δίνει το στίγμα, δηλώνοντας στην κάμερα πως το συγκρότημα, ο δίσκος, η ορμή όλων των συγκροτημάτων της Creep ήταν μια μορφή αντίδρασης σε μια Ελλάδα που δεν τους άρεσε, μια Ελλάδα που δεν τους χωρούσε.
Και αυτό είναι το σημείο γύρω από το οποίο περιστρέφεται το ντοκιμαντέρ του Νίκου Χαντζή - συμπλήρωμα δίπλα στο προηγούμενο «Music for Ordinary Life Machines» του 2019 για την συνθετική ποπ των 80s. Ολοι όσοι μιλούν στο «Return of the Creeps» νιώθουν την ανάγκη να υπογραμμίσουν πως χωρίς την Creep Records οι μουσικές αναζητήσεις τους θα έμεναν ημιτελείς και δεν θα μπορούσαν ποτέ να δημιουργήσουν ένα ρεύμα που μπορεί να μην μετριέται με μονάδες δημοφιλιάς ή αναγνωρισιμότητας αλλά είναι διακριτό στον τρόπο που συνεχίζεται να φτιάχνεται και διανέμεται η ανεξάρτητη μουσική.
Λίγο πριν το τέλος του «Return of the Creeps», το νιώθεις πως όσοι μιλούν και υπήρξαν τότε στις επάλξεις αυτού του άτυπου κινήματος δεν έφερναν μόνο κάτι από την εκτός ελληνικών συνόρων μουσική νεότητα αλλά συγκροτούσαν και ένα φανταστικό (κυριολεκτικά και μεταφορικά) σύμπαν μέσα στο οποίο μπορούσαν να χωρέσουν ολόκληρες κοινότητες από παιδιά που δεν έβλεπαν την «αλλαγή» που ευαγγελιζόταν ο μεταπολιτευτικός αέρας της χώρας και ψηφίδα ψηφίδα προσπαθούν να συνθέσουν, τότε όχι μόνο χωρίς web αλλά ούτε τις βασικές προσλαμβάνουσες, τι ακριβώς άκουγαν οι συνομίληκοί τους.
Σε αυτές τις στιγμές που ο Χαντζής καταφέρνει να συνδέσει, απέριττα, την εξιστόρηση της σύντομης αλλά εμβληματικής διάρκειας ζωής της Creep Records με την ελληνική πραγματικότητα, το «Return of the Creeps» αποκτά και την επαφή του με το σήμερα, με ανάλογες προσπάθειες νέων φωνών που προσπαθούν να ακουστούν μέσα στο ομογενοποιήμένο μαζικό γουστό και δισκογραφικών που τολμούν να υπογράψουν δίσκους με ρίσκο. Δεν το κάνει όσο συχνά θα μεταμόρφωνε το ντοκιμαντέρ του σε ένα πολυπρισματικό jukebox κριτικής ενδοσκόπησης για το τότε και το τώρα δύο γενιών που τότε αγόραζαν όπου τους έβρισκαν τους δίσκους της Creep Records και σήμερα τους αναζητούν, πληρώνοντας αδρά, σε second hand ή στο discogs.
Γνωρίζοντας τους περιορισμούς ενός χειροποίητου ντοκιμαντέρ, ο Χαντζής μένει στα πρόσωπα που συνέθεσαν την ιστορία της Creep Records, με επικεφαλής τον ιδρυτή της, Μπάμπη Δαλίδη και δίνοντας τον τόνο όχι μιας δωρεάν νοσταλγίας αλλά μιας περήφανης αναπόλησης αφηγείται ένα άγνωστο κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής μουσικής, γεμάτο από σπάνιο υλικό και κυρίως από μια καθαρή διάθεση θαυμασμού για τους ήρωες της. Μετά τους τίτλους τέλους, θα αναζητήσεις σίγουρα να ακούσεις κάποιο από τα συγκροτήματα που μόλις έμαθες - και αυτό είναι ήδη μέρος αυτής της ίδιας αφήγησης.
Διαβάστε ακόμη: «Return of the Creeps»: Πώς ο Νίκος Χαντζής μετέτρεψε την αγάπη του για τον σκοτεινό ήχο σε ένα DIY ντοκιμαντέρ