Σχεδόν μισή δεκαετία μετά το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ο Ελάιτζα Μπάινουμ επιστρέφει με ένα αισθητά πιο στιβαρό - από κάθε άποψη - φιλμ, το οποίο, λειτουργεί, μεταξύ άλλων, ως το απόλυτο love letter σε όλους τους κινηματογραφικούς σταθμούς που, καθώς φαίνεται, τον έχουν διαμορφώσει, τόσο ως θεατή, όσο και ως δημιουργό. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Στο «Magazine Dreams» («Ονειρα Ιλουστρασιόν» κατά την ελληνική απόδοση του τίτλου) ο Κίλιαν Μάντοξ διανύει την τρίτη δεκαετία της ζωής του, εκεί ακριβώς όπου η φυλή σε συνδυασμό με την τάξη του, καθώς και τα διαγενεακά τραύματα που τον ακολουθούν, τον έχουν καταδικάσει να διάγει τον βίο του: στο κοινωνικό περιθώριο και κατ’ επέκταση στην πλήρη (και ουσιαστική) αφάνεια. Απόλυτα προσηλωμένος στον στόχο του να γίνει η καλύτερη εκδοχή του εαυτού του μέσα από την ενασχόλησή του με το body building και εφορμούμενος από απύθμενη οργή που κάθε τόσο τον οδηγεί σε βίαιες εξάρσεις, ενσαρκώνει το χαρακτηριστικό αρχέτυπο του αντι-ήρωα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Διατηρώντας το έντονο στυλιζάρισμα μέσα από το οποίο μας συστήθηκε στο «Καλοκαιρινές Νύχτες», και μετασχηματίζοντάς το, με αποτέλεσμα τη σύσταση μίας πιο μελετημένης – εσωτερικής εκδοχής του, ο Μπάινουμ δημιουργεί ένα ιδιότυπο neo-noir με παλπ υφή, εμποτισμένο από φιλμικές αναφορές, τις οποίες είτε εντάσσει αυτούσιες, αποτίωντας έτσι τον δικό του φόρο τιμής σε αυτές, είτε δανειζόμενος τους δομικούς (σεναριακούς) άξονές τους, αξιοποιώντας τους ως θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομεί την ιστορία του Κίλιαν.
Η χαρακτηριστική κοινωνική αμηχανία σε συνδυασμό με την αφοσίωση σε μία αμιγώς προσωπική ηθική πυξίδα που διέπουν τον Τράβις Μπικλ, συναντούν τη βαθιά εμμονή και την παθογενή προσκόλληση στην τελειότητα τον Αντριου από το «Χωρίς Μέτρο» του Ντάμιεν Σαζέλ και τη σπαρακτική, ψυχικά ασταθή περσόνα του Αρθουρ Φλεκ από το «Joker» του Τοντ Φίλιπς, στο πρόσωπο του εξίσου μοναχικού, αποπροσανατολισμένου και εύθραυστου Κίλιαν, τον οποίο ο Τζόναθαν Μέιτζορς ενσαρκώνει με εντυπωσιακή ευαισθησία και ειλικρινή ορμητικότητα.
Παρά το γεγονός ότι η κατ’ εξακολούθηση παράθεση των παραπάνω (και όχι μόνο) αναφορών φέρει κάτι το γνήσια απολαυστικό σε σινεφιλικό επίπεδο, «παγιδεύει» εν μέρει τόσο τον Μπάινουμ ως δημιουργό, όσο και το συνολικό αποτέλεσμα αυτό καθαυτό, καθηλώνοντάς το εντός της σφαίρας της αυτοναφορικότητας που το ίδιο υφαίνει, την οποία συγχρόνως προσπαθεί να υπερβεί, ενίοτε μέσω επιπόλαιων επιλογών που οδηγούν σε σεναριακό κορεσμό. Την ίδια στιγμή όμως, το «Magazine Dreams» υπηρετεί με σεβασμό και έμπνευση τη δυναμική που χτίζει ως προς τη διαλεκτική ανάμεσα στην ιστορία και τα επαναλαμβανόμενα hommages. Κι αυτό το καθιστά (παραπάνω από) άξιο θέασης.