Το 2010 μία ιστοσελίδα αφιερωμένη στην προστασία πληροφοριοδοτών φέρνει στη δημοσιότητα απόρρητα έγγραφα των ΗΠΑ, με τα οποία δίνει άλλη διάσταση στη διαρροή πληροφοριών. Η ιστορία ξεκινά με τον μυστηριώδη ιδρυτή του WikiLeaks, Τζούλιαν Ασάνζ και τον Ντάνιελ Ντόμσαϊτ- Μπεργκ να συνεργάζονται με σκοπό την μυστική παρακολούθηση των ισχυρών και των προνομιούχων του κόσμου. Με ελάχιστα οικονομικά κεφάλαια δημιουργούν μια ηλεκτρονική πλατφόρμα που επιτρέπει στους πληροφοριοδότες να δημοσιεύουν ανώνυμα στοιχεία κρατών και κυβερνήσεων. Μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μπόρεσαν να δημοσιεύσουν πληροφορίες που ούτε τα μεγαλύτερα ειδησεογραφικά πρακτορεία δεν είχαν καταφέρει. Oταν όμως ο Ασάνζ και ο Μπεργκ θα αποκτήσουν πρόσβαση στα πιο εμπιστευτικά έγγραφα στην ιστορία των ΗΠΑ θα βρεθούν αντιμέτωποι με ένα καθοριστικό ερώτημα: Ποιο είναι το κόστος του να κρατάς μυστικά σε μία ελεύθερη κοινωνία - και ποιο είναι το κόστος του να τα προδίδεις;
Σε μια καριέρα που ξεκίνησε από το καλό (βλ, «Gods and Monsters») και πήγε ελαφρά προς το χειρότερο (βλ. «Dreamgirls») και μετά στο χάος (βλ. τα δύο μέρη του φινάλε του «Twilight Saga»), το «Fifth Estate» ήταν η ταινία που θα μπορούσε να εμπνεύσει τον Μπιλ Κόντον για ένα σύγχρονο δράμα με πρωταγωνιστή μια τις πλέον αμφιλεγόμενες εν ζωή προσωπικότητες της εποχής μας και κεντρικό θέμα την άνοδο και την πτώση ενός «ανένταχτου» επαναστάστη με αιτία – κεντρική φιγούρα στο νέο σύμπαν της δικτυακής πληροφόρησης.
Πατώντας συνειδητά πάνω στη σεναριακή δομή του «Social Network» του Ντείβιντ Φίντσερ, ο Κόντον χτίζει την ιστορία του Ασάνζ πάνω στη σχέση του με τον Ντάνιελ Ντόμσαϊτ- Μπεργκ, τον Γερμανό σούπερ χάκερ και άμεσου συνεργάτη του, ο οποίος ως άλλη φωνή της συνείδησης που δεν διέθετε ο Ασάνζ υπήρξε υπεύθυνος τόσο για την απογείωση της ιστοσελίδας στο απόλυτο φαινόμενο των 00s, όσο και για το νομοτελειακό τέλος της.
Ακολουθώντας τη γνωριμία τους, τις πρώτες αποκαλύψεις που έδωσαν το στίγμα για το μέλλον των WikiLeaks και το απόγειο της δόξας τους, όταν όλος ο πλανήτης μιλούσε μόνο γι’ αυτούς, ο Κόντον αφηγείται μια ιστορία με σαφείς όρους ενός success story, πετυχαίνοντας να εξηγήσει με σαφήνεια τι ήταν το δημιούργημα του Ασάνζ και τη σημασία του για την αλλαγή πλεύσης της Αμερικανικής Κυβέρνησης ως προς τη σημασία των «απορρήτων» της, αλλά και για την ίδια την κοινότητα των geeks που πίστευαν ακράδαντα πως το Δίκτυο είναι το μοναδικό μέρος στον κόσμο που μπορείς πλέον να μάθεις την αλήθεια.
Μέσα όμως από τη σχέση τους, διαγράφονται και οι χαρακτήρες των δύο αντρών. Ο κλειστός, μελαγχολικός, μυστηριώδης, αλαζόνας και φιλόδοξος Ασάνζ αντίβαρο στον φιλήσυχο, σεμνό και με περίσσευμα κοινωνικής ευαισθησίας συνεργό του στο «έγκλημα» σε ένα δίδυμο που δεν μπορεί παρά να θυμίσει τον Ζούκεμπεργκ και τη θυελλώδη σχέση του με τον δικό του συνεργάτη στο «Social Network».
Οι συγκρίσεις με το αριστούργημα του Ντέιβιντ Φίντσερ φυσικά και δεν βοηθούν το «Fifth Estate» που ήδη από την αρχή προσπαθεί υπερβολικά να σκιαγραφήσει δίκαια τον Ασάνζ – προκειμένου να μην κατηγορηθεί για αγιοποίηση ή απομυθοποίηση του – αλλά και χρησιμοποιεί όλους τους προφανείς τρόπους (από επαναλαμβανόμενες σκηνές των ψηφιακών λέξεων πάνω στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών του μέχρι την ανούσια τέκνο μουσική) για να αποδώσει τη φρενίτιδα της επανάστασης που έφεραν τα WikiLeaks στον τρόπο που πλέον αντιλαμβανόμαστε τη «διαρροή πληροφοριών» .Οσο και αν το σενάριο που υπογράφει ο Τζος Σίνγκερ αποτίει τον δικό του φόρο τιμής σε ένα κλασικό σινεμά χαρακτήρων, ο Κόντον, συνεπαρμένος στην αρχή από τους ήρωές του, τους αφήνει σιγά σιγά στο έλεός τους. Και όσο και αν η ιστορία των WikiLeaks είναι μια από τις πιο συναρπαστικές των τελευταίων χρόνων, είναι φανερό πως ο Κόντον υπηρετεί ένα υπερ-αναλυτικό σενάριο, χωρίς να ξέρει ακριβώς και ο ίδιος για το τι πράγμα μιλάει η ταινία του.
Ανάμεσα σε ένα πολιτικό θρίλερ, ένα tech νεανικό biopic και ένα δράμα για την ανδρική φιλία, το φιλμ δεν είναι τελικά τίποτα από αυτά όταν καταλήγει να παρακολουθείται μάλλον με κουρασμένο ενδιαφέρον προς το γνωστό σε όλους φινάλε του και όταν το κέντρο βάρους του μετατοπίζεται συνεχώς με τις ίδιες ιλιγγιώδεις ταχύτητες που ανεβαίνουν τα απόρρητα έγγραφα στην ιστοσελίδα του Ασάνζ.
Αν, όμως, υπάρχει ένας σοβαρός λόγος για να επαινέσεις τον Κόντον ακόμη και για την έστω όχι ολοσχερώς αποτυχημένη του προσπάθεια, αυτός βρίσκεται στους δύο πρωταγωνιστές του.
Στον μαγικό κάθε φορά που εμφανίζεται στην οθόνη οποιασδήποτε ταινίας Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, ο οποίος δίνει από μόνος του (από την άρθρωσή του μέχρι το κάθε ανεπαίσθητο τίναγμα των λευκών μαλλιών του) στον Ασάνζ όλη την ειρωνία και τη σύγχυση ενός ιδιοσυγκρασιακού μοναχικού ανθρώπου που κατέληξε να επηρεάσει τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Και στον υπέροχο Ντάνιελ Μπρουλ, που για δεύτερη φορά φέτος μετά το «Rush» αποδεικνύει πως εκτός από ένας σπουδαίος ηθοποιός είναι το ιδανικό συμπλήρωμα πίσω από τους μεγάλους άντρες της σύγχρονης ιστορίας αυτού του κόσμου.