Ακολουθώντας μέσα σε τέσσερις εποχές τον μανάβη Νίκο Αναστασίου με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, καθώς αυτοί επισκέπτονται εδώ και 26 χρόνια με το μανάβικο - φορτηγό τους τα δύσβατα χωρια της ορεινής Πίνδου, ξεκινώντας από τα Τρίκαλα, ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος γνώριζε ήδη από τη σύλληψη του ντοκιμαντέρ του πως δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτα περισσότερο από το να βρίσκεται εκεί.
Η πραγματικότητα έτσι κι αλλιώς των ανθρώπων που συναντά στην διαδρομή του ο μανάβης δεν χρειάζεται σκηνοθεσία, ούτε ειδικούς φακούς για να τους κάνει αναμφισβήτητους και χαρισματικούς πρωταγωνιστές μιας ταινίας που είναι απλά η καθημερινότητά τους, φωτισμένη αριστουργηματικά από το φυσικό φως του ορεινού τοπίου και σκηνοθετημένη αριστοτεχνικά πριν από οποιονδήποτε από την ίδια τη ζωή.
Ο Κουτσιαμπασάκος είναι απλά εκεί, ο ίδιος υπέροχος χαμηλότονος, σεμνός και όμως αυστηρός παρατηρητής - σκηνοθέτης που υπήρξε στις πρώτες του ταινίες («Ο Ηρακλής, ο Αχελώωος και η Γιαγιά μου», «Η Γέφυρα», «Υψωμα 33»), συνοδηγός ενός – κι όμως – ξέφρενου road movie που σταδιακά, άλλοτε τρυφερά, άλλοτε βίαια, άλλοτε χιουμοριστικά, άλλοτε μελοδραματικά, αλλά πάντοτε με το βλέμμα του στραμμένο στον άνθρωπο, μεταφέρει όχι μόνο αυτούσιο, αλλά και «απτό» το πρόσωπο μιας «άγνωστης» Ελλάδας.
Κάθε στάση του μανάβικου είναι και μια μικρή αποκάλυψη, ένα κομμάτι ατόφιας ανθρωπολογικής παρατήρησης, ένα συγκινητικό πάρε δώσε με την ιστορία αυτού του τόπου, καθώς άνθρωποι αποκομμένοι από τον όποιο πολιτισμό καθρεφτίζουν στο ερχομό του μανάβη μια σειρά από μικρές ή μεγαλύτερες ανάγκες τους: τα πράγματα που θέλουν να τους φέρει ο μανάβης την επόμενη φορά που θα έρθει, τα παράπονά τους για τις χαλασμένες τηλεφωνικές γραμμές, τις χαρές και τις λύπες που θέλουν να μοιραστούν με κάποιον, τις απώλειες που κάνουν τη μοναξιά τους να μεγαλώνει, την ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν μια καθημερινότητα στα όρια της απόλυτης άγριας επαφής με τη φύση χωρίς την διακοσμητική πολυτέλεια που προσφέρουν οι τεχνητές ή επίπλαστες ανάγκες της ζωής στα αστικά κέντρα, ένα μισό ζουμερό καρπούζι που μια σπαρακτική γιαγιά ζητάει συγνώμη που δεν θα το πάρει ολόκληρο...
Μέσα στον ένα χρόνο που διαδραματίζεται ο ίσως μεγαλύτερος σε διάρκεια απ' όσο θα έπρεπε «Μανάβης», ο Κουτσιαμπασάκος παρακολουθεί χωρίς να σχολιάζει, αγκαλιάζοντας τους ήρωες του με πραγματική αγάπη, ειρωνικά μετόχους σε μια - όπως και να την κάνουμε - οικονομική συναλλαγή επιβίωσης, χωρίς να αναφέρει παρά μόνο αμυδρά την κρίση.
Και εκεί βρίσκεται η μεγάλη «αλήθεια» που κρύβει μέσα του αυτό το ντοκιμαντέρ που θα μπορούσε ταυτόχρονα να εκτυλίσσεται στην Ελλάδα και πριν δέκα χρόνια και όπως δυστυχώς προφητεύει και το ίδιο – αλλά το επιβεβαιώνει και η πικρή πραγματικότητα της κρίσης – και στην Ελλάδα δέκα και παραπάνω χρόνια μετά: στο γεγονός πως το οδοιπορικό αυτού του μανάβη, όχι μόνο δεν έχει σχέση με την οικονομική κρίση ή τη δικαιολογία που αυτή προσφέρει στην κοινωνική απομόνωση ενός ζωτικού κομματιού μιας χώρας που δεν «παίζει» με όρους επικαιρότητας, αλλά που παραμένει ζωτικό έχοντας καταφέρει το ακατόρθωτο: να μετατρέψει τις αδυναμίες του στο πιο δυνατό όπλο που θα μπορούσε να αφορά κάθε (προνομιούχο ή μη) πολίτη αυτής της χώρας.
Ακριβώς γιατί όταν μιλάς με τόσο απλό και αφοπλιστικό τρόπο για ανθρώπους που παραμένουν ζωντανοί μέσα στην εγκατάλειψή τους, ικανοποιημένους με αυτή την απειροελάχιστη εβδομαδιαία εισβολή του όποιου πολιτισμού στην πόρτα του σπιτιού τους, έχεις ήδη δείξει έναν τρόπο για την αντιμετώπισή της οποιασδήποτε κρίσης.
Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου στο Flix.