Ο Στρατηγός Στέρνγουντ, ένας υπερήλικας πλούσιος, ευυπόληπτος και πάλαι ποτέ ισχυρός άντρας της τοπικής κοινωνίας, έχει πρόβλημα. Ή μάλλον δύο προβλήματα: τις κόρες του. Η μικρή, η Κάρμεν, κάνει την επανάστασή της μέσα από μία επιπόλαιη υπερσεξουαλική συμπεριφορά που αφήνει την ίδια κι όλη την οικογένεια εκτεθειμένη. Η μεγάλη, η Βίβιαν, πιο δυναμική και αξιοπρεπής, έχει πάθος με τον τζόγο κι αυτό την εμπλέκει με το παράνομο δίκτυο τυχοδιωκτών και τοκογλύφων του περιθωρίου του Λος Αντζελες.
Κι έρχεται η στιγμή που ο Στέρνγουντ ζητά τη βοήθεια του Φίλιπ Μάρλοου καθώς η Κάρμεν μπλέκει άσχημα σε μία υπόθεση «revenge porn» (ναι, υπήρχε κι από τη δεκαετία του 40). Για να μην κυκλοφορήσει μία γυμνή φωτογραφία της, ο Στρατηγός πρέπει να πληρώσει, όμως οι ενδιάμεσοι μεσάζοντες μοιάζει να εξαφανίζονται μυστηριωδώς, πτώματα επιπλέον στα λιμάνια, οι υποθέσεις τις μίας αδελφής μπλέκονται με αυτές της άλλης, κι ο Μάρλοου πρέπει να ξεδιαλύνει ένα πολύ πιο βρώμικο κύκλωμα πορνογραφίας, διαφθοράς, εκβιαστών και δολοφόνων. Ακόμα κι όταν η δουλειά για την οποία τον προσέλαβαν φαινομενικά ολοκληρώνεται. Γιατί; Γιατί έχει ερωτευθεί τη Βίβιαν και θέλει να βοηθήσει την οικογένειά της. Αλλά και γιατί είναι ο Φίλιπ Μάρλοου, ο εμβληματικός ιδιωτικός ντετέκτιβ των αστυνομικών μυθιστορημάτων του Ρέιμοντ Τσάντλερ - βρωμόστομος, σκληροτράχηλος, κυνικός, πανέξυπνος, δίκαιος, ακέραιος.
Ο Χάουαρντ Χοκς («Η Σειρήνα της Μαρτινίκα», «Η Γυναίκα με τη Λεοπάρδαλη», «Scarface»), με τη βοήθεια του Ουίλιαμ Φόκνερ στο σενάριο, μεταφέρει το πρώτο μυθιστόρημα που εμφανίζεται ο Μάρλοου στη hardboiled λογοτεχνία του Τσάντλερ. Ο τίτλος, «Ο Μεγάλος Υπνος» (εκδόθηκε το 1939), αναφέρεται στον θάνατο - και κυριολεκτικά καθώς φυσικά πρωταγωνιστεί στο νουάρ σύμπαν του είδους, αλλά κυρίως συμβολικά, στην σάπια ηθική παρακμή της μεγαλοαστικής, αργόσχολης τάξης, που «κοιμάται ύπνο βαθύ».
Διαβόητα, η ταινία αντιμετωπίζει προβλήματα στο σενάριο: η πυκνή πλοκή, γεμάτη ανατροπές, δαιδαλώδεις εξελίξεις και πληθώρα δευτεραγωνιστών χαρακτήρων που μπαινοβγαίνουν στην ιστορία, δεν μεταφέρθηκε με ευκρίνεια από τον Φόκνερ, μπέρδεψε και μπερδεύει το θεατή (λάβρα η κριτική των New York Times της εποχής, αλλά ακόμα πιο διασκεδαστικό το παρασκήνιο που θέλει τον Φόκνερ να τηλεφωνεί στον Τσάντλερ για να του διευκρινήσει ποιος σκότωσε τον σοφέρ στην πρώτη πράξη και να παίρνει την απάντηση «που θες να ξέρω»).
Παρασκηνιακά, υπήρχαν κι άλλα θέματα. Η δεύτερη μόλις ταινία της 20χρονης εκκολαπτόμενης σταρ Λορέν Μπακόλ με το στούντιο της Warner, τη βρήκε να μην έχει αρκετές σκηνές που να την καθιστούν λαμπερή πρωταγωνίστρια, αλλά και να επισκιάζεται από την Μάρθα Βίκερς, που ερμήνευε με τολμηρή σαγήνη και σπίθα την νυμφομανή μικρή αδελφή. Ατζέντης και Τζακ Γουόρνερ ανάγκασαν τον Χοκς να κόψει φιλμικό χρόνο της Βίκερς, να ξαναγυρίσουν νέες σκηνές με τον Μπακόλ, κι η ταινία καθυστέρησε δύο χρόνια να κυκλοφορήσει με το νέο μοντάζ.
Και παρόλο που το director's cut αποκαταστάθηκε δεκαετίες αργότερα (μάλιστα υπάρχει κι ένα ντοκιμαντέρ που συνοδεύει την αποκατεστημένη έκδοση) τίποτα από όλα αυτά δεν έχει σημασία στο πώς το βλέμμα του Χάουαρντ Χοκς άφησε το ανεξίτηλο, κλασικό, εμβληματικό στίγμα του στο noir genre.
Γιατί το μεγαλύτερο επίτευγμα του σκηνοθέτη δεν ήταν ποτέ η «whodunnit» αστυνομική πλοκή. Οσο η αριστοτεχνική του προσέγγιση (οι mise en scène συνθέσεις του από την μία και τα κοψίματα στα κοντινά των προσώπων από την άλλη είναι πλέον διδακτική ύλη) και η επιβλητική ατμόσφαιρα που φωτοσκιάζει τον αμαρτωλό κόσμο του Τσάντλερ έτσι όπως ταιριάζει στους κατοίκους του - τα σκληρά αρσενικά, τα ρεμάλια, τους θύτες, τα θύματα, τις femmes fatales. Ολοι μπαινοβγαίνουν στις σκιές μαεστρικά, πόρτες ανοίγουν για δευτερόλεπτα και αποκαλύπτουν κρυφούς κόσμους και νοήματα (όπως αυτή του βιβλιοπωλείου), κανείς δεν είναι αθώος κάτω από το κιαροσκούρο βλέμμα του.
Πάνω από όλα, ο Χοκς είναι σκηνοθέτης ηθοποιών. Ηξερε πολύ καλά ότι ο Μπόγκαρτ είναι ιδανικός για να φορέσει τη ρεπούμπλικα, τον τσαμπουκά και τη γοητεία του ήρωα με τα βρώμικα χέρια. Του δίνει επιπλέον σκηνές, βιτριολικές ατάκες, αλλά και κλεμμένες στιγμές που φλερτάρει με γυναίκες που δεν έχουν στ' αλήθεια βαρύτητα στην πλοκή (την υπάλληλο του απέναντι βιβλιοπωλείου, την οδηγό ταξί). Κι όλα αυτά για να τον φέρει απέναντι στην κλασάτη, ακαταμάχητη, πορσελάνινη ομορφιά της Μπακόλ. Εκρηξη.
Η χημεία, η μαγνητική έλξη του ζευγαριού που έγραψε λαμπερή Old Hollywood ιστορία κι εκτός οθόνης είναι το χρυσό αυτό υλικό που κάνει το κοινό να μην ενδιαφέρεται ποιος σκότωσε ποιον, να αφήνει τα προβλήματα της μεταπολεμικής Αμερικής έξω από την αίθουσα, και για δύο ώρες να θέλει απλώς να τους χαζεύει. Να μαγεύεται και να παραδίδεται άνευ όρων στον πιο υπέροχο ύπνο που λέγεται σινεμά.