Ο Ντάνιελ Μίντλετον μοιάζει ο πιο ιδανικός για να εξηγήσει γιατί τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά (και όχι μόνο) coming of age δράματα συμβαίνουν το καλοκαίρι.
Ισως είναι οι ορμόνες που προσπαθούν να αντισταθούν στη ζέστη και μετατρέπουν το εφηβικό κορμί σε μια πυρακτωμένη υπόσχεση ή εκείνη η ιδρωμένη (πάντα) διάθεση πως για μια τελευταία φορά μπορείς να κάνεις ό,τι ακριβώς θέλεις χωρίς να σε ενδιαφέρουν οι συνέπειες, η τιμωρία, η ενοχή που ορίζει περισσότερο από κάθε άλλο συναίσθημα το σημείο εκείνο που σου λέει ότι ... μεγάλωσες.
Σε ένα τέλειο κύκλο, ο Ντάνιελ θα μεγαλώσει μέσα σε ένα καλοκαίρι που θα τον βρει στο Κέιπ Κοντ της Μασαχουσέτης, καταφύγιο στα μάτια της μητέρας του που θα τον στείλει εκεί για να ξεπεράσει το θάνατο του πατέρα του. Η γνωριμία του με τον Χάντερ θα είναι καθοριστική, όχι μόνο γιατί το «κακό παιδί» της περιοχής θα τον μυήσει στο εύκολο χρήμα και στον τρόπο με τον οποίο γίνεσαι αυτοστιγμεί θρύλος ανάμεσα στους συνομίληκους, αλλά και γιατί το κορίτσι που θα ερωτευτεί παράφορα τυχαίνει να είναι η αδερφή του, το μοναδικό πράγμα που ο Χάντερ δεν επιτρέπει σε κανέναν να... αγγίζει.
Με τη διάθεση ενός σινεμά που είναι μεγαλύτερο απ’ ότι αντέχει η ιστορία του και την αύρα ενός Μάρτιν Σκορσέζε της εποχής των «Καλών Παιδιών» (κάπου εκεί και ο Πολ Τόμας Αντερσον του «Boogie Nights», αν μιλάμε για... hot summer nights), ο Ελάιτζα Μπάινουμ αντιμετωπίζει το ντεμπούτο του σαν να είναι η πρώτη και η τελευταία ταινία που θα κάνει ποτέ. Γι’ αυτό και την φορτώνει με δραματικότητα που ψάχνει τις περισσότερες φορές μάταια να πείσει για την σεναριακή αντοχή της, περισσότερα τραγούδια απ’ όσα θα χωρούσε σε ένα jukebox σε ένα μπαρ των 70s (εδώ με πρωθύστερη αναφορά στα 90s όπου βρισκόμαστε αφού τα τραγούδια που ακούγονται πηγαίνουν τουλάχιστον δύο δεκαετίες προς τα πίσω) και μια ατμόσφαιρα σινεμά είδους που θα μπορούσε να είναι disaster movie και φιλμ νουάρ μαζί στη συσκευασία ενός εφηβικού video diary.
Ο Μπάινουμ είναι τυχερός, γιατί η πρωταγωνιστική του τριάδα καταφέρνει να μεταφέρει πολλά περισσότερα απ’ όσα ο ίδιος θυσιάζει για να προτάξει το στιλ που τον φέρνει στην αφρόκρεμα των next best thing (αλλά ας κρατάμε και μικρό καλάθι) του ανεξάρτητου Χόλιγουντ. Ο Τίμοθι Σαλαμέ βρίσκεται ακριβώς στο σημείο ωρίμανσης που λες «αυτό το παιδί έχει όλα τα προσόντα να σηκώσει μια ταινία στους ώμους του» (η αμέσως επόμενη ταινία του θα ήταν το «Να Με Φωνάζεις Με Τ’ Ονομά Σου»!). Ο Βρετανός Αλεξ Ρόου διαθέτει τη βαρύτητα ενός ήρωα που νιώθεις ότι έρχεται από το (κινηματογραφικό) παρελθόν και η Μάικα Μονρό φέρει με τον δικό της θρασύ τρόπο την ωμή νεανική ορμή μιας νέας γενιάς που εκτός από ταλέντο ξέρει να αφηγείται και ιστορίες.
Στο κέντρο αυτών των «Καλοκαιρινών Νυχτών», τρεις νέοι ηθοποιοί εμπιστεύονται (και καλά κάνουν) ένα φιλόδοξο σκηνοθέτη που προδίδεται από την έπαρση του – σαν ένας έφηβος που θέλει μέσα σε ένα καλοκαίρι να ζήσει τα πάντα.
Στην πραγματικότητα, κοιτώντας πίσω στα χρόνια που όλοι νιώσαμε να φοράμε πάνω μας ένα συγκεκριμένο καλοκαίρι, δεν συνέβη τίποτα αξιοσημείωτο, τίποτα που αν το εξιστορούσες σε κάποιον δεν θα το είχε ξανακούσει. Σαν μια ταινία (αυτή εδώ) που μοιάζει με εφηβικό κορμί – υπόσχεση, αλλά ακόμη και με την (άλλη μια) ιδέα της (αληθινής – είναι ο γνωστός «Τυφώνας Μπομπ» που χτύπησε το Κέιπ Κοντ τον Αύγουστο του 1991), «καταιγίδας» που πλησιάζει, δεν μπορεί να σε (συν)ταράξει περισσότερο από το να τη χαζεύεις, να σιγοτραγουδάς το «All the Young Dudes» του Ντέιβιντ Μπόουι και να προσπαθείς να θυμηθείς τη στιγμή που κάπου στα 17, 18 σου ένιωσες την πρώτη μεγάλη «ενοχή» που σε πήρε μακριά από το παιδί που ήσουν μέχρι εκείνη τη στιγμή.