«Οι άνθρωποι δεν έχουν επιλογή για το αν θα γεννηθούν ή όχι. Αλλά θα ήταν καλό αν ήμασταν ικανοί να διαλέξουμε πότε θα πεθάνουμε.»

Η Ιαπωνία υποχωρεί κάτω από το βάρος του υπερήλικου πληθυσμού της. Ελεύθεροι σκοπευτές δολοφονούν άκριτα τους τρόφιμους των γηροκομείων. Και οι ηλικιωμένοι νιώθουν να βρίσκονται σε μια γκρίζα περιοχή, ανεπιθύμητοι, άχρηστοι, δημόσιος κίνδυνος για την ευημερία της χώρας.

Η κυβέρνηση αναλαμβάνει δράση. Ψηφίζει, με ελάχιστες αντιδράσεις, ένα νόμο που εγκαθιστά ως λύση στο πρόβλημα το «Πλάνο 75», τη δυνατότητα δηλαδή σε όσους βρίσκονται στα 75 τους έτη και πάνω, να επιλέξουν τη λύση της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. H ειρωνικά «win-win πρόταση» θα τους απαλλάξει από το να είναι «βάρος της κοινωνίας» και θα τους εξασφαλίσει μια πολυτελή «έξοδο», κατά μόνας ή και σε γκρουπ, από τη ζωή.

Δύο διαφορετικοί άνθρωποι θα βρεθούν στο κατώφλι του προγράμματος. Η 78χρονη Μίτσι που δεν μπορεί να βρει δουλειά ή σπίτι στην ηλικία της, που το σύστημα την πετάει συνεχώς (κυριολεκτικά) έξω και που το μέλλον της μοιάζει προδιαγεγραμμένο, μοναχικό, απάνθρωπο. Στην ίδια κατάσταση είναι και ο Γούκιο, που μετά το θάνατο της γυναίκας του θέλει κι αυτός να τη συναντήσει το γρηγορότερο και να απαλλαχθεί από μια ζωή στο μεταίχμιο της κανονικότητας.

Καθρέφτες των δύο ηλικιωμένων, δύο νέοι άνθρωποι: η Μαρία, νοσκόμα από τις Φιλιππίνες που θα είναι η «συνοδός» της Μίτσι στην ολοκλήρωση του «σχεδίου 75» και ο Χιρόμου, υπεύθυνος για τις αιτήσεις στο Σχέδιο 75, που ως αποξενωμένος ανηψιός του Γούκιο θα βρεθεί μπροστά στην «αλήθεια» ενός σχεδίου που δεν είναι απαραίτητα σωτήριο.

Στην πρώτη της ταινία, η Τσι Χαγιακάουα κερδίζει ειδική μνεία από την επιτροπή της Χρυσής Κάμερας (για πρωτοεμφανιζόμενους σκηνοθέτες) και εκπροσωπεί την Ιαπωνία στην κούρσα για το Οσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας, με ένα μικρό αριστούργημα. Μια ταινία που ανοίγει τη συζήτηση γύρω από ένα δύσκολο θέμα - αυτό της κοινωνικής αναλγησίας απέναντι στην τρίτη ηλικία - με τον πιο ψύχραιμο, ανθρώπινο, ειλικρινή τρόπο που θα μπορούσε να συμβεί.

Η μελλοντολογική κοινωνία στην οποία τοποθετείται το «Plan 75» δεν φέρει κανένα διακριτικό ότι είναι πολύ διαφορετική από το παρόν. Ενα παρόν δυστοπικό διαχρονικά για τους ανθρώπους - γονείς, παππούδες, γιαγιάδες όλων μας - που σβήνουν μέσα στη μοναξιά και την τρομακτική απόφαση των μοντέρνων κοινωνιών ότι από κάποια στιγμή και μετά είσαι αναλώσιμος. Το ντεμπούτο της Χαγιακάουα δεν είναι όμως ούτε θρίλερ, ούτε ταινία καταγγελίας, ούτε καν μια διδαχή για τα πρέπει και τα μη ενός αποτρόπαιου συστήματος.

Σκηνοθετημένο σαν μια σουίτα που ξεκινάει από το… φινάλε για να πάει στην… αρχή, το «Plan 75» αποτυπώνει χωρίς ωραιοποιήσεις τη ζωή ανθρώπων που βρίσκονται στο περιθώριο, αλλά τους αφιερώνει το χρόνο και το χώρο για να διεκδικήσουν σθεναρά τη θέση τους μέσα στη ζωή. Η ευαισθησία της Χαγιακάουα μετατρέπει την επιστημονική φαντασία σε απτή πραγματικότητα και την σκληρότητα της πραγματικότητας σε σινεμά που συγκινεί και τελικά (σε) μετακινεί - ανεπαίσθητα όπως καμία φορά καταφέρνει η ζωή να επιβληθεί κατά κράτος στο θάνατο.