Παλαιοντολόγος του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας της Νέας Υόρκης προσπαθεί επί τέσσερα επώδυνα χρόνια να συναρμολογήσει το σκελετό ενός βροντόσαυρου. Την παραμονή του γάμου του παραλαμβάνει το τελευταίο κόκκαλο που θα ολοκληρώσει το έργο του. Για κακή του τύχη όμως έχει βρεθεί στην παρέα μίας εκκεντρικής, ως και θεοπάλαβης, κληρονόμου, η οποία απαρτίζεται από ένα φοξ τεριέ που τρελαίνεται να θάβει κόκκαλα και μία... κατοικίδια βραζιλιάνικη λεοπάρδαλη, η οποία δραπετεύει.

Εχοντας μείνει στην ιστορία του σινεμά ως ο ορισμός του screwball comedy, η κυριολεκτικά ανατρεπτική κωμωδία του Χάουαρντ Χοκς («His Girl Friday», «The Big Sleep», «To Have and to Have not») είναι υπόδειγμα φάρσας που δεν στηρίζεται στ' αλήθεια στην πλοκή της, όσο στον τρόπο που ο σκηνοθέτης της τρέχει καταιγιστικά τους ρυθμούς, φλερτάρει επίμονα με το παράλογο. Και δεν σταματά εκεί: ανεβάζει την ένταση της «αντιπαράθεσης» των ηρώων στα κόκκινα κι εμπιστεύεται το πρωταγωνιστικό ζευγάρι και τις υπέροχες διφορούμενες βιτριολικές τους ατάκες να παράξει το χρυσό αυτό υλικό που κάνει το κοινό να ξεχάσει το οικονομικό Κραχ που τους περιμένει έξω από την αίθουσα και για μιάμιση ώρα να παραδοθεί άνευ όρων στην μαγεία του old hollywood. Τότε, ή σήμερα.

Στη δεύτερη συνεργασία τους (από τις τέσσερις συνολικά ταινίες που γύρισαν μαζί) οι Κάθριν Χέπμπορν και ο Κάρι Γκραντ καταφέρνουν να παίξουν σκηνές που αγγίζουν το γελοίο με τη, σήμα-κατατεθέν, κλασάτη γοητεία και την ακαταμάχητη χημεία τους. Ακόμα κι αν η Χέπμπορν ερμηνεύει την πλούσια κληρονόμο της ως αυθόρμητη, ιδιοσυκρασιακή παλαβιάρα, της είναι αδύνατον να ξεφύγει από το δυναμικό της εαυτό κι ο συνδυασμός καταλήγει αξιολάτρευτος. Και όσο κι αν προσπαθεί ο Κάρι Γκραντ να μεταμφιέσει την αβίαστη αρρενωπότητά του κάτω από τα γυαλιά του αφηρημένου επιστήμονα, (ερμηνεύοντάς τον στα βήματα της μανιέρας του κωμικού ηθοποιού του βωβού Χάρολντ Λόιντ) είναι αδύνατον. Η χορογραφία των δυο τους, έτσι όπως τρέχουν και πυροβολούν διαλόγους, σταματούν, κοιτιούνται και αρχίζουν από την αρχή, είναι λόγος αρκετός για να μην μπορείς να πάρεις το βλέμμα σου από την οθόνη.

Ναι, πρόκειται για σάτιρα που καυτηριάζει τις εμμονές της επιστήμης και την αλαζονεία της αστικής τάξης, πάνω από όλα όμως διαβάζεται ως μάχη των δύο φύλων, την οποία ο Χάουαρντ Χοκς στήνει χωρίς να της χαρίζεται: η έλξη του ζευγαριού δεν λύνει ούτε τα προβλήματα στη σχέση τους, ούτε τα ελαττώματα των χαρακτήρων τους. Θα μείνουν μαζί όχι γιατί ταιριάζουν, αλλά γιατί τρομάζουν τόσο ο ένας από τον άλλον, που αυτό κάνει τις καρδιές τους να χτυπούν. Γιατί οι βολεμένες ζωές τους ταράζονται, ανατρέπονται, παραδίδονται στο χάος. Ο επιστήμονας αναζητά ένα σπάνιο πλάσμα και το βρίσκει εν ζωή. Η κληρονόμος θέλει κάποιον να μεγαλώσουν μαζί το μωρό της (ο αυθεντικός τίτλος «Bringing up Baby» όπου «baby» το όνομα της λεοπάρδαλης), όσο προκλητικό ή επικίνδυνο κι αν είναι αυτό.

«I Can't Give you Anything but Love, Baby» τραγουδούν οι δύο εραστές στη λεοπάρδαλη, αλλά και στους εαυτούς τους. Και μπορεί να έχουν περάσει 85 χρόνια από την έξοδο της ταινίας, αλλά συνεχίζουμε να μην απαιτούμε τίποτα παραπάνω. Τουλάχιστον από το σινεμά.